Πατριωτικοί συριγμοί

Η Μαλάμω με καμάρι

Που μοσχοβολά θυμάρι

Μεσ’ στους δρόμους της Αθήνας

Λίνα Νικολακοπούλου

 

Αχ ελλάδα σ' αγαπώ

Και βαθιά σ' ευχαριστώ

Γιατί μ' έμαθες και ξέρω

Ν' ανασαίνω όπου βρεθώ

Να πεθαίνω όπου πατώ

Και να μην σε υποφέρω

Μαν. Ρασούλης

 

«Γλώσσα και πατρίδα είναι το ίδιο. Να πολεμά κανείς για την πατρίδα του ή για την εθνική τη γλώσσα, ένας είναι ο αγώνας», λέει ο Ψυχάρης αρχίζοντας το Ταξίδι [1888] του. «Πώς μπόρεσε τόσο καιρό και μας έμεινε η γλώσσα μας άγνωστη κρυμμένη σαν το μάλαμα μέσα στις φλέβες της γης», πολλές σελίδες πιο κάτω αυτό.

Δεν ξέρω αν η γλώσσα μας μεγάλωσε όσο αυξανόταν η έκταση της χώρας. Αυτά τα δυο αιτήματα είχε ο Ψυχάρης. Πώς τα συνέδεε; Μα τι να σου κάνει μια χώρα-τρόπος του λέγειν χώρα- λιλιπούτεια, ένα έθνος σχεδόν δυσδιάκριτο. Έθνος και γλώσσα πάνε μαζί χέρι χέρι για τον Γραικό γλωσσολόγο, εις Παρισίους διαμένοντα και διαβιούντα. Μιλάει άλλωστε για εθνική γλώσσα.

Μόνο που για γλώσσα μιλάει κι ο Ζήσιμος Λορεντζάτος μνημονεύοντας Σολωμό που λέει, «μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ  ελευθερία και γλώσσα». Ετούτος, τουλάχιστον, έχει το αίτημα του καιρού του που ακούγεται πιο εύλογο από κείνο του Ψυχάρη που συνδέει τη γεωγραφική εξάπλωση με το έθνος και τη γλώσσα κι αυτήν με την πατρίδα. Αν και κείνος ο παριζιάνος στον καιρό του και γι αυτόν μιλάει.

Ο Λορεντζάτος μνημονεύει και Παπαδιαμάντη, ο οποίος δε λέει τίποτα, απλώς τιμά τη γλώσσα που γράφει, να μην πω υπηρετεί, καθότι, όπως η ύπαρξη προηγείται της ουσίας, έτσι και η γλώσσα προηγείται κάθε άλλου μέσου.

 Έπειτα μνημονεύει και τον Σεφέρη που είπε ως «γέρος στην ακροποταμιά» πως «και την τέχνη μας τη στολίσαμε  τόσο πολύ που φαγώθηκε/από τα μαλάματα το πρόσωπό της», γι αυτό προσέτρεξε γονυπετής στη γλώσσα του Μακρυγιάννη, έχοντας εμμονή με τη λαϊκή γλώσσα και την αυτοδιδαχή, ως λόγιος που ήταν.

Δεν αναζητούσε όμως  όπως ο Λορεντζάτος  «το μεταφυσικό κέντρο που έχασε η νεώτερη ποίηση, με άλλα λόγια , τη ζωή, [γι αυτό] δε χρειάζεται  να πάμε στην τέχνη, αλλά στο κέντρο, για να βρούμε πρώτα τρόπους ζωής και, αργότερα, τρόπους τέχνης».

 Ούτε ο Καρυωτάκης, προδρομικός ποιητής κι όχι «ένα τέλος» [πούλεγε ο Καραντώνης] για τον μεταφυσικό λόγιο, διαπνεόταν από καμιά μεταφυσική κι αν πιστέψουμε τον Βάρναλη κι όχι τον Αποστολάκη ούτε ο Σολωμός  είχε σχέση με τη μεταφυσική. «Κάλβος, Καβάφης και Σολωμός είναι οι τρεις ποιητές μας που δεν ήξεραν  ελληνικά», κατά τη σεφερική γνώμη.

