Το μηδέν, η στιγμή κι η γομολάστιχα

Αυτό το μηδέν ανάμεσα στα δύο διπλά. Αυτό το μηδέν που τείνει να τα εκμηδενίσει. Αυτό το μηδέν που μπαίνει ανάμεσα χωρίς πρόσκληση. Έτσι τυχαία ή από ένα λάθος χτύπημα στην πόρτα. Όταν φθάνει ο ταχυδρόμος ή το παιδί που γυρνοβολάει και γεννοβολάει, αφού γεννήθηκε από ένα λάθος μιας στιγμής παραδομού.

Ο κόσμος είτε ως αίνιγμα είτε ως κόσμημα είτε ως λήθη είτε ως λάθος δεν μπορεί να σβηστεί με μια γομολάστιχα, έτσι απλά σαν πάνω σε παιδικό χάρτη, χωρίς να αφήσει εκεί το ίχνος του. Το ίχνος του κόσμου μια κάπως υπερμεγέθης πατούσα, ένα γιγάντιο αποτύπωμα εκτός αν τον δεις από την ανάποδη μεριά των φακών των κιάλιων σου.

Το αίνιγμα του κόσμου είναι την ίδια στιγμή το παιχνίδι του κόσμου. Ένα παιχνίδι με παραβιασμένους τους κανόνες του, ένα παιχνίδι που αρνείται να το παίξει το παιδί. Προτιμά τους πεσσούς. Ένα παιχνίδι που αρνείται να το παίξει ο ποιητής. Προτιμά τη ζαριά του Μαλλαρμέ.

Μια αχτίδα φωτός με την ανάλογη σκιά, συνήθως μεγαλύτερη και το ίδιο κινητική με τη φωτιστική πηγή. Το αίνιγμα του κόσμου θα παραμείνει άλυτο, γιατί αντιστέκεται στην ερμηνεία του. Ποθεί όμως τον αφανισμό και ο μύθος θα παραφυλάει ωστόσο την ύπαρξή του κι ίσως το παιχνίδι να συνεχίσει να παίζεται και μετά από μας.