ομιλία στην παρουσίαση της μετάφρασης της Λίζας Διονυσιάδου του Ημερολογίου του Σατανά του Αντρέγιεφ
04/06/2025

Ο Αντρέγιεφ όπως ο Προυστ, ο Κάφκα, ο Τζόυς υπήρξε μάρτυρας των πιο βίαιων πολιτικοστρατιωτικών αναταραχών που γνώρισε η Ευρώπη στη μακρόχρονη ιστορία της. Το μακελειό του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου τον ανέδειξε μεγάλο αφηγητή του ψυχολογικού και φανταστικού πεζογραφήματος ακόμα και εκτός Ρωσίας. Αλλά είχε την ατυχία να μην είναι αρεστός στο μετεπαναστατικό καθεστώς στην Σοβιετική πλέον Ένωση. Υπήρξε, εξ αυτού του λόγου, συγγραφέας της μετάβασης, του μεταιχμίου. Η σαρκαστική του υπερβολή έδινε εννιά φορές στις δέκα το πάνω χέρι στο παράλογο και τη φρίκη του κόσμου και της ύπαρξης.
Ο Αντρέγιεφ βρίσκει λοιπόν μια θέση ανάμεσα στον συμβολισμό, τη μεταφυσική θέαση του κόσμου του Στρίντμπεργκ και τον παραλογισμό του καφκικού σύμπαντος.
Προς το τέλος της όχι και τόσο μακρόχρονης ζωής του – πέθανε 48 ετών- βρέθηκε στη Φινλανδία, αποκομμένος από τη Ρωσία και τα τεκταινόμενα εντός της. Και όταν η Φινλανδία κήρυξε την ανεξαρτησία της ακολούθησε εμφύλιος και ο ίδιος κι η οικογένειά του αντιμετώπισαν το κρύο και την πείνα. Οι κακουχίες αυτές του δημιούργησαν καρδιακές και νευρικές κρίσεις που δεν τον εγκατέλειψαν ως το τέλος όπως και η κακή ψυχολογία από παλιότερες απόπειρες αυτοκτονίας, καθώς και η πλήρης συγγραφική αδράνεια. Μετά την αποσταλινοποίηση το 1955 άρχισε πάλι να διαβάζεται και να μεταφράζεται, ανακτώντας μια σημαντική και διαρκή υστεροφημία.
Να σημειωθεί πως είναι πολύ δημοφιλής στην Ελλάδα και οι πολυπλυθείς μεταφράσεις του στη γλώσσα μας είναι όλες σχεδόν σε κυκλοφορία.
Το Ημερολόγιο του Σατανά είναι το τελευταίο του βιβλίο που ίσα που πρόλοβε να ολοκληρώσει. Ετοιμαζόταν να πάει στην Αμερική επιθυμία που δεν πρόλαβε να εκπληρώσει αλλά το χειρόγραφο το παρέδωσε σε έμπιστο φίλο που πήγε μαζί του στην Αμερική.
Το Ημερολόγιο του Σατανά θα μπορούσε να το εντάξει κανείς στην παράδοση πεζογραφημάτων όπως οι νουβέλες του Γκόγκολ –«όλοι δε βγήκαν από το παλτό του Γκόγκολ»;- η Μύτη και το Ημερολόγιο ενός τρελού - τυχαία σύμπτωση ότι όχι μόνο ο Σατανάς αλλά και οι τρελοί κρατούν ημερολόγιο; - αλλά και η νουβέλα του ίδιου του Αντρέγιεφ το Γέλιο.