Αν τώρα κάνουμε ένα πήδημα - όχι επικίνδυνα μεγάλο, χρονικά τουλάχιστον - πάμε κοντά εκεί στα 1933 και στον φουτουριστή Νικόλαο Κάλα [Νίκο Καλαμάρη ή Νικήτα Ράντο]:

«Στο πρώτο πλάνο

Ο Παρθενός

Ο δηλητηριασμένος με ψυχαρική μελάνη […]

Στα δάχτυλα για δαχτυλίδια

Σύρματα ηλεκτρικά

Που τρεμοσβούν τη λέξη

         Ρ ε ν ά ν

-ο επίσημος της Ακρόπολης –

Κανδηλανάφτης -

πάνου στα μάρμαρα

πόδια, κοιλιά, στήθια, χέρια

μαλλιά ξέπλεκα

της Νταλιντάς […]

κι όλα αυτά

κάποιας έκθεσης Ζαππείου ο προβολέας

ρεκλάμα οίκου γαλλικού […]

ενώ σε νύχτες πανσελήνου

ο φορατζής εισπράττει τα φιλιά

που κρύβει ψεύτικης καρυάτιδας η φούστα

κι αφήνει  σ’ αυτές

χοντρές κοιλιές

σ’ αυτούς  σωληνάρια εξακόσια εξ».

Κι η Σαλώμη «έξι νύχτες [χόρεψε] στην Ακρόπολη» ενώ ο γιος του καθηγητή του Δικαίου, άγουρος ακόμα την κοίταζε λαίμαργα, ενώ δίπλα έλιωνε η Μπίλιω, ενώ ο Ελύτης μουρμούριζε κάπως ένοχα και λάγνα: «Κοιμήσου καραμέλα μου για να σε πιπιλίσω», γιατί βέβαια «Και η πιο απλή παράγκα θέλει το ρήμα της, το ουσιαστικό και τα επίθετά της […]Η αφέλεια δεν δίδεται δωρεάν σκηνοθετείται και παίζεται…». Αν και ο Κάλας δε σκηνοθετεί τίποτα, απλώς χλευάζει:

«μόνο κύλινδροι φαίνονται εδώ πέρα

Κολόνες ίσιες πεσμένες

μαρμάρινες και άλλες

ρολ-φιλμ, άγκφα, κόντακ

νομισμάτων – τα ρέστα

αλλαγμένων δολαρίων και στερλινών

κυλινδρικά επίσης οι λέξεις ετούτες

ζουμερά πέφτουν

λέξεις εμπνευσμένες

από τη φρίκη που μας προξενούν

οι κανονιές του Μοροζίνη –

τα κανόνια κι αυτά κυλινδρικά

κάθε μέρα γκρεμίζουν τις ακρόπολες…», κι ο Γιώργος Β. Μακρής πριν πέσει από την ταράτσα της πολυκατοικίας του, ενώ είχε υποσχεθεί στο θυρωρό που είχε συναντήσει μπαίνοντας να επιστρέψει, επέστρεψε αντί σώος ένα πτώμα. Αν υπήρχε περίπτωση να είχε πληροφορηθεί ο Φρόυντ αυτό το αστείο του σαρανταπεντάχρονου συγγραφέα θα τον είχε αναφέρει στο «Ευφυολόγημα και τη σχέση του με το ασυνείδητο»». Ο Μακρής λοιπόν που ο βίος του δεν υπήρξε καθόλου μακρύς όπως υποσχόταν το όνομά του είχε γράψει σ’ ένα κείμενο με τίτλο Προκήρυξη:

