Η περισπωμένη και η οξεία
05/08/2025

Νομίζω πως δεν έβγαινε ποτέ ατημέλητος, παρ’ όλα αυτά αν τύχαινε να βρεθείς πίσω του εκείνη τη σαββατιάτικη αιθρία στην οδό Αθηνάς θα διαπίστωνες έκπληκτος πως κρεμόταν μια αρκετά μακριά κλωστή από το σακάκι του. Αυτή η κλωστή με το πρωτοφανές θράσος της βούταγε ολόκληρη την πλάτη του σε μια θλίψη που ούτε στην αιθρία ταίριαζε ούτε στην συνήθη διάθεσή του ούτε στα ποιήματα που συνέθετε αυτή μεγαλειότης της ποιήσεως ούτε ο υπερχειλίζων ερωτισμός σε κάθε λέξη της πλεύσεως του «Μεγάλου Ανατολικού» ούτε ο πλους του αεροστάτου που όλος ο κόσμος που ήταν στο έδαφος είχε σηκώσει το βλέμμα στον ουρανό και παρακολουθούσε με αγαλλίαση την ανάληψή του με μοναδικό επιβάτη τον χαμογελαστό Ανδρέα που το πιο γνωστό επώνυμό του φέρνει στο νου την εμπειρία και τον εμπειρικό επιστήμονα τον εμπειρογνώμονα τον Ιούλιο Βερν , τον γύρο του κόσμου σε 80 ημέρες, τον Ιούλιο ως έβδομο μήνα εκάστου έτους και το ζώδιο του Καρκίνου, την καρκινική γραφή, ακόμη και τη διχαστική χειρονομία της γραμματικής που επιτρέπει το έμπειρο επώνυμο του εν λόγω στην μεν ονομαστική να περισπάται, ενώ στη γενική να τονίζεται δι’ ενός μόνο απλού τόνου, μιας οξείας.
Όλα αυτά όμως ουδόλως εμποδίζουν την ανάληψη του αεροστάτου του Ανδρέα Εμπειρίκου του της μη συμμορφώσεως αγίου. Βλέπε κατωτέρω: [κξγ. 5/8/2025]
Οι μπεάτοι ή της μη συμμορφώσεως οι Άγιοι
Απεκρίθησαν Σιδράχ, Μισάχ και Αβδεναγώ, λέγοντες τω βασιλεί Ναβουχοδονόσορ. «… γνωστόν έστω σοι, βασιλεύ, ότι τοις θεοίς σου ου λατρεύομεν, και τη εικόνι τη χρυσή, η έστησας, ου προσκυνούμεν». Τότε ο Ναβουχοδονόσορ επλήσθη θυμου… και άνδρας ισχυρούς ισχύι είπε πεδήσαντας τον Σιδάχ, Μισάχ και Αβδεναγώ εμβαλείν εις την κάμινον την καιομένην… Και οι τρεις ούτοι… έπεσον εν μέσω της καμίνου… Και διεχέετο η φλοξ επάνω της καμίνου επί πήχεις τεσσαράκοντα εννέα∙ και διώδευσε και ενεπύρισεν ους εύρε περί την κάμινον των Χαλδαίων. Ο δε Άγγελος Κυρίου συγκατέβη άμα τοις περί τον Αζαρίαν εις την κάμινον, και εξετίναξε την φλόγα του πυρός της καμίνου… ως πνεύμα δρόσου διασυρίζον, και ουχ ήψατο αυτών το καθόλου το πυρ… Τότε οι τρεις, ως εξ ενός στόματος ύμνουν και ηυλόγουν και εδόξαζον τον Θεόν εν τη καμίνω…
ΔΑΝΙΗΛ
Ο Αζαρίας, ο Ανανίας και ο Μισαήλ, ο Κερουάκ, ο Γκίνσμπεργκ και ο Κόρσο καθώς και προ αυτών ο μέγας πυρσός Ανδρέας Μπρετόν και η πλειάς του, και προ αυτών ακόμη ο κύκνος του Μοντεβιδέο Ισίδωρος Ducasse, ο Arthur Rimbaud, ο Raymond Roussel, ο Alfred Jarry και ωρισμένοι άλλοι, ως ο Henry Michaux και εκτός αυτών και άλλων εθνών εκπρόσωποι και τηλαυγείς αστέρες, όπως
