Δημοκρατία της Βαϊμάρης και Bauhaus, Βίοι Παράλληλοι (1919 – 1933)
15/11/2014
Η πόλη της Βαϊμάρης βρίσκεται στην κεντρική Γερμανία. Ανήκει στο ομόσπονδο κρατίδιο της Θουριγγίας. Είναι χτισμένη σε δασώδεις λόφους, παρά τον ποταμό Ιλμ.
Τον 18ο και τον 19ο αιώνα αποτέλεσε το κέντρο της πνευματικής ζωής της χώρας. Στη Βαϊμάρη έζησαν και έδρασαν ο Μπαχ, ο Λιστ, ο Σίλλερ, ο Νίτσε και βέβαια ο Γκαίτε.
Υπήρξε η πόλη όπου θεμελιώθηκε, για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας, η Δημοκρατία. Την ίδια σύντομη περίοδο – μόλις μια δεκατετραετία – αναπτύχθηκε μια σημαντική πνευματική κίνηση.
Στα χρόνια του ναζισμού λειτούργησε, σε μικρή απόσταση από αυτήν, το στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ.
Μετά την ήττα της Γερμανίας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η χώρα διχοτομήθηκε, ανήκε στα όρια της κομμουνιστικής Ανατολικής Γερμανίας.
Θα μπορούσε κανείς να πει πως η Βαϊμάρη ενσάρκωσε, για τρεις τουλάχιστον αιώνες, την πολιτική και πνευματική ιστορία ολόκληρης της χώρας, με τα θετικά και τα αρνητικά της.
Η ηττημένη και ταπεινωμένη Γερμανία γίνεται δημοκρατική
Στα τέλη του 1918 η Γερμανία και οι σύμμαχοί της έχασαν τον πόλεμο. Οι σύμμαχοι είχαν καταρρεύσει. Η Γερμανία μετρούσε μόνο απώλειες : 1,8 εκατομμύρια νεκροί 4 εκατομμύρια τραυματίες, το 1/8 των εδαφών της χάθηκε, οι αποικίες απωλέσθηκαν. Το χρέος των πολεμικών αποζημιώσεων έφτασε τα 132 δις μάρκα. Ο αυτοκράτορας Γουλιέλμος Β’ νύκτωρ κατέφυγε στην Ολλανδία. Τον Οκτώβριο του 1918 στασίασαν οι ναύτες της βάσης του Κιέλου. Στις αρχές του επόμενου μήνα η επανάσταση έμοιαζε αναπότρεπτη. Στις 9 Νοεμβρίου του ίδιου έτους ο σοσιαλδημοκράτης Φίλιπ Σάιντεμαν ανακήρυξε τη δημοκρατία της Βαϊμάρης. Μια μέρα νωρίτερα ο Κούρτ Άισνερ ανακήρυξε την αβασίλευτη δημοκρατία της Βαυαρίας. Το παράδειγμά τους ακολούθησαν και άλλα κρατίδια. Η δημοκρατία ανάτειλε για πρώτη φορά στη χώρα. Ωστόσο οι διαπραγματεύσεις με τους νικητές συνεχίζονται. Η αναλγησία των τελευταίων θα οδηγήσει τους ηττημένους σε ολοσχερή ταπείνωση.
Παρόλα αυτά οι πολιτειακές εξελίξεις τρέχουν : στις 9 Φεβρουαρίου 1919 σχηματίζεται η Βουλή. Η αριστερά προσδοκούσε ριζική ανοικοδόμηση της κοινωνίας. Οι σοσιαλδημοκράτες που πρωτοστατούσαν στην εδραίωση της δημοκρατίας, μαζί με άλλα κόμματα, ποικίλων προσανατολισμών – τα οποία ήταν πολύ επιφυλακτικά απέναντι στο νέο πολίτευμα – τηρούσαν πολιτική αναμονής στο κοινωνικοοικονομικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.
