ΘΩΜΑΣ ΤΥΠΑΛΔΟΣ Ο FRANK MILLER και η μυθολογία των κόμικς ως παραβολή ζωής

Από πολύ μικρή ηλικία είχα εμμονή με τα περιοδικά κόμικς – κόμιξ όπως είχε καθιερωθεί η μετάφραση τότε. Μανιωδώς ρουφούσα αμέτρητες σελίδες με σχέδια εντός των πάνελ, από τον Λούκυ Λουκ και τον Αστερίξ στη Βαβέλ και το Αγόρι, από το Μίκυ Μάους και τον Ποπάυ στο Μπλεκ και το Παραπέντε. Τέτοιο ήταν το πάθος μου για τη λεγόμενη 9η τέχνη που στην Α’ Δημοτικού απέκτησα έναν ωραίο στραβισμό που με έφτασε στο χειρουργικό κρεβάτι ένα χειμωνιάτικο πρωινό ενόσω ήμουν μαθητής της Β’ Δημοτικού. Αμέτρητες ώρες διαβάσματος, χρήματα που δεν μπορούν να μετρηθούν έφυγαν για την υπέροχη αυτή ενασχόλησή μου. Δεν το μετάνιωσα ποτέ, αντιθέτως, κουβαλώ ακόμα τον πόνο που μου γέννησε η στάση της μητέρας μου όταν στη Β’ Γυμνασίου τΗς πήγα τους τραγικούς μου βαθμούς του δευτέρου τριμήνου: έβαλε στο μπαλκόνι μας σε μια σωρό το 95% των περιοδικών μου και τα έκαψε – είχε βρει εκεί την αιτία της νωθρότητας μου, αν και την επόμενη χρονιά και δίχως τα κόμικς τΗς πήγα πολύ χειρότερους βαθμούς.

  Όπως ήδη ανέφερα, διάβαζα ό,τι κόμικ έπεφτε στα χέρια μου, ακόμη κι αν στο τέλος δεν μου άρεσαν. Μπορούσα να διαβάσω τους underground Freak Brothers κι ας μη μπορούσα να κατανοήσω το ακραία ενήλικο χιούμορ τους, απλά διάβαζα. Η αλήθεια όμως είναι πως η μεγάλη μου αγάπη υπήρξαν και συνεχίζουν να είναι τα super heroes κόμικς. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το πρώτο τεύχος Spider-Man των εκδόσεων Καμπανάς που με εισήγαγε σε αυτό το είδος. Ακόμη και σήμερα θυμάμαι την πρώτη ιστορία του Αραχνάκια που διάβασα. Ήταν μία σύγκρουση με τη Black Cat η οποία στο φινάλε πνιγόταν στον ποταμό Hundson1. Δεν θυμάμαι τις άλλες τρεις ιστορίες που είχε το περιοδικό2 ποιες ήταν, αυτή όμως με είχε σημαδέψει και χρόνια μετά, χάρις στο διαδίκτυο μπόρεσα και τη βρήκα στην αμερικάνικη έκδοση. Εκείνη την εποχή βέβαια με τη δυνατότητα αντίληψης που μπορεί να έχει ένα παιδί πριν κλείσει τα δέκα του χρόνια, τα πάντα είχαν για μένα μια προσέγγιση επιφανειακή. Μπορώ να πω πως αυτοί οι μετα-άνθρωποι, φάνταζαν στα μάτια μου σαν θεοί και εν πολλοίς, αυτό ακριβώς είναι: θεοί σε κρίση. Οι εξωπραγματικές δυνάμεις τους τούς μεταγγίζουν αυτή τη θεϊκή δύναμη, όμως μαζί με αυτή υπάρχει και η αχίλλειος πτέρνα τους: η ανθρώπινη υπόστασή τους. Οι ηθικοί κώδικες που έχει ο καθένας είναι ο φραγμός που τους απαγορεύει να μετατραπούν σε δικτάτορες ολόκληρου του πλανήτη (αυτό βέβαια πολλάκις έχει ανατραπεί και είναι αυτή η ανατροπή ένα ακόμη στοιχείο της θελκτικότητας τους). 

  Στη μυθολογία των κόμικς υπάρχει η πολλαπλή πιθανότητα. Τα κόμικς έχουν την ικανότητα να δημιουργούν πολλαπλά σύμπαντα, άπειρες Γαίες, απεριόριστες διαστάσεις. Στις σελίδες τους μπορούμε με οργανική δόμηση να δούμε να ζουν-επιβιώνουν στον ίδιο κόσμο οι κοινοί θνητοί, οι μετα-άνθρωποι, οι μεταλλαγμένοι, ακόμη ακόμη και οι θεοί του παγανιστικού πάνθεον  βγαλμένοι από τον Ελληνικό μύθο ή τον Σκανδιναβικό και το Αιγύπτιο – όλοι αυτοί συνυπάρχουν με φυσικό τρόπο και τόνο ανατρέποντας σχεδόν πάντα τη λογική και το φυσικό δίκαιο. Οι πολλαπλές αποκλίσεις και πιθανότητες είναι που εδώ συσχετίζονται με ευρηματικούς τρόπους. Η συγγραφή και το σχέδιο μπορούν να δημιουργήσουν έναν οργασμό αχαλίνωτης φαντασίας, ενώ ο χρωματισμός τους, αν είναι ο κατάλληλα τέλειος στο να αποδώσει τα χαρακτηριστικά και τα συναισθήματα των ηρώων, μπορούν να γεννήσουν μια πανδαισία καλλιτεχνικής εκτόξευσης που πολύ δύσκολα μπορούμε να βρούμε σε άλλη μορφή τέχνης. Είναι άλλωστε αυτή η εξωπραγματική σύμπραξη διάφορων ειδών τέχνης που συναντάμε στις σελίδες των κόμικς – η λογοτεχνία αγκαλιάζει τη ζωγραφική και τον κινηματογράφο με ένα τόσο μαγικό τρόπο που το φαντασιακό μέσω αυτής της σύμπραξης αποκτά άπειρα επίπεδα έκφρασης3. 

  Θεωρώ απαραίτητο πριν φτάσω στο βασικό θέμα του κειμένου μου να σταθώ λίγο σε αυτά τα πολλαπλά σύμπαντα, τις αποκλίσεις και πιθανότητες. Κάθε μια εταιρία δημιουργίας κόμικ (αναφέρομαι ιδιαίτερα στις δύο μεγαλύτερες του είδους, DC και MARVEL, αλλά υπάρχουν φυσικά κι άλλες όπως η Image που και αυτές όμως λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο σε ό,τι αφορά την αφήγηση των ιστοριών τους) έχει ως βασικό άξονα στον οποίο δρουν οι ήρωες τους ένα κεντρικό σύμπαν, μία Γη όπως τα ονομάζουν, πχ, η DC έχει την Earth-1, η Marvel την Earth-616, και γύρω από αυτές δρουν τα εναλλακτικά σύμπαντα4 – εντός αυτών βρίσκονται οι εναλλακτικές διαστάσεις, κάτι εντελώς διαφορετικό δηλαδή από αυτό που θέλω να καταπιαστώ. Το κάθε εναλλακτικό αυτό σύμπαν, διαθέτει και κάποιον variant5 (εναλλακτική πιθανότητα του ήρωα). Ο κάθε variant του  αρχέτυπου μπορεί να μοιάζει σε πολλά σε αυτό (εμφάνιση, προέλευση6, κίνητρα κ.ο.κ.), ή να μη μοιάζει καθόλου. Μπορεί δηλαδή να βρούμε μια εναλλακτική μορφή ενός super hero ο οποίος είναι λευκός, άντρας, ετερόφυλος και το variant του να είναι το ακριβώς αντίθετο, μαύρος, γυναίκα ή και ομοφυλόφιλος. Πάλι σε αυτό το σημείο δρα το θέμα της πλοκής που επιθυμεί να σχηματοποιήσει ο κάθε συγγραφέας. Αυτές οι εναλλακτικές πιθανότητες είναι που κάνουν τις ιστορίες των κόμικς τόσο ενδιαφέρουσες και να μη βαλτώνουν, να εξελίσσονται. Είναι τελικά όλες οι εναλλακτικές πιθανότητες η αντιστροφή του ειδώλου του ήρωα και είναι τα εναλλακτικά σύμπαντα οι πολλαπλοί καθρέπτες του. Σε συνέχεια των προαναφερθέντων, οι ήρωες και οι εναλλακτικές πιθανότητες δεν είναι τίποτα άλλο από την αντανάκλαση των δημιουργών τους, συγγραφέων, εικαστικών. Εννοείται πως  αυτά που επισήμανα δεν μπορούν να εξασφαλίσουν την ποιότητα της ιστορίας, αντίθετα, πολλάκις έχουν γραφτεί κακές ιστορίες δίχως βάθος, αντιαισθητικές, πολλές φορές δεν βγάζουν καν νόημα. Αυτό όμως δεν καταρρίπτει τη γενική αξία των κόμικς γιατί με την ίδια λογική αν γινόταν αυτό θα έπρεπε λόγω των πολλών κακών βιβλίων που εκδίδονται συνεχώς να καταρρίψουμε τη λογοτεχνία, το ίδιο με τους κακούς πίνακες τη ζωγραφική και πολύ περισσότερο τον κινηματογράφο με τις αμέτρητες αθλιότητες που τον συνθέτουν ως μορφή τέχνης ακόμα και από τη στιγμή της γέννησής του. Πάντως θα πρέπει να αναρωτηθούμε ποια θα ήταν η αξία των καλών, των αριστουργηματικών έργων τέχνης αν δεν υπήρχαν τα κακά. Ποιο θα ήταν το μέτρο σύγκρισης που θα μας οδηγούσε στην αναγνώριση των εξαιρετικών δειγμάτων τέχνης. Δεν μπορούμε να συγκρίνουμε λχ., την ομορφιά του Ερμή του Πραξιτέλους με εκείνη της Αφροδίτης της Μύλου εφόσον και τα δυο διαθέτουν το χάρισμα της – με διαφορετικά μέσα, τη διαθέτουν όμως, άρα η αξία τους είναι ισομερής.