Έχοντας βάλει σκοπό μας την καταστροφή του Παρθενώνος μ’ απώτερο σκοπό την παράδοσή του στην ουσιαστική αιωνιότητα, που δεν είναι παρά η χωρίς επίγνωση μορφής-standardisee  ροή, κι η πλούσια σε πιθανότητες αυτόματη μετασκευή της ύλης που κακώς λέμε χαμό […] αναγνωρίζοντας πάντως βασικά το έργο τέχνης, μα αντιπαθώντας τη χρονική και ιστορική του κατοχύρωση σαν κάτι ανήκουστο και ξένο προς τη ζωή. […] Βλέποντας πως η χρονοϊστορική  κατοχύρωση είναι ό,τι πιο ξένο και απατηλό υπάρχει για τους ανθρώπους, και επιπλέον μισώντας τον Εθνικό Τουρισμό και τις εφιαλτικές αρθρογραφίες…»,

«…που αναστηλώνουν άλλοι σε πλάκες αρνητικές/φωνάζουν τα κλικ των κόντακ/λέξεις που απαγγέλλει/ με ρυθμό μηχανής άντλερ/κυρία ηθοποιός/ εκπορνεύει τα’ αυτιά μας… να θέσουμε καθαρά σκοπό μας την ανατίναξη αρχαίων μνημείων… «Εμείς οι λίγοι

 

Είμαστε εμείς οι ονειροπαρμένοι τρελοί της γης

με τη φλογισμένη καρδιά και τα έξαλλα μάτια. […]

Κλείνουμε μέσα μας τον κόσμο όλο και δεν είμαστε τίποτα απ’ αυτόν τον κόσμο.

Γύρω μας αντηχεί το γέλιο των ανθρώπων.

Είμαστε οι προάγγελοι του χάους».

Αναβιώνει γι αυτούς τους ονειροπαρμένους «Ο εφιάλτης της Περσεφόνης» που τον είδε μαζί της κι ο Νίκος Γκάτσος:

 

Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα

κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο

τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα

και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.

 

Εκεί που σμίγανε τα χέρια τους οι μύστες

ευλαβικά πριν μπουν στο τελεστήριο

τώρα πετάνε τ’ αποτσίγαρα οι τουρίστες

και το καινούριο παν να δουν διυλιστήριο.

 

Εκεί που η θάλασσα γινόταν ευλογία

κι ήταν ευχή του κάμπου τα βελάσματα

τώρα καμιόνια κουβαλάν στα ναυπηγεία

άδεια κορμιά σιδερικά παιδιά κι ελάσματα.

 

Κοιμήσου Περσεφόνη

στην αγκαλιά της γης

στου κόσμου το μπαλκόνι

ποτέ μην ξαναβγείς.

 

Κι η Περσεφόνη τον άκουσε τον ποιητή, ενώ ο Ελύτης αναρωτιόταν: « πότε θα δώσουμε στη λειτουργία τν δυσκολότερων ονείρων μια σίγουρη Παλινόρθωση».

«Ομάς ιππέων από τη ζωφόρο του Παρθενώνος» από το ΩΤΤΟ ΤΙΣ ΕΡΡΑΤΑΙ του «Μικρού Ναυτίλου».

Στο μεταξύ χάσαμε το νήμα παίζοντας με την Ελένη, την Κασσιανή, τη Σαπφώ και την Ευφροσύνη. Και το είχα πει έπρεπε νάναι κόκινο. Ψάχνοντάς το πέρασε και το τελευταίο τραμ με μοναδικό επιβάτη τον Νίκο Εγγονόπουλο:

 

μεσ' στη μονότονη βροχή

τις λάσπες

την τεφρήν ατμόσφαιρα

τα τραμ περνούνε

και μέσ' από την έρημη αγορά

—που νέκρωσε η βροχή—

πηγαίνουν προς

τα

τέρματα

[…]

 

 

τί θλίψη θα ήτανε —Θέ μου—

τί θλίψη

αν δε με παρηγορούσε την καρδιά

η ελπίδα των μαρμάρων

κι' η προσδοκία μιας λαμπρής αχτίδας

που θα δώση νέα ζωή

στα υπέροχα ερείπια

 

απαράλλαχτα όπως

ένα κόκκινο λουλούδι

μέσ’ σε πράσινα φύλλα