Στους δρόμους του Βερολίνου σοβούσαν συγκρούσεις με νεκρούς. Ανάμεσά τους οι Σπαρτακιστές Ρόζα Λούξεμπουργκ και Καρλ Λήμπκνεχτ, οι οποίοι δολοφονήθηκαν κάτω από αποτρόπαιες συνθήκες στις 15/1/1919. Ο πρώτος πρόεδρος της Βαυαρικής Δημοκρατίας Κούρτ Άισνερ επίσης δολοφονήθηκε στις 28/2/1919.
Τα Freikorps, οι γνωστές παραστρατιωτικές ομάδες που είχαν συσταθεί για την τήρηση της τάξης, δολοφονούσαν αδιακρίτως και με αποκρουστικό τρόπο.
Παρά την ταπεινωτική συνθήκη των Βερσαλλιών, τις ταραχές, τις δολοφονίες, την χαώδη οικονομική κατάσταση, αλλά και την απουσία πίστης αρκετών στη δημοκρατική διακυβέρνηση, το καλοκαίρι του 1919 η Βουλή της Βαϊμάρης ψήφισε το πρώτο δημοκρατικό Σύνταγμα, που όριζε την καθολική ψηφοφορία όλων των πολιτών άνω των 20 ετών.
Μέσα στο έξαλλο και εν πολλοίς αντιδημοκρατικό αυτό κλίμα γεννήθηκε η πρώτη Γερμανική Δημοκρατία.
Η πνευματική αναγέννηση
Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης κατάφερε να επιζήσει – σ’ ένα διαρκώς προβληματικό πολιτικό τοπίο για δεκατέσσερα χρόνια. Από το 1919 έως το 1933. Την ίδια περίοδο η Βαϊμάρη υπήρξε, μαζί με άλλες πόλεις της Γερμανίας, το θέατρο μιας σημαντικής άνθησης των τεχνών. Πολλοί μίλησαν για μια Βαϊμαρική Αναγέννηση. Η άνθιση αγκάλιασε όλες τις τέχνες συμπεριλαμβανομένης και αυτής του κινηματογράφου, που ήταν ακόμα στην αρχή της ανάπτυξής του. Κυρίαρχο ρεύμα ο εξπρεσιονισμός, στην ποίηση, το θέατρο, το σινεμά και φυσικά την ζωγραφική.
Ο Ρ. Μ. Ρίλκε και ο Στέφαν Γκεόργκε ήταν οι δύο τηλαυγείς φάροι της ποίησης στη δεκαετία του ’20. Την ίδια δεκαετία ο Μπρεχτ ανέβασε την «Όπερα της πεντάρας», ο Άλφρεντ Ντέμπλιν έγραψε το «Μπερλίν Αλεξάντερπλατς», ο Τόμας Μαν κέρδισε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για το μυθιστόρημά του «Το μαγικό βουνό». Ο Γκέοργκ Γκροτς μαστίγωνε την παρακμή της αστικής τάξης. Ο Μαξ Μπέκμαν εικονογραφούσε τη φρίκη του πολέμου και ο Κούρτ Τουχόλσκυ ρωτούσε τον Ρίλκε : «έτρεμες ποτέ από το κρύο σε μια σοφίτα;», χλευάζοντας την επιτήδευσή του και την εξεζητημένη λεπτολογία του. Οι Ερνστ Τόλερ και Γκέοργκ Κάιζερ, από τους επιφανέστερους θεατρικούς συγγραφείς, ανέβαζαν τα κραυγαλέα εξπρεσιονιστικά τους δράματα. Ο Φριτς Λανγκ γύριζε τη «Μητρόπολη» και ο Ρόμπερτ Βήνε «Το εργαστήρι του Δρα. Καλιγκάρι». Ενώ στη μουσική ο Άρνολντ Σένμπεργκ επεξεργαζόταν το επαναστατικό δωδεκαφθογγικό του σύστημα.
Στο Βερολίνο – όπως έγραφε ο Στέφαν Τσβάιχ – που είχε μεταμορφωθεί σε Βαβέλ, άντρες μεταμφιέζονταν σε γυναίκες και το αντίστροφο, χόρευαν μεταξύ τους στα μπαρ και στα καμπαρέ. Ενώ ανώτεροι κρατικοί αξιωματούχοι και χρηματιστές κόρταραν μεθυσμένους ναύτες.