  Σε συνέχεια των λεγομένων μου στο κλείσιμο της προηγούμενης παραγράφου, τίθεται ένα βασικό θέμα στη δομή των κόμικς, αυτό δηλαδή που τα χαρακτηρίζει από τη στιγμή της γέννησής τους: τα κόμικς (όπως και ο κινηματογράφος) σε αντίθεση με τη λογοτεχνία, είναι μια μορφή τέχνης που απευθύνεται σε ένα πολύ μεγάλο εύρος κοινού. Ανήκουν ολοκληρωτικά σε αυτό που αγγλιστί ονομάζουμε pop culture. Αυτό από μόνο του βάζει όρια και φραγμούς στους δημιουργούς, παλιότερα μάλιστα, τα πράγματα ήταν ακόμη πιο δύσκολα7. Την εποχή του μακαρθισμού, της πιο δυναστικής και σκληρής στιγμής σε ό,τι αφορά τη λογοκρισία στη χώρα της “ελευθερίας”, είχε δημιουργηθεί η Comics Code Authority, (Αρχή Κώδικα των Κόμικς). Ήταν και αυτή μία αρχή λογοκρισίας συγκροτημένη από τις αρχές, τα συντηρητικά “μεγάλα” κεφάλια που βρήκαν πρόθυμους συμμάχους στους συντηρητικούς φοβισμένους γονείς οι οποίοι έβλεπαν τα παιδιά τους να ασπάζονται  “αλλότριες ηθικές αξίες” οι οποίες θα αντικαταστούσαν τις “θεμελιώδεις αξίες” είτε μέσω των κόμικς είτε του διαβολικού rock ‘n roll κλπ. Αυτή η κατάσταση έφερε σε πολύ δεινή θέση και τους δημιουργούς αλλά πολύ περισσότερο, το ίδιο το προϊόν που παρέδιδαν. Για παράδειγμα, τη δεκαετία του ‘50 είχαν μεγάλη απήχηση στους νέους τα horror κόμικς, με τη θέσπιση της Αρχής όμως ακόμη και η λέξη “λύκος” θα μπορούσε να εκληφθεί ως επικίνδυνη. Φτάσαμε έτσι σε σημείο ο μεγάλος super hero της DC,  ο Batman, να αλλοιωθεί με τρόπο απαράμιλλο. Μια και το αντίβαρό του στην ίδια εταιρία, ο Superman, φάνταζε πιο family friendly χαρακτήρας, μια και οι μάχες του με εξωγήινους φάνταζαν πιο ανώδυνες από το σκοτεινό και διεφθαρμένο Gotham, έπρεπε και ο Batman να γίνει ένας νέος Superman. Εκεί ήταν που γράφτηκαν οι χειρότερες ιστορίες του Σκοτεινού Ιππότη – κατορθώσαμε να τον δούμε με στολή στα χρώματα της ζέβρας κι αυτό τα λέει όλα. Αυτή η ερμαφρόδιτη κατάσταση διήρκησε σχεδόν δύο δεκαετίες. Άρχισε να σπάει αργά μα σταθερά πρώτα από κάποιες ανεξάρτητες εταιρίες (underground), όπως η Underground Comix, η EC Comics, η Vertigo, αλλά και από ανατρεπτικούς καλλιτέχνες στη δεκαετία του ‘80 όπως ο Moore και ο Miller με τον οποίο θα ασχοληθώ πιο διεξοδικά, κάτι που διευκρινίζει και ο τίτλος αυτού του κειμένου.

  Πριν αρχίσω όμως να μιλώ για αυτόν τον ομολογουμένως τεράστιο δημιουργό, οφείλω να μιλήσω για ένα ακόμη τεράστιο ζήτημα που αφορά τα κόμικς, ιδιαιτέρα τα Αμερικάνικα super heroes, το ζήτημα της προπαγάνδας. Οι δύο μεγάλες εταιρίες, έχουν παίξει κατά καιρό ένα ανέντιμο παιχνίδι μέσα από τις σελίδες των περιοδικών τους, το παιχνίδι της απροκάλυπτης προπαγάνδισης των Αμερικάνικων ιδανικών, του λεγόμενου “Αμερικανικού Ονείρου”. Υπάρχουν ουκ ολίγα παραδείγματα για αυτό: ο Superman, αν και εξωγήινος από τον κατεστραμμένο πλανήτη Krypton, ευαγγελιζόταν και στο χαρτί αλλά και στην οπτικοποίηση του τόσο σε τηλεοπτικές σειρές όσο και σε ταινίες, την υπεράσπιση του λεγόμενου “American Way”. Ο Iron Man, γεννήθηκε από τον Stan Lee ως αντίδραση στις κινητοποιήσεις των νέων κατά του πολέμου στο Βιετνάμ. Ο ίδιος ο μεγάλος άντρας της Marvel είχε παραδεχτεί πως δεν συμπάθησε ποτέ το δημιούργημα του. Έφτιαξε έναν μεγαλομανή, εγωκεντρικό play boy εν ονόματι Tony Stark κατά τρόπο που να γίνει αμέσως αντιπαθής στο κοινό – δεν του έδινε μάλιστα και πολύ μεγάλο χρόνο ζωής, πίστευε πως θα τον χρησιμοποιούσε σε πολύ λίγα τεύχη. Το ίδιο το origin του ήρωα ήταν μια κραυγαλέα και ρηχή προπαγάνδα (ο Stark συλλαμβάνεται από “κακούς” Βιετκόνγκ με αρχηγό τους έναν ψυχασθενή βασανιστή με μεγαλοϊδεατικούς στόχους) και καταφέρνει να φτιάξει μια σιδερένια πανοπλία μέσα σε μια σπηλιά. Το συγκεκριμένο origin, είναι ίσως ένα από τα χειρότερα που γράφτηκαν ποτέ γιατί πέρα από την πανάθλια προπαγάνδα του, δεν υπάρχει βάθος στην ίδια την ιστορία. Εγκλωβισμένος στα στερεότυπα του ο Stan Lee, προσφέρει ένα χαρακτήρα για την πρόκληση και μόνο, αυτό είναι που λειτουργεί εις βάρος της αφήγησης και της όποιας καλής πλοκής θα μπορούσε να διαθέτει.

  Υπάρχει όμως κι ένας ήρωας που αν και γεννήθηκε ως το απόλυτο σύμβολο της αμερικανικής προπαγάνδας το 1941 από τον Joe Simon στο σενάριο και τον Μέγα Jack Kirby στο σχέδιο, εξελίχθηκε —κυρίως τη δεκαετία του ’70— σε σκληρότατο κριτή του κράτους που τον γέννησε. Δημιουργημένος πριν καν εισέλθει στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, λειτούργησε σε υποσυνείδητο βαθμό ως καταλύτη εθνικής συσπείρωσης. Από το πρώτο του κιόλας εξώφυλλο έδωσε το στίγμα του ρίχνοντας γροθιά στο πρόσωπο του Hitler. Ο Captain America, ο άνθρωπος με την ασπίδα-σημαία, ήταν για δεκαετίες η απόλυτη ενσάρκωση του “Αμερικανικού Ονείρου”. Όμως, στα χέρια του Steve Englehart, ενός αντιρρησία συνειδήσεως, έναν αμφισβητία της κυβέρνησης “από τον λαό, για τον λαό”, αυτό το σύμβολο μεταμορφώνεται στην προσωποποίηση των ιδανικών του συγγραφέα. Ήταν η εποχή του Nixon και το σκάνδαλο Watergate είναι κοντά στην αποκάλυψή  και εκεί είναι που ο Captain America γίνεται το σύμβολο όχι της Αμερικής που είναι, αλλά, της Αμερικής όπως κάποιοι ιδεαλιστές θα επιθυμούσαν να είναι. Χάνει σταδιακά την πίστη του στην κυβέρνηση, αρνείται να λειτουργήσει ως το πρόσωπό της και κάποια στιγμή, θα επιλέξει να γίνει ο “Nomad” — ένας ήρωας χωρίς πατρίδα, χωρίς σύμβολα, χωρίς πίστη στην εξουσία. Το ίδιο το κράτος τον απωθεί και τον προδίδει. Έτσι, ο Captain America, χωρίς να αλλάξει ουσιαστικά τις αξίες του, μετατρέπεται από προπαγανδιστής σε αντάρτη. Η Αμερική γίνεται ο εχθρός του — όχι γιατί άλλαξε εκείνος, αλλά γιατί άλλαξε αυτή. Και αυτό είναι το πιο ενδιαφέρον: πως ένας χαρακτήρας που φτιάχτηκε για να υπακούει, τελικά σώζει τον εαυτό του ακριβώς επειδή αρνείται να το κάνει. Εν κατακλείδι, σε όλα αυτά που ανέφερα, υπάρχουν οι εταιρίες, οι δημιουργοί, οι αρχές, αλλά στο τέλος, είναι οι ίδιοι οι αναγνώστες. Το κατά πόσο θα δεχθεί ο αναγνώστης τον ήρωα ως ήρωα ή ως φερέφωνο υποχθόνιων προπαγανδιστών, επαφίεται καθαρά στη δική του κρίση, την οπτική, καθώς και πάνω από όλα, τις προσωπικές του αντιλήψεις και ιδέες.

 

 

Frank Miller: Ένας ανατροπέας στοχαστής!

