Ώρα έκτη
27/04/2025

Ώρα έκτη
Έστρωσα το τραπέζι με άσπρο λινό. Με χέρια ταπεινά που
έπλενα τις πληγές στα γόνατα σου -στα γόνατα σου, να έπεφτα
έλεος να ζητώ, και να σε λατρεύω μέχρι την στερνή μου πνοή-
Έκοψα ψωμί από το κορμί σου, και ζέστανα νερό στη λεκάνη,
Και το πρόσωπο σου ήταν ανθισμένο στα πράσινα δέντρα- τα
μάτια σου- κι εγώ σε αντίκρυσα μέσα από το τζάμι και
τραγούδησα στους τοίχους: Έαρ μικρό, έαρ μεγάλο στο διάβα
μου -μεγάλε μου έρωτα-
Έπλυνα τα μαλλιά μου, και έπεσα κάτω στα πόδια σου,
σπογγίζοντας τα μες στα σαπουνόνερα -αφού δική σου, έγινα.
Δικός μου αφέντης εσύ και θεός μου-
Κι εκείνη η πληγή στο πλευρό σου μου μιλάει τις νύχτες. Μου
ζητά να βάλω τα δάκτυλά μου μέσα και να την ράψω με χιλιάδες
αστέρια που έκοψα από το λιβάδι την νύχτα .
Πόσο θα ήθελα να σε βάλω στο στήθος μου, να κοιμηθείς σαν
βρέφος στην αγκαλιά μου -μάνα σου να γίνω εγώ- και να σε
νανουρίσω μες στο κρεβάτι φασκιωμένο γελώντας σου, φως μου.
Να σου χτίσω ένα πέτρινο σπίτι να ξαποσταίνεις τα μεσημέρια
μετά τον κάματο. Κι έπειτα να πλαγιάζω στην αγκαλιά σου γυμνή
κι έπειτα να σε φιλώ -κι ένα σπουργίτι να τιτιβίζει στο παραθύρι,
κοιτώντας μας- κι από φιλί σε φιλί, έρωτα να κάνεις βαθιά μου -κι
η Άνοιξη να τεντώνεται ανάμεσα στα σκέλη μας, όταν σε θωρώ
μετέωρο πάνω μου- σε ιμάτια κόκκινα.
Σε μια μικρή κάμαρη, να μάθω τα πρώτα βήματα στο σπλάχνο
μου, που έτρεξε σαν αίμα ανάμεσα από τα πόδια μου κι εχάθη
κλείνοντας την πόρτα σιωπηλά. Να του μάθω να συλλαβίζει
τ’ όνομα σου στον Κόσμο. Να σε τραγουδά στο σχολειό με ένα
βιολί, υμνώντας την μεγάλη αγάπη της ζωής μου:εσένα
Σε δρόμο λιθόστρωτο, να σε υποδέχομαι άρον-άρον, με την
στάμνα στα χέρια και να σε φιλώ στον κόρφο σου: να αντηχήσει
η καρδιά μου μες στην δική σου, και στεφάνι δάφνινο περιστέρι
λευκό -με μάτια χαμένα κι ολόμαυρα- να σου το φορέσει στα
μαλλιά και σκήπτρο ολόχρυσο -κι ας ήσουν στρατιώτης
ξυπόλυτος-
Να σε βάλω την ποδιά του φουστανιού μου, και να γνέφω είτε με
γέλιο είτε με δάκρυ με ληγμένο τον ουρανό που κάποτε κοίταζες
ένα μεσημέρι, απάνω στο σταυρό. Και έπειτα να συρθώ ανάμεσα
στα μάρμαρα, να τα γυαλίζω με τη στυμένη βροχή απ’τα
σύννεφα, να συρθώ στις λάσπες να λιώσω μες στον λάκο, και για
πλάκα να βάλω εσένα -θωρώντας την όψη σου σαν σκέπασμα
πάνω απ’τον τάφο μου, ακόμα και στον θάνατο-
Να απλώνω τα ρούχα στον ήλιο, κι εσύ αντίκρυ να με λούζεις με
κομμάτια από το σεντόνι που κοιμόσουν -όταν δεν ήμουν στο
πλάι σου, νύχτες ολόκληρες- και να ηχούν καμπάνες χαρμόσυνες
τις Κυριακές, όταν θα μου λες λόγια που ακόμα δεν ψέλλισες.
Να σε πλέξω φωτοστέφανο στο κεφάλι μου, και τα μάτια μου
πελώρια να λάμπουν στον οίκο σου, εσένα ολόκληρο μέσα από
μένα -ψαλμωδίες, λειτουργίες κι εγκώμια για πάντα- αφού την
καρδιά μου λύτρωσες, ηδονή του κορμιού μου, και σκάλισες στα
ξύλινα ταμπλό το όνομα σου για πάντα πνοή της καρδιάς μου.
Κι αν κανείς δεν με θυμάται, κι αν κανείς δεν με δει ή με ακούσει,
πέρα από την δική σου θύμηση, όραση ή ακοή έζησα για να με
κρατήσεις εσύ στη μικρή γωνιά του σύμπαντος σου -αυτό μου
αρκεί για να ζω, να υπάρχω-
Εγκώμιο εσύ. Μιας Παρασκευής ή μιας Κυριακής,
Κι εγώ προσκυνώντας τα πάθη σου, φως μου οφθάλμιο, σε
ξωκλήσι απόκρυφο,
Ζώντας με τα χέρια σφικτά -σε στάση κατάνυξης-
Απέναντι μου έχοντας εσένα, για πάντα υμνώντας σε,
Κοιτώντας σε στην τοιχογραφία, ορθό εμπρός μου,
Με τα δάκτυλά να με ευλογούν -αφού δική σου με έκανες-
Δείχνοντας μου μες από τα κόκκινα χείλη σου -βυζαντινό
ιερογλυφικό της καρδιάς μου-
Το ποσό σ’αγάπησα, το πόσο σε λάτρεψα,
Μέχρι η καρδιά μου να πάψει να ζει…