Η γέννηση του Bauhaus και ο Βάλτερ Γκρόπιους
Σ’ αυτό το αντιφατικό κοινωνικοπολιτικό σκηνικό γεννήθηκε, αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε ένα εικονοκλαστικό κίνημα αρχιτεκτονικής και εφαρμοσμένων τεχνών, το περιώνυμο Bauhaus, που παρά την περιορισμένη διάρκεια ζωής του, επηρέασε μακροχρόνια το μέλλον στην αρχιτεκτονική, τις εφαρμοσμένες τέχνες και το βιομηχανικό design.
Η λέξη Bauhaus είναι αντιστροφή του όρου Hausbau, που σημαίνει «κατασκευή σπιτιού», σε σπίτι «σπίτι της κατασκευής».
Εμπνευστής, ιδρυτής και πρώτος διευθυντής του υπήρξε ο Βάλτερ Γκρόπιους (1883-1969), αρχιτέκτονας και γόνος αρχιτεκτόνων.
Το Bauhaus έλκει την καταγωγή του από το μεσαιωνικό Bauhütte, που σημαίνει «κατάλυμα των κτιστών των καθεδρικών ναών». Ένας οίκος – εργοτάξιο αρχιτεκτόνων και καλλιτεχνών – τεχνιτών.
Έμβλημα του Bauhaus αποτέλεσε η ξυλογραφία, που φιλοτέχνησε ο Lyonel Feininger (1871 – 1956) και απεικονίζει έναν καθεδρικό ναό, δηλαδή μια θεμελιακή ουτοπία, η οποία όμως, αντίθετα από τις άλλες ουτοπίες, κατέλαβε και τόπο και μορφή.
Όπως εύστοχα επισημαίνει ο X. Girard[1] : «η σχολή ταυτίζεται με ένα σπίτι σε σχήμα καθεδρικού ναού – φάρου προορισμένο, όπως οι εκκλησίες του μεσαίωνα (ή το ραδιομέγαρο των σοβιέτ) να μεταδώσει το χαρμόσυνο νέο». Όπως κάθε φιλόδοξο καλλιτεχνικό κίνημα, ρεύμα ή σχολή, έτσι και το Bauhaus, είχε κι αυτό την ιδρυτική του διακήρυξη, την οποία συνέταξε ο Β. Γκρόπιους. Συγκεκριμένα τον Απρίλιο του 1919 κυκλοφόρησε ένα καλαίσθητο τετρασέλιδο με προμετωπίδα την ξυλογραφία του Feininger. Ο καθεδρικός ναός, σύμβολο της ανώνυμης μεσαιωνικής συντεχνίας, προτάσσει το συλλογικό πνεύμα εργασίας υποτάσσοντας σε αυτό την καλλιτεχνική προσωπικότητα. Το συλλογικό τάσσεται πάνω από την καλλιτεχνική ατομικότητα. Καταργεί τη διάκριση ανάμεσα στον καλλιτέχνη και τον τεχνίτη· ενώ διακηρύσσει πως η «τέχνη δεν διδάσκεται». Το μόνο που μπορεί να διδαχθεί είναι η τεχνική. Όπως και στη «Σχολή καλλιτεχνών της Οκτωβριανής Επανάστασης», το πνεύμα και ο σκοπός του Bauhaus κατατείνουν στην κατάργηση των ταξικών διακρίσεων, ανάμεσα στον τεχνίτη και τον καλλιτέχνη.