 

  Έχοντας μπει πλέον στη δεκαετία του ‘80, οι δημιουργοί των κόμικς έχουν πλέον μια μεγαλύτερη άνεση στο πώς θα κάνουν τέχνη. Δεν μπορώ να πω ότι διαθέτουν την απόλυτη ελευθερία κινήσεων, ειδικά όχι στους δυο μεγαλύτερους εκδοτικούς οίκους – τα underground κόμικς είναι πάντα μια εντελώς αλλιώτικη υπόθεση. Παρά ταύτα, αυτή η δεκαετία είναι που αλλάζει δεδομένα και στερεότυπα των προηγούμενων χρόνων. Εδώ είναι που συναντάμε καλλιτέχνες που ανατρέπουν τους κανόνες του παιχνιδιού και χαράζουν νέους. Εικαστικοί και συγγραφείς όπως τρεις από τους πιο αγαπημένους μου, τους οποίους θέλω να αναφέρω (τους δύο μόνο επιγραμματικά, αξίζουν όμως ένα ολότελα δικό τους κείμενο αφιέρωμα):

 

  Ο Alan Moore8, ο αναρχικός, ο ασυμβίβαστος συγγραφέας που με όπλο του τον λόγο, απέδειξε περίτρανα πως μια επανάσταση είναι εφικτή δίχως μεγάλους κρότους, ένας ψίθυρος αρκεί.

 

  Ο Neil Gaiman9, ο καλλιτέχνης που με το αριστουργηματικό του έργο The Sandman, πάντρεψε το μουσικό ρεύμα του New Wave με τη λογοτεχνία με ένα απαράμιλλο, μαγευτικό τρόπο και τόνο. Πρόκειται για ένα σκοτεινό πανηγύρι φαντασίας που θα στέκει σαν φως για πάντα έστω και εν μέσω του σκότους.

 

  Και τελευταίος μα μόνο για να μπορέσω να σταθώ σε αυτόν, ο Frank Miller. Ένας αληθινός ανατροπέας στοχαστής και συνάμα, ένας μεγάλος διαμορφωτής της τέχνης και των ιδεών.

 

  Ο Frank Miller (Olney, Maryland, USA – 27/01/57) έκανε το ντεμπούτο του στα κόμικς ως σχεδιαστής στη Marvel και συγκεκριμένα, στον τίτλο Daredevil: The Man Without Fear, από το τεύχος #158 το 1981. Το σενάριο σε εκείνο το run ήταν του Roger McKenzie και το χρώμα του Klaus Janson. Ο Daredevil (έναν από τους πιο αγαπημένους μου προσωπικά super heroes) είναι ο ήρωας που έμελλε να συνδεθεί απόλυτα μαζί του ο Miller. Μέχρι να αναλάβει το σχέδιο και μετέπειτα το σενάριο της σειράς, ο Daredevil ήταν ένας δευτερότριτος, κοντά στην ακύρωση ήρωας του Οίκου των Ιδεών. Το λάθος των προκάτοχων δημιουργών του συγκεκριμένου χαρακτήρα (ενός χαρακτήρα σύμβολο κατά της κυνικής έκφρασης “άτομα με ειδικές ανάγκες” μιας και είναι ένας τυφλός που μπορεί και βλέπει καλύτερα απ’ όλους, με αισθήσεις που δεν αντισταθμίζουν την τύφλωση, την υπερβαίνουν. Αυτό είναι που μετατρέπει την επαίσχυντη έκφραση στο αντίβαρό της, “άτομα με ιδιαίτερες δυνατότητες”) ήταν πως δεν θέλησαν ή δεν είχαν την ικανότητα να εισέλθουν στο σκοτάδι που βιώνει ο χαρακτήρας που είχαν κληθεί να αποτυπώσουν, να εισέλθουν και να το ενστερνιστούν, να το κατανοήσουν και όχι να το αγνοήσουν όπως έκαναν οι περισσότεροι. Ο Miller τόλμησε, από το σχεδιασμό ακόμη και έφερε στην επιφάνεια το σκοτάδι του ήρωα του. Γέμισε τις σελίδες με στοιχεία manga και noir, εκτόξευσε τις ικανότητες του ήρωα σε μια ιδιαίτερη προσωπική στρατόσφαιρα. Πρέπει να θυμόμαστε πάντα πως ο Daredevil είναι η απεικόνιση των αντιθέσεων: δικηγόρος ως Matt Murdock, πιστός στο δικαστικό σύστημα ακόμη κι όταν αντιλαμβάνεται τη σαπίλα του, vigilante10 ως Daredevil – πιστός Καθολικός με σύμβολο της δράσης του τον Διάβολο. Αυτά τα στοιχεία των αντιθέσεων είναι που κάνουν τόσο δύσκολο αυτόν τον διπολικό χαρακτήρα.

  Με το run Daredevil: Born Again, σε σχέδιο David Mazzucchelli, θα ισοπεδώσει κυριολεκτικά τον ήρωα του. Θα τον συντρίψει σε βιωτικό επίπεδο, θα τον καταρρακώσει σε συνειδησιακό, θα τον εκμηδενίσει σε ψυχολογικό. Ο ήρωας θα βυθιστεί στην κόλαση για να μπορέσει μέσα από τις συγκρούσεις με το “εγώ” του να εκτοξευτεί στο τέλος στον παράδεισο. Πραγματικά, πρόκειται για μια από τις κορυφαίες στιγμές του κόσμου των κόμικς. Μετά από χρόνια θα επανέλθει στο Daredevil και μαζί με τον John Romita Jr., θα μας δώσουν μια νέα, απογυμνωμένη και στοχαστική ανασύνθεση του origin του ήρωα με το Daredevil: The Man Without Fear. Είναι κάτι ανάλογο με αυτό που έκανε με τον Batman στο run Batman: Year One όπου δείχνοντας απόλυτο σεβασμό στην εκδοτική ιστορία των ηρώων, παίρνει στα χέρια του τα origins τους και τα πλάθει με τρόπο σύγχρονο δίχως να χαθεί καθόλου η αίσθηση και ατμόσφαιρα των πρωτότυπων. Δεν είναι καθόλου τυχαίο όσον αφορά τον Daredevil που οι live action σειρές που δημιουργήθηκαν στο Netflix και πιο πρόσφατα στο Disney+ έχουν βασισθεί εξ ολοκλήρου σχεδόν πάνω στις δικές του δουλειές – πώς θα μπορούσε άλλωστε αφού όπως είπαμε, είναι ο άνθρωπος που τον αναγέννησε, ή, τον ανέστησε θα μπορούσα να πω και να μην υπερβάλλω καθόλου. Αυτός είναι ο Frank Miller, μια πνοή φρεσκάδας, μια κραυγή σύγχρονη, μια διεισδυτική ματιά και αυτό το απέδειξε και στη DC με το εκπληκτικό Batman: Dark Knight Returns, όπου ένας γερασμένος, από καιρό αποτραβηγμένος Bruce Wayne, αναγκάζεται να ξαναφορέσει τη μαύρη του στολή και να πέσει στη μάχη. Εκεί είναι που διαδραματίζεται η εκπληκτική σύγκρουση Batman – Superman: ένας υπέροχος παραλληλισμός και μια αλληγορία τής μάχης του ανθρώπου με το Θεό. Αλήθεια, δεν ξέρω ποιος θα μπορούσε να τολμήσει να φτάσει σε τέτοια επίπεδα τα pop culture’s icons με τον τρόπο που το έκανε ο Miller.

  Αυτά τα λίγα παραδείγματα, μέσα από ένα πολύ πιο μεγάλο έργο με ακόμη περισσότερα που δίνατε κάποιος να αναλύσει, είναι που του αποδίδουν τον χαρακτηρισμό ανατροπέας, ή, αν  προτιμά κανείς, διαμορφωτής. Γνωρίζει, ενστερνίζεται στον απόλυτο βαθμό την προέλευση καθενός ήρωα με τον οποίο καταπιάνεται. Αγαπάει τον κάθε χαρακτήρα, ακόμη κι εκείνους που κρατούν τους δεύτερους ή και τρίτους ρόλους στην ιστορία, δεν τους προσπερνά, τους ανεβάζει και πολλές φορές τους αναδεικνύει σε βασικούς μοχλούς της αφήγησης – βλπ. τον Fogy στο Daredevil. Ο Miller δε θεωρεί κανένα πρόσωπο περιττό, αντιθέτως, το αναδεικνύει εμβαθύνοντας το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται. Από την άλλη, είναι και ένας τέλειος “πατέρας”. Είναι αυτός που δημιούργησε και έκτισε πάνω σε χαρακτήρες που έπαιξαν πολύ μεγάλο ρόλο στη μυθολογία του Daredevil αλλά και  της Marvel, όπως η Hlektra και ο Stik. Ανατροπέας, διαμορφωτής αλλά και στοχαστής. Τον χαρακτηρισμό στοχαστής τον κερδίζει όχι μόνο γιατί πριν καταπιαστεί με οποιοδήποτε ήρωα εξετάζει το ποιόν του, τα κίνητρά του, τα συναισθήματά του, είναι στοχαστής  γιατί πάντα και παντού, ακόμη και στα σημεία που ένας αναγνώστης ίσως τα εκλάβει ως δευτερεύοντα ή όχι τόσο ουσιαστικά, η σκέψη του Miller τα έχει ήδη αναπτύξει σε βάθος και μεθοδικότητα. Αν έπρεπε να αποδώσω μια φράση-αρχή στις ιστορίες του Miller, είναι η εξής: “Τίποτα το περιττό! Το κάθε τι κι ένα σημαντικό κομμάτι ενός μεγαλειώδους συνόλου”. Αν αυτό πάλι δεν είναι ορισμός που πρέπει να χαρακτηρίζει πέρα από την τέχνη την ίδια τη ζωή, τότε ποιος μπορεί να είναι.

 

Οι γυναίκες του Sin City: η θηλυκότητα ως αρχέτυπο τιμωρίας και πόθου!