Ο William Blake
Ο Shelley
Ο Poe και ο Χέρμαν Μέλβιλ
Ο David Thoreau
Ο Henry Miller
Και εκείνος ο μέγας ποταμός όμοιος με δρυ βασιλική ψηλός Walt Whitman
Ο Έγελος
Ο Κίρκεγκαρντ
Ο Λέων Τολστόη, κόσμος και ήλιος θερμουργός, πατήρ θεών και ανθρώπων
Ο Sigmund Freud
Ο Άγγελος Σικελιανός
Ο Αρίσταρχος των ηδονών και ο Κ. Π. Καβάφης
Ο Μαρξ
Ο Λένιν
Ο Κροπότκιν
Ο Μπακούνιν
Ο Böhme
Ο Νίτσε
Ο Victor Hugo
Ο Μωάμεθ
Ο Ιησούς Χριστός
Και ακόμη προ ολίγων ετών οι Essenin, Μαγιακόβσκη, Block (και θα μπορούσα να προσθέσω κι άλλους) ως παίδες εν τη καμίνω -έκαστος στην ιδική του γλώσσα- έστω και αν όλοι δεν συμφωνούσαν μεταξύ των, άπαντες, εν τη καμίνω έψαλλαν και σήμερον ακόμη ψάλλουν, με λόγια που μεθερμηνευόμενα -όχι από τους ορθολογιστάς- το ίδιο νόημα, κατά βάθος, έχουν, απαράλλακτα όπως οι συγγενικές -τουτέστιν οι από τα ίδια καύσιμα- φωτιές, όπου και αν καίνε, την ίδια φλόγα κάνουν.
Και οι παίδες εξακολουθούν την μέρα και την νύκτα, (όσοι πιστοί, όσοι ζεστοί, μεσ’ στις ψυχές σας σκύβοντας θα τους ακούστε) οι τίμιοι παίδες εξακολουθούν να ψάλλουν.
Και ενώ οι φλόγες της πυράς, περιδινούμεναι γύρω από τα σώματά των (ω Ιωάννα ντ’ Άρκ! ω Αθανάση Διάκο!), με κόκκινες ανταύγειες φωτίζουν τα κτίσματα των Βαβυλώνων, των παλαιών και τωρινών και τις μορφές των Ναβουχοδονοσόρων, απ’ την λερή την άσφαλτο των λεωφόρων (lâchez tout, partez suz les routes) και απ’ τις σκιές των σκοτεινών παρόδων, από τα έγκατα της γης και από τα μύχια της ψυχής, από τους κήπους με τα γιασεμιά και τους υακίνθους και από τα βάθη των δοχείων που τα δυσώδη απορρίμματα περιέχουν (lâchez tout, partez suz les routes), απ’ τις κραυγές του γλυκασμού των συνουσιαζομένων και από τους στεναγμούς της ηδονής των αυνανιζομένων, απ’ των τρελών τις άναρθρες φωνές και απ’ των βαρέων καημών τις στοναχές, ως λάβα ζεστή, ή ως σάλπιγξ μιας αενάου παρουσίας, μα προ παντός ως σπέρμα, ως σπέρμα ορμητικόν εν ευφροσύνη αναβλύζον, αναπηδούν και ανέρχονται στον ουρανόν (Αλληλούια! Αλληλούια!) με μάτια εστραμμένα προς τα επάνω, άκαυτοι και άφθαρτοι εις τον αιώνα, μπεάτοι και προφητικοί (Αλληλούια! Αλληλούια!), ερωτικοί, υψιτενείς, μεμουσωμένοι, και τώρα και πάντα (Αλληλούια! Αλληλούια!) με συνοδείαν των αγγέλων, και τώρα και πάντα, τον ερχομό και την ανάγκη (Αλληλούια! Αλληλούια!) τον ερχομό και την ανάγκη νέων Παραδείσων ψάλλουν!
Γραμμένο στη Γλυφάδα την πιο ζεστή
μέρα του καλοκαιριού, 17.8.1963.