Αλλά ας ακούσουμε τον υψιπετή, οραματικό λόγο του Γκρόπιους : « ύπατος σκοπός όλων των εικαστικών τεχνών είναι το τέλειο οικοδόμημα (…) σήμερα οι τέχνες βρίσκονται σε απομόνωση και μπορούν να διασωθούν μόνο με τη συνειδητή συνεργασία όλων των τεχνιτών (…) οι σχολές οφείλουν να ενταχθούν και πάλι στο εργαστήριο (…) αρχιτέκτονες, γλύπτες, ζωγράφοι, όλοι πρέπει να επιστρέψουμε στις εφαρμοσμένες τέχνες! Γιατί η τέχνη δεν είναι «επάγγελμα» (…) ελάτε μαζί να οραματιστούμε, να συλλάβουμε και δημιουργήσουμε το καινούριο οικοδόμημα του μέλλοντος, που θα αγκαλιάζει αρχιτεκτονική, γλυπτική και ζωγραφική, σε μια αδιαχώριστη ενότητα και που κάποια μέρα θα υψωθεί προς τον ουρανό απ’ τα χέρια ενός εκατομμυρίου εργατών, σαν το κρυστάλλινο σύμβολο της καινούριας πίστης».
Όπως γίνεται φανερό έχουμε να κάνουμε με ένα μεγαλεπήβολο, συλλογικό, επαναστατικό όραμα, που το στοίχειωσε η προσωπικότητα και η δημιουργική πνοή του Γκρόπιους.
Το Bauhaus επηρεάστηκε και από το «υστερορομαντικό αγγλικό κίνημα «Arts and Crafts» (Τέχνες κι Επαγγέλματα) του W. Morris, που κήρυττε την επιστροφή στο ήθος της χειρονακτικής εργασίας, κατήγγειλε τη βάρβαρη καλαισθησία των αστών και προειδοποιούσε για τους κινδύνους της μαζικής παραγωγής».[2] Επρόκειτο για ένα κίνημα με έντονα διακοσμητικά στοιχεία, που προανήγγειλε την Αρ – Νουβώ, το οποίο, επειδή απευθυνόταν σε μια περιορισμένη ελίτ, έχασε το μέτρο της συλλογικότητας.
Ο χαρακτήρας του Bauhaus υπήρξε, τα πρώτα τουλάχιστον χρόνια της λειτουργίας του, ιδεαλιστικός. Ο ιδεαλισμός ήταν και το ζητούμενο του Προέδρου της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, Έμπερτ, ο οποίος προσέβλεπε στο πέρασμα από τον ιμπεριαλισμό στον ιδεαλισμό.
Η Σχολή της Βαϊμάρης (1919 – 1925)
Ο διευθυντής της Δουκικής Σχολής Διακοσμητικών Τεχνών της Βαϊμάρης από το 1906, ο Βέλγος αρχιτέκτονας Henry van de Velde(1863 – 1957), ο οποίος γεφύρωνε την Αρ – Νουβώ με τις νεωτεριστικές τάσεις, είχε καλέσει τον Γκρόπιους, ήδη από το 1915, να τον διαδεχθεί. Αλλά αυτό πραγματοποιήθηκε τέσσερα χρόνια αργότερα. Τότε ήταν που ο Γκρόπιους συνδέοντας το όραμά του με την πρωτεύουσα της αρτιγέννητης δημοκρατίας, έγραφε : «αν επιθυμήσουμε το φαινομενικώς ανέφικτο, η Βαϊμάρη θα είναι η μελλοντική δημοκρατία του πνεύματος». Μ’ αυτή την προσδοκία και τη συνένωση της σχολής που διηύθυνε ο van Velde με τη Σχολή Τεχνών και Επαγγελμάτων, ιδρύθηκε στη Βαϊμάρη η Σχολή του Μπάουχαους με κρατική χρηματοδότηση. Παρά τους ποικίλους πολιτικοκοινωνικούς κλυδωνισμούς, η σχολή άντεξε 6 χρόνια ως και το 1925. Το εκπαιδευτικό της πρόγραμμα περιελάμβανε τρία επίπεδα : 1. Μαθήματα για τους μαθητευόμενους, 2. Μαθήματα για τους τεχνίτες και 3. Μαθήματα για τους δασκάλους. Αυτό το τρίπτυχο, παρά τις αλλαγές του διδακτικού προσωπικού και τους ιδεολογικούς προσανατολισμούς των, παρέμεινε αναλλοίωτο ως το 1927, οπότε ο νέος διευθυντής Χάννες Μάγιερ πραγματοποίησε ριζικές μεταβολές.