 

  Τα τέλη της “εκκεντρικής” δεκαετίας του ‘80, βρίσκουν τον Frank Miller στη DC – το προαναφερθέν κόμικς Batman: The Dark Knight Returns, είχε κυκλοφορήσει το 1986. Τότε ήταν που μαζί με τους Marv Wolfman, Alan Moore και Howard Chaykin, θα έρθουν σε ρήξη με την εταιρία για θέματα λογοκρισίας – μπορεί η Comics Code Authority να είχε πια καταργηθεί, όμως οι μεγάλες εκδοτικές – τα γνωστά trust – δεν εγκατέλειψαν ποτέ την ανάγκη στο να έχουν αν όχι τον πλήρη, σίγουρα ένα τεράστιο κομμάτι ελέγχου πάνω στους δημιουργούς και τα έργα τους. Ο Miller, θα στραφεί στη Dark Horse Comics και δε θα σταματήσει ποτέ να αγωνίζεται για το δικαίωμα των δημιουργών στο να έχουν αυτοί και μόνο αυτοί τον έλεγχο των δημιουργημάτων τους, μακριά από κάθε λογής λογοκρισία και αυτολογοκρισία.

  Η συνεργασία του με τη Dark Horse Comics, και η ελευθερία που είχε εκεί, θα έδινε το δικαίωμα στον καλλιτέχνη να δημιουργήσει-εκδώσει ένα κόμικ σκοτεινό, βίαιο, καταγγελτικό, ένα κόμικ που πολύ δύσκολα θα μπορούσε να εκδοθεί με τη σφραγίδα κάποιου από τους μεγάλους εκδοτικούς οίκους. Πρόκειται για το Sin City11, ένα σταθμό στην ιστορία των κόμικς γενικότερα. Το μεγαλειώδες αυτό έργο θα κυκλοφορήσει για πρώτη φορά στη σειρά Dark Horse Presents, στα τεύχη 51 με 62 και ήταν η πρώτη δουλειά που υλοποίησε εξ’ ολοκλήρου μόνος. Χρησιμοποιώντας το ασπρόμαυρο σχέδιο, πρότασσε με τον τρόπο αυτό πέρα από το σκοτάδι των ηρώων που κινούνται, διαμένουν, επιβιώνουν και πράττουν εντός των ορίων μιας απόλυτα Αμαρτωλής Πόλης, το ύφος noir που ήταν απαραίτητο για τις εν λόγω ιστορίες. Όλα εδώ εφορμούνται από το noir, ακόμη και η αφήγηση. Εδώ οι διάλογοι είναι σε πολύ μικρότερο βαθμό ενεργοί από άλλα κόμικς. Διαβάζουμε πιο πολύ τις σκέψεις-μονολόγους του κεντρικού ήρωα της κάθε ιστορίας, ακριβώς όπως συμβαίνει και στις κλασικές ταινίες του είδους noir. Με τον τρόπο αυτό, μπορούμε και γνωρίζουμε πέρα από τα κίνητρα του ήρωα, το γιατί της κάθε του κίνησης, κι αυτό είναι πέρα από περίφημο, πολλές φορές ανατριχιαστικό – όπως και να το κάνουμε, το να μπορεί κάποιος να γνωρίζει τον άλλον σε τέτοιο βαθμό, ξυπνά ένα κάποιο αίσθημα τρόμου στη σκέψη και την καρδιά εκείνου που διαθέτει την εν λόγω ικανότητα.

  Όπως έχω ήδη επισημάνει, τίποτα στις ιστορίες του Miller δεν είναι περιττό. Έτσι και στο Sin City δεν θα μπορούσε να περισσεύει τίποτα, με αρχή την ίδια την πόλη. Το Sin City πέρα από ένα σκηνικό, ένα φόντο που δρουν οι εκάστοτε ήρωες, αντι-ήρωες και εγκληματίες, είναι μαζί και ένα ψυχογράφημα. Ένα ψυχογράφημα λοιπόν αλλά όχι μόνο των χάρτινων ηρώων του, αλλά μιας ολόκληρης Αμερικής. Κάθε αναγνώστης που έχει τη διορατικότητα να ξεπερνά τον ρόλο του παθητικού δέκτη, μπορεί εύκολα να διακρίνει τον υπαινιγμό που διαπερνά όσα διαβάζει, που κρύβεται σε καθετί που εκτυλλίσεται μπρος στα μάτι του. Η διαφθορά που κυμαίνεται σε όλα τα στάδια, όλες τις βαθμίδες που αποτελούν τα κοινωνικά στρώματα της πόλης, το περιθώριό της, τους “φιλήσυχους” μικροαστούς, κ.ο.κ. Η διαφθορά, (η αμαρτία όπως καταδεικνύεται από τον βασικό τίτλο των ιστοριών, αν και εδώ μάλλον η χρήση της λέξης διαχέεται με ένα χιουμοριστικό τόνο), περιχέεται σε κάθε γωνιά, σε κάθε δρόμο και σοκάκι αυτών των σύγχρονων Σοδόμων, εκπορεύεται όμως πάντα από τα υψηλότερα στρώματα της ιεραρχίας. Πάντα στο τέλος, τη στιγμή της αποκάλυψης, βρίσκουμε ως το χέρι που κινεί τα νήματα ένα σημαίνον πρόσωπο: ένας γερουσιαστής, ένας επίσκοπος, κάποια κυρία της μεγαλοαστικής τάξης. Η διαφθορά εν τέλει είναι ο βασικός μοχλός για να δουλέψει η μηχανή (σύστημα) και αυτή η μηχανή, για λάδι της χρειάζεται ανθρώπινες συνειδήσεις, ψυχές, σάρκες, σπέρμα και αίμα. Αλήθεια, ποιος αναγνώστης μπορεί να βρεθεί εξαπίνης ενώπιον τέτοιων αποκαλύψεων;

  Η πόλη λοιπόν, το φόντο, σκηνικό, ψυχογράφημα. Τα πεπραγμένα καταγράφονται αδιαλείπτως, ασταμάτητα. Οι ήρωες όμως πρέπει και να ζήσουν,  οφείλουν να έχουν τους σκοπούς, τους στόχους τους. Πάντα στις ιστορίες του Sin City οι ήρωες είναι άντρες, κάτι που κάποιος που δεν έχει διαβάσει ποτέ καμιά από τις εν λόγω ιστορίες και ακούει πριν απ’ όλα αυτό το δεδομένο, εύκολα μπορεί να παρεξηγήσει τις καταστάσεις. Μπορεί μεν οι άντρες να είναι σε πρώτο πλάνο, αυτό όμως γίνεται γιατί οι γυναίκες του Sin City, βρίσκονται πάντα πίσω από αυτούς. Αυτό δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την αθλιότητα που διακινείται ανά τους αιώνες: “πίσω από έναν ισχυρό άντρα βρίσκεται μια γυναίκα”, μία ρήση που πραγματικά, υπάρχει για να ρίχνει στάχτη στα μάτια. Μια ακραία πατριαρχική ρήση που προσπαθεί να πείσει τις γυναίκες να μη ζητούν να βρίσκονται ισομερώς δίπλα στον άντρα, να επαναπαύονται απλά με την “ηθική ικανοποίηση” πως στηρίζουν τον άντρα-αφέντη με το να είναι η σκιά του. Επ’ ουδενί ένα πνεύμα όπως αυτό του Frank Miller που δεν συμβιβάζεται, θα αποδεχόταν να σκιαγραφήσει κάτι τέτοιο στις ιστορίες του. Εδώ η γυναίκα δεν είναι πίσω από τον άντρα απλά για να είναι, είναι γιατί υπάρχει σαν φλόγα ζωής, σαν λόγος να υπάρχει ο άλλος. Η γυναίκα αυτή υπάρχει ως κάτι το ιδεατό, το απροσπέλαστο, κάτι το άπιαστο που όμως, αξίζει να το κυνηγάς, να ξεπερνάς τα όποια όριά σου, αν υφίσταντο όρια. Η γυναίκα του Sin City, υπάρχει και λειτουργεί σε ένα ανώτερο επίπεδο σκέψης, αντίληψης και πάνω απ’ όλα, πράξης. Ακόμη κι όταν μεταμορφώνεται σε γυναίκα-αράχνη, όταν πλέκει τον θανατηφόρο της ιστό και περιμένει από τον άντρα να μπλεχθεί μέσα του, είναι μια ιδέα, ένας πόθος και μια τιμωρία την οποία οφείλει να γευτεί ως το μεδούλι ο άντρας υποκείμενο – όλα υπάρχουν κι όλα μπορούν άνετα να περιπλεχτούν, όπως ακριβώς γίνεται και στην ίδια τη ζωή, τη ζωή όλων όσων θεωρούν πως η ιδέα, ο πόθος και το πάθος, είναι λόγοι άξιοι να ζεις γι’ αυτούς.

  Είναι αυτά τα μεγάλα ιδανικά που ωθούν τον άνθρωπο να προβεί σε πράξεις, είναι όμως και τα πάθη, οι εξαρτήσεις που θολώνουν την κρίση του. Τα φασματικά πεδία που εντός τους τριγυρνούν ετερόκλητα υποκείμενα και που συχνά, ή και πάντα θα έλεγα χωρίς υπερβολή, συναντιούνται και συγκρούονται. Είναι αυτή η στιγμή της σύγκρουσης που η αποκάλυψη φαντάζει τεράστια, μπορεί όμως να μην είναι τόσο μεγάλη όσο φαίνεται, τουλάχιστον όχι στο μέτρο που την αντιλαμβάνεται το κάθε υποκείμενο. Ή πάλι, να είναι ακόμη πιο μεγάλη απ’ όσο φαντάζεται. Η παραπλάνηση οδηγεί σχεδόν πάντα στην ονειροπόληση και όταν δεν είσαι εξοικειωμένος μαζί της, το τέλος δεν προμηνύεται καλό. 