Τον Οκτώβριο του 1919 ξεκίνησαν τα μαθήματα, αλλά οι μαθητές δούλευαν σε εργαστήρια δίχως θέρμανση, έτρωγαν σε ένα φτωχικό κυλικείο και παρακολουθούσαν τα μαθήματα σε ακανόνιστα χρονικά διαστήματα. Περίεργο, αλλά και ίσως ρηξικέλευθο, ήταν πως τον πρώτο καιρό, αλλά και για αρκετό διάστημα, δεν γίνονταν μαθήματα αρχιτεκτονικής. Οι σπουδαστές διδάσκονταν αγγειοπλαστική, λιθογραφία, βιβλιοδεσία, υφαντουργία, αλλά και θεωρία μορφών και ζωγραφική. Οι περισσότεροι άλλωστε διδάσκοντες ήταν ζωγράφοι και θεωρητικοί της τέχνης. Μια ακόμα καινοτομία ήταν ένα προκαταρκτικό εργαστήριο που διαρκούσε ένα εξάμηνο και σκόπευε «να απελευθερώσει τη δημιουργική προσωπικότητα του σπουδαστή, να του γνωρίσει τα υλικά της φύσης και να τον εξοικειώσει με τις βασικές αρχές κάθε δημιουργικής δραστηριότητας στο χώρο των πλαστικών τεχνών». Τη μυητική αυτή διαδικασία εμπιστεύθηκε ο Γκρόπιους στον G. Marcks (1889 – 1981) και τον Johannes Itten (1888 – 1967).
Η διαμάχη Γκρόπιους – Ίττεν
Ο Γιοχάννες Ίττεν ήταν κυρίαρχη μορφή του πρώιμου Μπάουχαους και η επιρροή του σφράγισε αυτήν την πρώτη φάση. Ο Ίττεν ήταν ζωγράφος, θεωρητικός τέχνης και παιδαγωγός. Υπήρξε οπαδός ανατολικών θεοσοφικών δογμάτων. Είχε σχεδιάσει μια αυστηρή στολή που τη φορούσε ο ίδιος και οι μαθητές του, έτσι ώστε να θυμίζουν μοναχικό τάγμα. Η πρακτική της διδασκαλίας του δανείστηκε στοιχεία από τους πρωτοπόρους παιδαγωγούς Πεσταλότσι και Μοντεσσόρι. Ενστερνίστηκε τον Μασδαϊσμό, μια μυστικιστική θεωρία στην οποία, εκτός από τους μαθητές του, προσχώρησε και ο συνάδελφός του, Marcks. Είναι προφανές πως η διδασκαλία και οι μέθοδοι του Ίττεν αποτέλεσαν έναν αντίπαλο πόλο απέναντι στον ρασιοναλισμό του Γκρόπιους και τους οδήγησε σε κάποιες φάσεις σε σύγκρουση, που αποσοβήθηκε, όμως, χάρις στις προσπάθειες των Καντίνσκυ και Κλέε οι οποίοι, παρά τις ιδιοτυπίες τους, εναρμονίζονταν στο πνεύμα και την διδακτική γραμμή του Ίττεν, ο οποίος συνηγόρησε θερμά στην πρόσληψή τους. Η σύγκρουση του Γρόπιους με τον Ίττεν είναι σύγκρουση ανάμεσα στους υποστηρικτές του «υψηλού» και σε εκείνους του «χρήσιμου», ή, με άλλα λόγια, ανάμεσα στους οπαδούς μιας θρησκευτικής τέχνης και σε εκείνους μιας τέχνης λειτουργικής.
Με αυτή τη διαφωνία και τη σύγκρουση ανάμεσα στον Γκρόπιους και τον Ίττεν, γίνεται προφανές πως η καθυπόταξη της ατομικότητας έναντι της συλλογικότητας δεν έγινε κατορθωτή- τουλάχιστον όσον αφορά στους διδάσκοντες και τους διευθύνοντες της σχολής. Κάθε εξέλιξη στο Μπάουχαους καθορίστηκε από την προσωπικότητα, το κύρος και τις απόψεις κάποιου από τους δασκάλους του.