 

  Θέλω τώρα να καταπιαστώ με δύο από τις ιστορίες της σειράς, δύο ιστορίες που φέρουν στα πάνελ τους σχεδόν όσα έχω αναφέρει. Η αλήθεια είναι πως είναι ιστορίες που προσωπικά έχω λατρέψει ιδιαίτερα, οπότε, αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος να το κάνω:

 

  Η πρώτη ιστορία είναι αυτή που τα ξεκίνησε όλα σε ό,τι αφορά την έκδοση του Sin City. Κυκλοφόρησε στον τίτλο Dark Horse Presents με γενικό τίτλο, τι άλλο από το Sin City, αλλά στην επανακυκλοφορία της είχε τον τίτλο The Hard Goodbye. Πρόκειται για την ιστορία του Marv, ενός μεγαλόσωμου τερατόμορφου περιθωριακού. Η ιστορία ξεκινά με το να μας δείχνει τον Marv σε ένα κρεβάτι αγκαλιά με μια πανέμορφη γυναίκα, την Goldie. Ο μονόλογος του Marv μάς αποκαλύπτει στον απόλυτο βαθμό τη χαρά του που μια τόσο όμορφη κοπέλα δέχτηκε να πλαγιάσει μαζί του, από το πρώτο βράδυ που γνωρίστηκαν μάλιστα. Αυτή η συνάντηση γίνεται εύκολα αντιληπτό από την πρώτη στιγμή πως φέρει μέσα της το τραγικό στοιχείο – ακριβώς αυτό θα συμβεί, η τραγωδία θα ξεδιπλωθεί άμεσα. Το επόμενο πρωί, ο Marv θα βρει νεκρή δίπλα του την Goldie. Θα αναρωτηθεί πώς συνέβη αυτό, ποιος κατάφερε να μπει μέσα στο δωμάτιο δίχως να τον αντιληφθεί και να προβεί  σε αυτό το φρικτό έγκλημα – σκότωσε τη μοναδική γυναίκα που του είχε δοθεί, που του έδωσε τον έρωτα δίχως να φρίττει με την ασχήμια του. Οι σκέψεις όμως θα διακοπούν όταν θα ακούσει την αστυνομία να έρχεται στο διαμέρισμα. Θα ξεφύγει αφού θα συγκρουστεί μαζί τους και καθώς θα διαφεύγει, θα δώσει όρκο στον εαυτό του πως θα βρει ποιος ή ποιοι βρίσκονται πίσω από αυτή τη δολοφονία της γυναίκας που εκείνος άγγιξε, που του δόθηκε και που εν τέλει εκείνος ερωτεύτηκε μέσα σε μια νύχτα. Εκείνη τη στιγμή είναι που η Goldie γίνεται η ιδέα, ο σκοπός για τον Marv. Η δολοφονία της είναι που λειτουργεί για έναν κακοποιό καταλυτικά για να πράξει όχι προς όφελος δικό του αλλά να πράξει μόνο για να εκδικηθεί για εκείνη που χάθηκε κοντά του, που δεν κατάφερε να προστατέψει – αυτό το τελευταίο θα τον βασανίσει ως το τέλος. Στη διάρκεια της αφήγησης μαθαίνουμε πως ο Marv είναι εκτός φυλακής με αναστολή χωρίς να μάθουμε ποτέ τον λόγο της φυλάκισής του, αυτό βέβαια δεν έχει καμία σημασία. Γνωρίζουμε και τη Lucille, την υπεύθυνη της αναστολής του που είναι εκείνη στην οποία θα καταφύγει μετά τη δραπέτευση του για να του περιποιηθεί τις πληγές του αλλά και για να πάρει από εκείνη τα ηρεμιστικά χάπια που έχει ανάγκη. Εννοείται πως θα είναι και αυτή μέρος της τραγωδίας αφού μετά τη συνάντησή με τον Marv θα απαχθεί από αυτούς που είναι πίσω απ’ όλα και θα εκτελεστεί από τους διεφθαρμένους αστυνομικούς. Η Lucille είναι εκείνη που αντιπροσωπεύει το σωφρονιστικό σύστημα και θεωρητικά, είναι ο σύνδεσμός του με τον νόμο. Μετατρέπεται κι εκείνη όμως σε θύμα του συστήματος αφού πρώτα θα απαχθεί, θα της κόψουν το χέρι και θα το καταβροχθίσουν μπροστά της και όταν ο Marv θα τη βοηθήσει να δραπετεύσει, ως πιστή στον νόμο, θα τον καταδώσει με το που θα βρεθούν μπροστά τους οι αστυνομικοί – βέβαια, μιλάμε για αστυνομικούς στην υπηρεσία του ισχυρού, όχι του νόμου, έτσι, θα την εκτελέσουν αμέσως, ακόμη και όταν τους παραδίδει τον Marv.

  Η αναζήτηση της αλήθειας πέρα από εκδίκηση έχει καταστεί πλέον αναγκαιότητα. Ο Marv, πρώτα θα δεχθεί τις σφαίρες των αστυνομικών, μετά θα τον χτυπήσει ένα αυτοκίνητο εσκεμμένα, ένα αυτοκίνητο που θα το οδηγεί η “Goldie”, που στη συνέχεια όμως θα μάθουμε πως πρόκειται για τη δίδυμη αδερφή της – άλλο ένα τραγικό πρόσωπο με τη μορφή γυναίκας η οποία θα συνεργαστεί με τον Marv για να βρουν τους δολοφόνους. Το ταξίδι στη διαφθορά της πόλης θα τον οδηγήσει σε σκοτεινές ατραπούς, όπου τα γεγονότα θα τον κάνουν να δει με άλλη ματιά το περιθώριο στο οποίο γαλουχήθηκε, το οποίο όμως δεν μπορούσε να το δει όπως είναι γυμνό, ή που απλά αδιαφορούσε να το δει. Η συνήθεια είναι που νεκρώνει την αντίληψη. Μα τώρα η αντίληψη προηγείται της συνήθειας. Τώρα ο Marv θα βρεθεί στην Παλιά Πόλη, το σημείο του Sin City το οποίο διαφεντεύουν οι πόρνες του και εκεί θα μάθει πως η Goldie ήταν μια πόρνη πολυτελείας που προσπαθούσε να ξεφύγει από αυτούς που τελικά την σκότωσαν. Θα αποκαλυφθεί τελικά πως εκείνη τον προσέγγισε λόγω του σωματότυπού του για προστασία. Αυτή η αποκάλυψη δεν θα αλλάξει τίποτα στον σκοπό του Marv. Για εκείνον δεν έχει καμία σημασία το γιατί, αυτό που μετρά είναι το αποτέλεσμα, μία νύχτα απόλυτου έρωτα, έρωτα αναγεννησιακού, έρωτα – γιατί όχι – ζωοφόρου. Η Goldie, ακόμη και από αυτή τη σκοπιά, είναι ό,τι καταδεικνύει το όνομά της: Χρυσαφένια, μια λάμψη στο σκοτάδι, λευκό μέσα στο ασπρόμαυρο των σελίδων του Sin City. Αυτό από μόνο του αρκεί για να πάει τον Marv ως το τέλος.

   Προτού προχωρήσω στην ιστορία του Marv, πρέπει να ανοίξω μια παρένθεση: Οι πόρνες της Παλιάς Πόλης. Εδώ η αντισυμβατικότητα του Miller πραγματικά εκτοξεύεται. Πρόκειται για νέες κι όμορφες γυναίκες, φερμένες από διάφορες χώρες από τους “δυνατούς” της Αμαρτωλής Πόλης. Τις εξέδιδαν, τις εκμεταλλεύονταν έως ότου εκείνες εξεγέρθηκαν. Γνωρίζοντας πως καμία αληθινή προστασία δεν θα είχαν από αυτούς που η πόλη όρισε “προστάτες του πολίτη”, πήραν την κατάσταση στα χέρια τους. Μετέτρεψαν την Παλιά Πόλη σε αυτόνομη νησίδα απελευθέρωσης, σε μία περιοχή που κανείς δεν θα μπορούσε πια να τις βλάψει. Πήραν τα όπλα ενάντια σε εκείνους που τις καθήλωσαν στο ρόλο της πόρνης, όλους εκείνους που επιβάλλοντας τον, προσπαθούσαν να ξορκίσουν τη δική τους διαφθορά, τη δική τους αληθινή αμαρτία. (Πόσες φορές άραγε δεν έχει συμβεί αυτό και στην πραγματική ζωή;) Οι πόρνες τελικά, μπορεί να μη σταμάτησαν να εκδίδονται, σταμάτησαν όμως να τις επιλέγουν με τον τρόπο των άλλων. Και τότε, έπαψαν να είναι πόρνες, έγιναν σύγχρονες Αμαζόνες: η δική τους “διαφθορά” έγινε το αντίβαρο της αληθινής και αυτό τρομάζει, εξαγριώνει, αλλά στο τέλος, επιβιώνει, μέσω της αντίστασης.

  Τι υπήρχε όμως στο τέλος για τον Marv; Ένας κανίβαλος με μεγάλη ταχύτητα, γι’ αυτό και δεν μπόρεσε το βράδυ της δολοφονίας να τον αντιληφθεί. Ένας κανίβαλος που δεν μιλούσε, μόνο σκότωνε, τεμάχιζε, κατασπάραζε. Όταν τελικά ο Marv κατάφερε να τον αιχμαλωτίσει, εκείνος δεν έβγαλε μιλιά ούτε όταν του έκοψε τα άνω και τα κάτω άκρα – δεν έβγαλε ούτε καν ψίθυρο πόνου ακόμη κι όταν του έκοψε το κεφάλι. Ήταν ένα ανθρωπόμορφο βδέλυγμα το οποίο είχε υπό την προστασία του ο γόνος της πιο ιστορικής οικογένειας της πόλης: ένας μεγαλοσχήμων ιερέας που είχε εμπλακεί και με την πολιτική (η διαφθορά εκπορευόμενη από τα ανώτατα κλιμάκια όπως έχω ήδη αναφέρει). Όταν ο Marv κατάφερε να μπει στα διαμερίσματά του και του πέταξε στα πόδια το κεφάλι του προστατευόμενου του, η αντίδρασή του έδωσε άλλον ένα λόγο στον Marv να τον σκοτώσει. Του αποκρίθηκε με τον πιο κυνικό τρόπο: “ΌΛΑ ΑΥΤΑ ΓΙΑΜΙΑ ΠΟΡΝΗ;”

  Το τέλος του Marv ήρθε στην ηλεκτρική καρέκλα, όχι όμως και με μεγάλη ευκολία. Στο πρώτο ρεύμα ηλεκτρισμού και αφού δεν ξεψύχησε, αποκρίθηκε με σαρκασμό στους δημίους του: “ΜΟΝΟ ΑΥΤΟ ΕΧΕΤΕ;” Στο τέλος όμως, πέθανε, αλλά πριν να πεθάνει, έμαθε ένα πολύ μεγάλο μάθημα, μάθημα ζωής έως τον θάνατο: έμαθε πώς κλίνεται το ρήμα ΘΥΣΙΑΖΟΜΑΙ.