Καντίνσκυ – Κλέε
Πόσο μάλλον όταν οι δάσκαλοι αυτοί ήταν μεγάλα ονόματα της ζωγραφικής με ήδη διαμορφωμένη καλλιτεχνική προσωπικότητα και σημαντικό ζωγραφικό και θεωρητικό έργο στο ενεργητικό τους. Μιλάμε φυσικά για τους Paul Klee και Wassily Kandinsky, οι οποίοι είχαν και μακροχρόνια θητεία στη σχολή.
Ο Paul Klee (1879 – 1940), ο οποίος χρήστηκε δάσκαλος της φόρμας και δίδαξε από το 1920 ως το 1931, διακήρυττε : «η δουλεία μου εδώ συνίσταται στη μετάδοση της εμπειρίας που είχα κατακτήσει με τη μορφοποίηση των ιδεών και η οποία περιστρέφεται γύρω από το πρόβλημα της δόμησης της πολλαπλότητας με στόχο την ενότητα».
Ο Wassily Kandinsky (1866 – 1944), ο οποίος προσλήφθηκε το 1922 και έμεινε ως και το κλείσιμο της σχολής, έλεγε χαρακτηριστικά : « στόχος κάθε θεωρητικής αναζήτησης είναι καταρχάς να ανακαλύψει τη ζωή, εν συνεχεία να καταστήσει αντιληπτή την παρόρμησή της, τέλος να καταγράψει τις διαρθρώσεις των φαινομένων που συνθέτουν τη ζωή».
Κριτική και αποτίμηση
Το Μπάουχαους αγκάλιασε και τέχνες πέραν του αντικειμένου του, όπως το μπαλέτο, το θέατρο, το παιδικό παιχνίδι. Κατασκεύασε, εκτός από κτήρια και έπιπλα, φωτιστικά, χρηστικά καθημερινά αντικείμενα. Τις προτάσεις του χαρακτηρίζουν η λιτότητα, η λειτουργικότητα, η αισθητική αρτιότητα, αλλά και η μαζικότητα. Στον χαρακτήρα αυτό του Μπάουχαους άσκησε κριτική ο διάσημος ζωγράφος και εικονογράφος Γκέοργκ Γκροτς, στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Ένα μικρό ναι κι ένα μεγάλο όχι» : «τα έπιπλα του Μπάουχαους στη Βαϊμάρη είναι προφανώς κατασκευασμένα με τρόπο εξαιρετικό, όμως καθόμαστε πιο ευχάριστα σε καρέκλες κατασκευασμένες από ξυλουργούς τελείως ανώνυμους, επειδή είναι άνετες, παρά στις σχεδιασμένες από τους κατασκευαστές του Μπάουχαους που η τεχνική του εμπεριέχει ρομαντικά μια αυτοτελή ικανοποίηση. Αναπτυγμένος με τη λογική, ο κονστρουκτιβισμός οδηγεί στην κατάργηση του καλλιτέχνη, έτσι όπως αυτός παρουσιάζεται στη σημερινή του μορφή. Τι να κάνουμε λοιπόν; Ό, τι ειπώθηκε μέχρι εδώ οδηγεί σε μια λύση : ρευστοποίηση της τέχνης! Και όμως αυτή η λύση δεν ικανοποίει».[3]
Το Μπάουχαους στο Ντεσάου (1925 – 1930)
Όταν για λόγους οικονομικοπολιτικούς το Μπάουχαους πέρασε στη δεύτερη φάση του και εγκαταστάθηκε στο Ντεσάου, μια βιομηχανική πόλη κοντά στο Βερολίνο, υπό την αιγίδα του δήμου πλέον, παρουσίασε τις αρχιτεκτονικές του προτάσεις. Εκεί χτίστηκε μια ολόκληρη πολιτεία, που περιελάμβανε το εμβληματικό κτήριο της σχολής από τη μια και τις κατοικίες των δασκάλων από την άλλη. Ο Ιταλός θεωρητικός της τέχνης Τζούλιο Αργκάν υποστηρίζει πως το κτίριο της σχολής στο Ντεσάου «είναι το πιο αντιπροσωπευτικό έργο του γερμανικού ρασιοναλισμού κι ένα από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα της μοντέρνας αρχιτεκτονικής».[4]
Αξίζει να αναφερθούμε, έστω και μόνο ονομαστικά σε δύο ακόμη δασκάλους του Μπάουχαους : τον βαν Ντένσμπουργκ (1883 – 1931), ο οποίος εισήγαγε το γεωμετρικό στυλ, ανάμεσα στα 1921 και στα 1923, καθώς και τον Λάζλο Μοχόλυ – Νάγκι (1895 – 1946), οποίος την Άνοιξη του 1923 αντικατέστησε τον Ίττεν και υπήρξε υπέρμαχος του ριζοσπαστικού αφηρημένου κονστρουκτιβισμού.
Το 1926 ο Γκρόπιους εξέδωσε ένα πολύ ήπιο πρόγραμμα, σε σχέση με το ιδρυτικό του μανιφέστο, στο οποίο επισήμαινε : «το Μπάουχαους θα αγωνιστεί εναντίον του φθηνού υποκατάστατου, της κατώτερης εκτέλεσης των έργων και του ερασιτεχνισμού, και υπέρ των έργων ποιότητας ανωτέρου επιπέδου»[5]. Σε αυτές τις αρχές απαντά την ίδια χρονιά ο Καντίνσκυ με το κείμενό του με τίτλο «Η αξία της θεωρητικής διδασκαλίας στη ζωγραφική», βάζοντας στο επίκεντρο της εκπαίδευσης μοτίβα που είχε αγνοήσει ο Γκρόπιους. Αν θεωρήσουμε ότι στη διαμάχη ανάμεσα στον Γκρόπιους και τον Ίττεν ηττήθηκε ο δεύτερος, σ’ αυτή τη νέα διαμάχη, ανάμεσα στον Γκρόπιους και τον Καντίνσκυ, ηττήθηκε ο Γκρόπιους, ο οποίος, όπως έλεγε χαρακτηριστικά καθόταν πλέον «σ’ ένα βαρέλι με μπαρούτι». Και αναγκάστηκε να αποχωρίσει, υποδεικνύοντας ως διάδοχό του τον Hannes Meyer (1889 – 1954).
Η καμπή του Χάνες Μάγιερ (1927 -1930)
Στις αρχές του 1927 – όταν έγινε αυτή η αλλαγή φρουράς, η οποία σήμανε μια σημαντική στροφή στην πορεία του Μπάουχαους – αυτό βρισκόταν στο απόγειο της δόξας του και είχε γίνει γνωστό διεθνώς.
Ο Μέγιερ, ένας Ελβετός αρχιτέκτονας και πολεοδόμος, όντας μαρξιστής, φιλοδόξησε να προσδώσει στο Μπάουχαους κοινωνική αποστολή. Επιχείρησε ένα άνοιγμα του ιδρύματος στον εξωτερικό κόσμο, ενώ προσέγγισε τον κινηματογράφο, την ψυχανάλυση, την πολεοδομία και τα μαθηματικά με το ίδιο ενδιαφέρον. Παράλληλα πρόσθεσε δύο νέα μαθήματα στο πρόγραμμα της σχολής, τη διαφήμιση και την τυπογραφία. Από το νέο πρόγραμμα εξαιρέθηκαν μόνο τα εργαστήρια του Καντίνσκυ και του Κλέε. Το άλλοτε «απολιτικό» Μπάουχαους γέμισε ξαφνικά από κομμουνιστές σπουδαστές. Αλλά οι καιροί είναι χαλεποί. Βρισκόμαστε πλέον στα 1930, λίγο πριν τις εκλογές του Σεπτεμβρίου, όταν καταγράφεται στις κάλπες οι τρομακτική άνοδος των εθνικοσοσιαλιστών. Ένα μήνα νωρίτερα ο Μέγιερ απολύεται με ευθύνη του Καντίνσκυ, ο οποίος δεν ήθελε καθόλου την πολιτικοποίηση του ιδρύματος.