 

  Η δεύτερη ιστορία έχει τον τίτλο That Yellow Bastard.  Η ιστορία αρχίζει με τον μονόλογο του κεντρικού ήρωα, έναν υπαστυνόμο εν ονόματι Hartigan. Με τον μονόλογο αυτό ο ήρωας μάς ενημερώνει πως βρισκόμαστε στην ημέρα όπου πρόκειται να βγει στη σύνταξη, πρόωρη σύνταξη λόγω στηθάγχη στην καρδιά – μάλιστα όχι μόνο στη τελευταία μέρα, βρισκόμαστε μία ώρα πριν να βγει στη σύνταξη. Πληροφορούμαστε ακόμη πως ο Hartigan ετοιμάζεται να επιτεθεί σε ένα παιδεραστή, γιο γερουσιαστή, τον Roark, ο οποίος έχει απαγάγει ένα κορίτσι έντεκα χρονών με το όνομα Nancy. Πρόκειται για το τέταρτο στη σειρά κορίτσι που έχει πέσει στα χέρια του και το οποίο αν δεν προλάβει ο Hartigan, θα το βιάσει και στο τέλος θα το τεμαχίσει, ότι έκανε δηλαδή στα άλλα τρία αθώα θύματά του. Ο Hartigan, αφού πρώτα θα συγκρουστεί με τον συνάδελφό του ο οποίος του ζητά να περιμένουν ενισχύσεις, (πράγμα που μας καταδεικνύει με άμεσο τρόπο πως πρόκειται για αστυνόμο στην υπηρεσία του γερουσιαστή), θα καταφέρει τελικά να σώσει το κορίτσι και θα κατακρεουργήσει κυριολεκτικά τον παιδεραστή, αφού πρώτα θα του αποκόψει με το περίστροφό του τη δεξιά παλάμη από το υπόλοιπο χέρι και στο τέλος θα του πυροβολήσει τα γεννητικά όργανα – όπως θα πει ο ίδιος ο Hartigan: “ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΩ ΤΟ ΟΠΛΟ ΤΟΥ! ΚΑΙ ΤΑ ΔΥΟ!” Στο τέλος του πρώτου κεφαλαίου, ο Hartigan θα δεχθεί ένα πισώπλατο πυροβολισμό από τον συνάδελφό του (τρεις σφαίρες θα τον διαπεράσουν αλλά θα παραμείνει ζωντανός) και θα καταλήξει αντί να βγει στη σύνταξη, στη φυλακή όπως θα δούμε στο τρίτο κεφάλαιο. Έτσι ο Hartigan αντί να φύγει με τιμές, εξαφανίζεται στη λήθη της φυλακής, γιατί η ηθική σε αυτή την πόλη, τιμωρείται πάντα.

  Το δεύτερο κεφάλαιο ξεκινά με τον Hartigan να στέκει όρθιος μετά τον πυροβολισμό. Προσπαθεί να μείνει όρθιος μετά τις τρεις σφαίρες που δέχτηκε και ταυτόχρονα, παλεύει να αποσπάσει την προσοχή του συναδέλφού του από τη κατατρομαγμένη μικρή Nancy, γνωρίζοντας πως αν δεν το κάνει, εκείνος θα τη σκοτώσει. Τον βρίζει, τον προκαλεί περιμένοντας να ακούσει τα περιπολικά να έρχονται ξέροντας πως αν θα φτάσουν έγκαιρα δε θα μπορεί να προβεί στην εκτέλεση του κοριτσιού. Στο τέλος, θα δεχθεί άλλες τρεις σφαίρες. Την ώρα όμως που θα πέφτει, ακούγονται οι σειρήνες και τότε θα μονολογήσει τη φράση που θα σκιαγραφήσει ολόκληρη την ιστορία του: “ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΣ ΠΕΘΑΙΝΕΙ, ΕΝΑ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΖΕΙ. ΔΙΚΑΙΗ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ.”

  Η συνέχεια θα βρει τον Hartigan στο δωμάτιο ενός νοσοκομείου. Εκεί θα τον επισκεφτεί πρώτα ο πατέρας του Roark που θα του πει πως θα διαδώσει παντού ότι εκείνος ήταν που βίασε το κορίτσι γνωρίζοντας πως θα υπάρξουν πολλοί καλοθελητές οι οποίοι θα αφηγηθούν την ιστορία όπως εκείνος την θέλει. Ο γερουσιαστής είναι βλέπετε ο ισχυρός, ο δικός του λόγος είναι που μετράει πάντα, αν θυμίζει κάτι αυτό. Μετά θα έρθει η γυναίκα του που πιστεύοντας όσα έμαθε θα τον εγκαταλείψει μιας και ο Hartigan, ξέροντας πως αν πει την αλήθεια θα χαθεί η Nancy, σωπαίνει. Τέλος θα έρθει η ίδια η Nancy που θα του εξομολογηθεί πως τον αγάπησε. Στη συνέχεια βλέπουμε τα βασανιστήρια που υπέμεινε από βασανιστές-δεσμοφύλακες. Στο κελί του θα λαμβάνει γράμματα τής Nancy που τα στέλνει με ψευδώνυμο. Εκείνος θα πιστέψει πως κάποια στιγμή η μικρή κοπέλα θα βαρεθεί να το κάνει αυτό, θα περάσουν όμως οχτώ χρόνια και δεν θα σταματήσουν τα γράμματα. Η ιστορία θα προχωρήσει με τη συνάντηση των δυο τους όταν εκείνος θα αποφυλακιστεί και θα μεταβεί στο Strip Bar που η Nancy, ενήλικη πια, δουλεύει σαν strip-dancer. Τη συνάντησή τους όμως αυτή θα την παρακολουθεί ένας κίτρινος άνθρωπος – άθελά του ο Hartigan θα πάει τον Roark στη Nancy καθώς εκείνος ζητά να πάρει την εκδίκησή του και από τους δύο. Όλα θα κυλήσουν όπως οφείλουν να κυλήσουν: ο Hartigan θα σκοτώσει τον Roark και αφού θα διώξει μακριά τη Nancy,  θα βάλει το περίστροφό του στο κεφάλι και πριν πυροβολήσει θα πει απευθυνόμενος πρώτα στον ίδιο τον εαυτό του και μετά στον αναγνώστη, δύο φράσεις: “ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΣ ΠΕΘΑΙΝΕΙ, ΕΝΑ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΖΕΙ. ΔΙΚΑΙΗ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ,” και θα κλείσει η ιστορία με τη δεύτερη φράση, την εξομολόγησή του προς τη Nancy “Σ’ ΑΓΑΠΩ NANCY!”

  Ο ανομολόγητος έρωτας ενός γέρου υπαστυνόμου για μια μικρότερη γυναίκα καθώς και η αίσθηση του καθήκοντος είναι που θα κάνουν τον Hartigan να θυσιαστεί. Ο Marv θα γνωρίσει πρώτα τον σαρκικό έρωτα και μετά το χαμό της γυναίκας που του τον προσέφερε. Θα μάθει τι είναι ο αληθινός έρωτας, έρωτας για μια γυναίκα που κατ’ ουσία, δεν γνώριζε. Ο Hartigan από την άλλη, δεν θα φτάσει ποτέ στον σαρκικό έρωτα, γνωρίζει όμως το πρόσωπο, τη ψυχή εκείνης που του ενέπνευσε αυτό το υπέρτατο συναίσθημα στην άρρωστη καρδιά του. Και οι δύο αυτοί άντρες θα φτάσουν μακριά, μακρύτερα απ’ όσο και οι δύο θα φαντάζονταν πως θα μπορούσαν ποτέ να φτάσουν. Ο ένας με την ασχήμια στο πρόσωπο, ο άλλος με τη γήρανση, ο ένας χωρίς καμία ενσυναίσθηση στην αρχή της ιστορίας, ο άλλος με την συναίσθηση του καθήκοντος ακόμη και τη τελευταία μέρα. Διαφορετικοί χαρακτήρες, διαφορετικά πρόσωπα, διαφορετικές οι προελεύσεις τους και οι δύο όμως καταλήγουν σε ένα κοινό αποτέλεσμα, τη θυσία. Ναι, θα πεθάνουν, αλλά πριν από αυτό, θα δεχθούν σφαίρες, χτυπήματα, απειλές και παρ’ όλα αυτά. θα σταθούν όρθιοι, θα προχωρήσουν έως ότου να ολοκληρώσουν το σκοπό τους και ο σκοπός τους είναι κοινός άσχετα αν τα κριτήρια τους είναι διαφορετικά. Ο Marv ζητά εκδίκηση, ο Hartigan το δίκαιο. Οι εχθροί τους και στους δυο κοινοί: η σαπίλα, η καταρράκωση συνειδήσεων. Θα βρεθούν και οι δύο μόνοι εναντίον όλων. Τα κομμάτια τους θα πέσουν στους δρόμους μίας πόλης βουτηγμένης στη διαφθορά, την υποκρισία, την προδοσία – κι όμως, ένα άνθος θα ανθίσει και για τους δυο με τις μορφές των γυναικών-ιδεών. Όμως για να ανθίσουν αυτά τα άνθη, απαιτείται να υπάρξει πρώτα η θυσία και ίσως κάποια στιγμή, τα άνθη αυτά, ή κάποια άλλα, να καταφέρουν να χαρίσουν λίγη καθαρή πνοή, λίγο καθαρό αέρα στην Αμαρτωλή Πόλη.