Ο Μης βαν ντε Ρόε και το τέλος του Μπάουχαους
Ο Ludwig Mies van de Rohe (1886 – 1969) αρχιτέκτονας του μνημείου προς τιμήν των Λήμπκνεχτ και Λούξεμπουργκ (1926), διάσημος δημιουργός του γερμανικού περιπτέρου της Έκθεσης της Βαρκελώνης (1929), αλλά νομοταγής και έτοιμος να παράσχει εγγυήσεις στη Δεξιά, η οποία με τους ανθρώπους της ελέγχει τα πάντα πλέον, αναλαμβάνει να σώσει το πλοίο που βυθίζεται. Εκδιώκει τους κομμουνιστές, ενώ αποδοκιμάζεται από πολλούς καθηγητές. Και το μόνο που καταφέρνει είναι να οδηγήσει τη σχολή σε κλείσιμο, δύο ακριβώς χρόνια αφότου ανέλαβε επικεφαλής της σχολής, τον Αύγουστο του 1932. Κάνει ωστόσο μια τελευταία προσπάθεια ιδιωτικοποιώντας τη σχολή και μεταφέροντάς την στο Βερολίνο. Αυτή θα είναι και η «τελευταία κατοικία» του Μπάουχαους, το οποίο θα «ταφεί» οριστικά, έναν Αύγουστο αργότερα, εκείνον του 1933 – έτος ανάρρησης του Χίτλερ στην εξουσία. Ομάδες κρούσης εκδιώκουν βιαίως τους σπουδαστές. Τα κτίρια του Ντεσάου λεηλατούνται. Η μακρά εξορία των πρωταγωνιστών ξεκινάει. Από τον Γκρόπιους ως τον Ρόε, όσοι δεν πρόλαβαν να πεθάνουν, παίρνουν το πλοίο για την Αμερική. Από το πτώμα της Δημοκρατίας αναδύθηκε πανίσχυρος ο εθνικοσοσιαλισμός, ο οποίος, ανάμεσα στα άλλα, σάρωσε και τη δημιουργική πνοή του Μπάουχαους.
Πέρα από την αίγλη και τη μακρά μελλοντική υστεροφημία του, το Μπάουχαους δεν κατάφερε να λύσει την αντίφαση ανάμεσα στην ατομική έκφραση και την προσδοκία για μια ανώνυμη τέχνη στην υπηρεσία της πλειοψηφίας, που επαγγέλθηκε.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Magdalena Droste, Μπάουχαους – αρχείο 1919 – 1933. Taschen/Υποδομή, 2006
- Εύα Φόργκας, Μπάουχαους ιδέες και πραγματικότητα. Νησίδες, 1999
- Xavier Girard, Μπάουχαους. Άγρα, 2005
- Πήτερ Γκαίυ, Η πνευματική ζωή στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης (Γερμανία 1919 – 1933). Νησίδες, 2010
[1] Στη μελέτη του «Μπαουχάους» μτφ. Α. Τσέα, εκδόσεις Άγρα, 2005. σελ. 5
[2] Όπως επισημαίνει η Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα στην μελέτη της «Μπάουχαους», Νεφέλη 1986. σελ. 18
[3] Παρατίθεται στο : Μάριο ντε Μικέλι «Οι πρωτοπορίες της τέχνης του 20ου αιώνα», μτφ. Λένα Παπαματθεάκη. Εκδόσεις Οδυσσέας χ.χ. σελ. 126
[4] Τζούλιο Αργκάν «Μοντέρνα τέχνη», μτφ. Λ. Παπαδημήτρη. Π.Ε.Κ. και Α.Σ.Κ.Τ. 1999, σελ. 429
[5] Παρατίθεται από την Εύα Φόργκας «Μπάουχαους ιδέες και πραγματικότητα», εκδόσεις Νησίδες, 1999, σελ. 155