 

  Εν κατακλείδι, οι ήρωες του Frank Miller έμαθαν στον απόλυτο βαθμό τι σημαίνει θυσία – αυτό που μένει απ’ όλα αυτά είναι η εξής ερώτηση: εμείς είμαστε έτοιμοι να μάθουμε να κλίνουμε σωστά το ρήμα ΘΥΣΙΑΖΟΜΑΙ; 

 

 

 

1) Είναι γνωστό σε όλους τους μανιακούς αναγνώστες των κόμικς πως στις ιστορίες των super heroes ο θάνατος ανατρέπεται διαρκώς. Και οι ήρωες αλλά και οι εχθροί τους μπορούν να πεθάνουν και να αναστηθούν ανά πάσα στιγμή και ώρα, ανάλογα με το σκοπό και την πλοκή της ιστορίας και του continuity. Αυτός είναι ο λόγος που στο αριστούργημα του Alan Moore Batman: The Killing Joke το εκπληκτικό και σε απόλυτο λογοτεχνικό ύφος δοσμένο φινάλε της καλύτερης ίσως ιστορίας του Σκοτεινού Ιππότη, δεν απαντάει αν ο Batman σκότωσε ή όχι τον Joker και δεν χρειάζεται εν τέλει να δοθεί μία σταθερή απάντηση, η πλοκή έπρεπε να τερματίσει ακριβώς εκεί, στο να γελάνε για πρώτη φορά οι δύο αιώνιοι εχθροί (η αντιστροφή στον καθρέπτη του ενός με τον άλλον) έχοντας αγγίξει ο ένας τον άλλον. Το τέλος μένει εσκεμμένα αόριστο. Έτσι λοιπόν η πλοκή είναι που καθορίζει το ποιος ζει, το ποιος πεθαίνει, το ποιος ανασταίνεται ή αναγεννάτε. Το μόνο πρόσωπο που ο θάνατός του είναι αμετάκλητος στο υπερηρωικό σύμπαν είναι αυτός του θείου Ben Parker, του θείου του Spider-Man κι αυτό γιατί ο θάνατος του δεν είναι ζήτημα πλοκής, είναι θεμέλιος λίθος του ήθους που διακατέχει τον ήρωα.

 

2) Από τη δεκαετία του ‘70 ο Καμπανάς ή Kambanas Hellas, είχε τα δικαιώματα των εκδόσεων της Marvel. Εκείνη τη δεκαετία έβγαζε διάφορους τίτλους σε μεγάλου μεγέθους σχήματος περιοδικών με σελίδες ανά ζεύγη, έγχρωμες-ασπρόμαυρες. Κάθε τίτλος περιείχε δύο τίτλους των αμερικάνικων εκδόσεων και κυκλοφορούσαν κάθε δυο μήνες. Στο ξεκίνημα της δεκαετίας του ‘80 έπαψαν να κυκλοφορούν πολλαπλοί τίτλοι και περιορίστηκαν σε ένα περιοδικό εβδομαδιαίο, το Spider-Man. Η μορφή άλλαξε ριζικά εφόσον εκεί είχε χαθεί το χρώμα και στη θέση των δύο έγχρωμων σελίδων υπήρχε ένα υποτυπώδες πορτοκαλί φόντο. Παρά ταύτα, ακόμη και με την ουσιαστική έλλειψη χρώματος, ο Spider-Man κατάφερνε με το εξαίσιο σχεδιασμό της στολής του να με υπνωτίζει, να με μαγεύει και σε συνέχεια οι ιστορίες του με καθήλωναν με το πόσο ανθρώπινες ήταν, με τα πραγματικά ανθρώπινα προβλήματα του alter ego του Spider-Man, του Peter Parker, τα οποία, πολλές φορές τού τα δημιουργούσε μάλιστα ο ίδιος ο Spidey. Στην εν λόγω έκδοση όμως, πλην του Spider-Man υπήρχαν πάντα άλλες δύο ιστορίες άλλων super heroes. Το ποιοι θα ήταν οι άλλοι δύο το καθόριζε είτε ο εκδότης είτε η ποσότητα των ιστοριών που είχαν μεταφραστεί. Πάντως οι περισσότερες ιστορίες που δημοσιεύονταν ήταν του Captain America.

 

3) Η σύμπραξη των τριών αυτών ειδών τέχνης είναι αληθινά απαράμιλλη και καλαισθητικά άψογη. Κάθε πάνελ μιας ιστορίας κόμικ γίνεται η μήτρα ενός μεγαλειώδους δείγματος τέχνης. Η ζωγραφική είναι η βάση, η λογοτεχνία το εκφραστικό μέσο και ο κινηματογράφος που εμφανίζεται όχι μέσω της κίνησης καθεαυτής, αλλά μέσω της ψευδαίσθησης της, είναι το γενόμενο τους. Το αποτέλεσμα είναι μια εικονική πράξη που δεν περιορίζει αλλά απελευθερώνει τη δυναμική της αφήγησης.

 

4) Αυτή η ύπαρξη πολλαπλών συμπάντων, το λεγόμενο πολυσύμπαν, στα πρωτότυπα αμερικάνικα κόμικς ονομάζεται multiverse. Το multiverse λοιπόν, είναι βασισμένο στην κβαντική επιστήμη, μια πολύ δυσνόητη στη σύλληψη επιστήμη, άρα, πάρα πολύ δύσκολη στο να αποδοθεί με ορθότητα στην εικονογράφησή της. Πολλοί επιστήμονες θεωρούν επιφανειακή την προσέγγιση τής επιστήμης τους από τους ανθρώπους των κόμικς και όσο κι αν κατανοώ τις όποιες ενστάσεις του, δεν μπορώ να κατανοήσω την όποια οργή τους. Πρέπει πάντα να έχουν στον νου τους πως οι δημιουργοί των κόμικς δεν προσπαθούν να δώσουν διαλέξεις, θέλουν μόνο να ικανοποιήσουν τους αναγνώστες τους. Τώρα όσον αφορά τους αναγνώστες και το ζήτημα της δυσνόητης επεξήγησης που τους προκαλεί σύγχυση σε πολλά σημεία των ιστοριών (μέσα σε αυτούς είμαι κι εγώ εφόσον δεν έχω καμία σχέση με την επιστήμη γενικώς) θα μπορούσαν απλά να μη στηρίζονται πάντα στην οπτική τους ή την κοινή λογική και απλά, να απολαμβάνουν το ταξίδι.

 

5) Είναι πολλές οι φορές που εκτός τους variants, συναντάμε τους λεγόμενους imposters (διεφθαρμένες, σκοτεινές παραλλαγές του ίδιου αρχέτυπου), ακόμη και στο κεντρικό σύμπαν (Earth). Αυτοί  φέρουν τα χαρακτηριστικά του ήρωα αλλά όχι το ήθος του. Είναι εκδοχές που ενώ μοιάζουν με το αρχέτυπο, υπονομεύουν τον ίδιο τον πυρήνα του μύθου του και συχνά λειτουργούν ως σχόλια πάνω στη φύση της εξουσίας, της βίας και της αλλοτρίωσης.

 

6) Στο σημείο αυτό, η επιλογή της λέξης προέλευση (origin) δεν μπορεί να είναι τυχαία. Χρησιμοποιώ αυτή τη συγκεκριμένη λέξη αντί της λέξης παρελθόν που φαίνεται αρχικά ορθότερη, αλλά στην ουσία δεν είναι. Το παρελθόν είναι μια έκφραση με συγκεκριμένο το νόημά της, ενώ η προέλευση, είναι αφηρημένη, δεν μπαίνει σε στενά χρονικά όρια και έχοντας κατά νου τα προαναφερθέντα περί multiverse, καταλαβαίνει κανείς εύκολα τα υποδηλούμενα. Η προέλευση ενός variant αλλά και ενός αρχέτυπου ήρωα στις σελίδες των κόμικς μπορεί να εκβάλλουν από ένα παρελθόν, ένα εναλλακτικό-πιθανό παρελθόν, αλλά μπορεί να έρχονται και από το μέλλον, ή, κάποιο εναλλακτικό-πιθανό μέλλον.

 

7) Σήμερα, τα κόμικς έχουν κατακτήσει μια θεαματική ελευθερία θεματική και ταυτοτική. Βλέπουμε πλέον ζευγάρια ομοφυλόφιλων ηρώων, πρωταγωνιστές που εκφράζουν έμφυλες μετατοπίσεις, αφηγήσεις που παλιότερα θα λογοκρίνονταν ασφυκτικά να εκφράζονται πλέον ελεύθερα και αυτό είναι ένα πολιτισμικό κέρδος. Όμως, εκεί όπου η πρόθεση υποχωρεί μπροστά στην αγορά, όταν η εκπροσώπηση μετατρέπεται σε προϊόν “κοινωνικής υπευθυνότητας”, υπάρχει ο κίνδυνος η τέχνη να απολέσει την αλήθεια της. Η ακραία επιτήδευση (όπως κάθε ακραία στρατηγική) καταλήγει να εξουδετερώνει την ίδια τη χειραφετική δυναμική που υποτίθεται πως υπηρετεί. Ό,τι είναι εργαλείο ανάγκης, δεν πρέπει να γίνεται εργαλείο marketing, ή όταν γίνεται, ας μη μετατρέπεται σε τσίρκο. Η τέχνη δεν σώζει, αλλά μπορεί να φωτίσει. Όταν παύει να φωτίζει και αρχίζει να πλασάρει, τότε σταματά να είναι τέχνη.

 

8) Ο Moore, βρέθηκε στη DC μετά τη θητεία του στη Βρετανική εταιρία 2000AD (η εταιρία που μας χάρισε τον εμβληματικό Judge Dredd). Εκεί ήταν που έδωσε κάποιες από τις καλύτερες ιστορίες, όπως το Superman: What Happen to the Man of Tomorrow, ή το Batman: The Killing Joke το οποίο έχω ήδη αναφέρει. Στη συνέχεια, έγραψε τα μεγαλειώδη αριστουργήματα του, Watchmen και V for Vendetta, τα οποία αν και κυκλοφόρησαν από τη DC, δεν λογίζονταν ως κομμάτια του κεντρικού της σύμπαντος. Μόνο πολύ αργότερα, η μορφή του Dr. Manhattan αξιοποιήθηκε εντός του επίσημο continuity της εταιρίας. Για αυτά τα δύο έργα, όσες λέξεις κι αν καταθέσει κάποιος, το τέλος θα είναι πάντα ελλιπή. Πραγματικά, και τα δύο ξεπέρασαν τον κύκλο των fans των κόμικς. Το πρώτο, με φόντο μια εναλλακτική πραγματικότητα (σε άμεση αντιπαράθεση με τη δική μας άμεση πραγματικότητα) η οποία είναι γεμάτη από υπερ-όντα μέσω των οποίων, εκθέτει συνεχώς τις δικές μας υπαρξιακές απορίες και αναζητήσεις. Οι super heroes εδώ είναι καταρρακωμένα άτομα κάτω από την επιφάνεια των έργων και των λόγων τους. Ακόμη και ο Dr. Manhattan, ένα ον που ακουμπά τη θεϊκή υπόσταση (αν δεν την ξεπερνά κιόλας) είναι ένα πρόσωπο πνιγμένο στην ανασφάλεια και την αμφισβήτηση του “εγώ” του. Ειλικρινά, δεν μπορώ να φανταστώ τίποτα χειρότερο από ένα θεό με υποσυνείδητο τραύμα και σε μεγάλο υπαρξιακό τέλμα – ο Moore όμως το κατάφερε, το φαντάστηκε, το απέδωσε και εμείς, το είδαμε εν έργω. Όσο για το δεύτερο έργο του, το V for Vendetta, εδώ ο Moore ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Ένα κόμικ που προειδοποίησε, (ένα εικονογραφημένο 1984 σε μορφή super hero κόμικ), που προέβλεψε, που κραύγασε – κραύγαζε ακόμη και τη στιγμή που σώπαινε. Ο V, ο κεντρικός χαρακτήρας του κόμικ, μεταμορφώνεται άθελά του εν πολλοίς σε κάποιου είδους ήρωα. Ξεκινά μια επανάσταση επισημαίνοντας σε όσους τον άκουσαν και τον πίστεψαν, δύο βασικά στοιχεία: 1ον, ο καθένας μπορεί να γίνει ο ήρωας του εαυτού του και των άλλων και 2ον, όλα όσα μπορεί να υποφέρει ένας λαός από ένα δεσποτικό, αυταρχικό καθεστώς, είναι ευθύνη στο μεγαλύτερο βαθμό του καθεστώτος, είναι όμως και πολύ μεγάλη ευθύνη του ίδιου του λαού. Οι επιλογές μας είναι που μας καθορίζουν, οι επιλογές μας όμως μπορούν εύκολα να καθορίσουν και τις επόμενες γενεές.

 

9) Ο Neil Gaiman, προσέγγισε το όνειρο, τον θάνατο, τη φαντασία με ένα ξεχωριστό τρόπο στο The Sandman. Με τη βοήθεια του σχεδόν ψυχεδελικού σχεδίου του Sam Kieth και το σκοτεινό χρωματισμό του Mike Dringenberg, κατάφεραν και μας σύστησαν τους Αθάνατους. Ο Μορφέας, ο άρχοντας του ύπνου και του ονείρου, η αδερφή του ο Θάνατος, ο Κάιν και ο Άβελ και πολλοί άλλοι. Σε αυτό το κόμικ, όλα είναι πιθανά. Εδώ ένας κοινός θνητός μπορεί να δεχθεί το “δώρο” της αιώνιας ζωής μέχρι να καταλάβει πως το “δώρο” είναι στην πραγματικότητα μια κατάρα. Εδώ ο άσημος νεαρός λογοτέχνης, επιδεικνύοντας τον θαυμασμό του σε έναν καταξιωμένο, θα αμφισβητήσει το ταλέντο του, θα σκύψει μπροστά στο ίνδαλμα του και όταν εκείνος θα αποχωρήσει τότε θα τον πλησιάσει ο Μορφέας και θα του προσφέρει την αναγνώριση. Πώς ονομάζονται αυτοί οι συγγραφείς ακούω να ρωτάτε: ο νεαρός ανασφαλής συγγραφέας που έρχεται σε συμφωνία με τον Μορφέα ονομάζεται William Shakespeare. Ο ήδη καταξιωμένος ονομάζεται Johann Wolfgang von Goethe. Όλα αυτά γιατί για τον Μορφέα, τον Αθάνατο με το παρουσιαστικό του τραγουδιστή των The Cure Robert Smith, τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο.

 

10) Το θέμα της αυτοδικίας, είναι ένα θεμελιώδες ζήτημα-ερώτημα των κόμικς κι όχι μόνο αυτού του είδους. Οι Batman, Spider-Man, Daredevil, γεννιούνται μέσα από την αυτοδικία μετά τον άδικο χαμό των πιο δικών τους ανθρώπων από το χέρι κάποιου κακοποιού. Έχουν όμως ως βασική αρχή το “όχι θάνατος” όποιος κι αν είναι απέναντί τους και αυτό είναι που τους κατατάσσει στον ρόλο του super hero. Από την άλλη, ο Punisher, μετατρέπεται σε anti-hero μετά τον χαμό ολόκληρης της οικογένειάς του από μαφιόζους. Αυτός δεν έχει ενδοιασμούς στο να σκοτώσει ένα εγκληματία Από τη μικρότερη ως τη μεγαλύτερη βαθμίδα της ιεραρχίας του εγκλήματος, όλοι είναι εν δυνάμει νεκροί. Έτσι, πολλές φορές έχουμε διαβάσει στις σελίδες και τα πάνελ των περιοδικών για εκτελέσεις κακοποιών ή για εσωτερικές μάχες των ηρώων για να μην ξεπεράσουν αυτή τη νοητή γραμμή τού να μετατραπούν από άνθρωποι του δικαίου σε στυγνοί εκτελεστές. Ζητήματα που όλοι μας έχουμε αναρωτηθεί δηλαδή σε πολλές στιγμές της ζωής μας όταν βλέπουμε τους ανθρώπους της δικαιοσύνης είτε να κωλυσιεργούν, είτε να μην πράττουν λόγω ταπεινών υποκειμενικών παρορμήσεων, είτε απλά, λόγω ανικανότητας. Εδώ μπαίνει το ζήτημα του ανίσχυρου ενώπιον του ζυγού: ο θυμός του όταν αισθάνεται και είναι αδικημένος κι έτσι, ακόμη κι αυτοί που δεν θα έπρατταν ποτέ βίαια, φτάνουν να εύχονται (σιωπηλά ή δυνατά και με οργή) την εφαρμογή ενός “νόμου της ζούγκλας”, όχι γιατί το επιθυμούν, αλλά γιατί η “ηθική” των θεσμών τούς πρόδωσε πρώτη.

 

11) Οφείλω να ομολογήσω πως η πρώτη μου επαφή με το Sin City δεν ήταν μέσω του χαρτιού, αλλά μέσα από τη live action ταινία του 2005. Πρόκειται αναμφίβολα για μια από τις πιο πετυχημένες μεταφορές κόμικ στη μεγάλη οθόνη. Το γεγονός ότι πέρα από τον Robert Rodriguez συνσκηνοθέτης ήταν ο ίδιος ο Miller, συνέβαλε καθοριστικά στο να αποδοθεί με ακρίβεια το αισθητικό και αφηγηματικό ύφος του έργου. Η εξαιρετική φωτογραφία της κατάφερε σχεδόν αυτούσια να μεταφέρει την εικονογραφική ατμόσφαιρα του κόμικ στην κινηματογραφική του απόδοση. Κάθε εναλλαγή πλάνου, κάθε σκηνοθετική επιλογή, έδινε την αίσθηση πως κάποιος ξεφύλλιζε μπροστά σου τις σελίδες μιας graphic novel ενώ εσύ απλώς τις απολάμβανες χωρίς κόπο, με τρόπο αβίαστο και ευχάριστο. Η ταινία αποτελεί σταθμό, ένα σημείο αναφοράς για οποιονδήποτε σκηνοθέτη επιχειρεί σήμερα μια live action μεταφοράς στον κινηματογράφο. Καλό θα ήταν να την μελετήσουν προσεκτικά όσοι επιθυμούν να βαδίσουν σε αυτό το μονοπάτι, μήπως και αποφύγουμε άλλες πρόχειρες ή καταστροφικές απόπειρες όπως αυτές που έχουμε δει τόσες φορές τα τελευταία χρόνια, Αναφέρω ενδεικτικά το πρόσφατο ριμέικ του The Crow, μια πραγματικά άστοχη ταινία.  Δεν την ξεχωρίζω ανάμεσα στις υπόλοιπες κακές παραγωγές αυτού του είδους μόνο από απογοήτευση, αλλά επειδή μαζί με το Sin City, η πρώτη κινηματογραφική απόδοση του The Crow το 1994, ήταν για μένα μια από τις πιο συγκλονιστικές μεταφορές κόμικ στη μεγάλη οθόνη. Η “καταραμένη” εκείνη ταινία όπου κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων έχασε τη ζωή του ο Brandon Lee, παραμένει έως τα σήμερα ένα σκοτεινό αριστούργημα.