Ο τρελός του Ημερολογίου του Γκόγκολ που νομίζει κάποια στιγμή πως είναι ο βασιλιάς της Ισπανίας - έχει δηλαδή κρίση ταυτότητας – και ως εκ τούτου μοιάζει με το Σατανά του Αντρέγιεφ ο οποίος ως μη άνθρωπος υποχρεώνεται να πάρει μια ανθρώπινη ταυτότητα. Από Σατανάς λοιπόν που όπως και ο Θεός δεν έχει δύο ονόματα – όνομα και επώνυμο για να ξεχωρίζει από τους πολλούς – αφού δεν έχει τέτοια ανάγκη, γιατί είναι μοναδικός - κλέβει το όνομα ενός Αμερικανού δισεκατομμυριούχου ονόματι Βάντεργκουντ – όπως τον αποδίδει η μεταφράστρια από το ρωσικό πρωτότυπο - που μεταφράζεται σε Wondergood, όνομα που αποτελεί έναν σύνθετο πλεονασμό [= θαύμα [-σιος] & καλό] και ταυτόχρονα έναν ευφημισμό.
Ο Βάντεργκουντ εκτός από τα πολλά εκατομμύρια που του εξασφαλίζουν ασυλία έχει και βαφτιστικό όνομα και ηλικία. Και το όνομα αυτού είναι Χένρι που παραπέμπει ευθέως στον τρελό βασιλιά Ερρίκο Δ’ που ήταν και πραγματικό πρόσωπο και φανταστικό στο ομώνυμο έργο του Λουίτζι Πιραντέλο, όπου όπως συνήθιζε ο Πιραντέλο μας αφήνει με την αμφιβολία αν ο Ερρίκος είναι όντως τρελός ή υποδύεται τον τρελό . 6. Είναι δε τριάντα χρονών, δηλαδή βρίσκεται σε μια ηλικία ιδανική για έναν άντρα που αφενός δεν απέχει παρά ελάχιστα από τη νεότητα και αφετέρου βρίσκεται στην πιο παραγωγική ηλικία. Μην ξεχνάμε πως ο Χριστός και ο Μέγας Αλέξανδρος ολοκλήρωσαν την αποστολή τους στη Γη στα 33 τους χρόνια και απήλθαν.
Ο Σατανάς Βάντεργκουντ έχει αυτοπεποίθηση κάθε άλλο παρά ταπεινός είναι ούτε δέχεται τίποτα ταπεινωτικό για τον εαυτό του. Είναι απολύτως εξωστρεφής και αμετροεπής. Εκπληρώνει την κλοουνίστικη εκδοχή του Σατανά αυτού που χλευάζει, κοροϊδεύει κα παραπλανά αν και όταν αυτοπαρουσιάζεται λέει:
«Πρώτα απ’ όλα, ξέχνα τους αγαπημένους σου μαλλιαρούς, με κέρατα και φτερά διαβόλους που ξεφυσάνε φωτιές, μεταμορφώνουν σε χρυσάφι τα πήλινα συντρίμμια και τους γέροντες σε γοητευτικούς νεαρούς, και, αφού το κάνουν αυτό και ξεστομίσουν πολλές βλακείες, ακαριαία γκρεμίζονται μέσα από τη σκηνή- και θυμήσου: Όταν θέλουμε να βρεθούμε στη γη σου, πρέπει να εξανθρωπισθούμε. Γιατί συμβαίνει κάτι τέτοιο, θα το μάθεις μετά θάνατον, προς το παρόν θυμήσου: Τώρα, Είμαι άνθρωπος, όπως εσύ, δεν βρωμάω τραγίλα, αλλά υποφερτό άρωμα, και μπορείς ήρεμα να Μου σφίξεις το χέρι».
Από αυτό το παιγνιώδες απόσπασμα είναι φανερό πως ο Αντρέγιεφ χρησιμοποιεί τη φόρμα της σάτιρας.
Στην κωμωδία ο δημιουργός και όχι ο ήρωας είναι εκείνος που κλείνει το μάτι στον αναγνώστη κάνοντάς τον συνένοχό του. Έτσι ο τελευταίος γίνεται, όπως και σ’ όλη τη λογοτεχνία άλλωστε, συνδημιουργός του συγγραφέα.
Η συμπάθεια και η συμπόνια είναι άγνωστες σ’ αυτό που γενικότερα αποκαλούμε κωμωδία. Η σάτιρα, ειδικότερα, είναι υπόγεια ή απροκάλυπτη , προκατειλημμένη, μνησίκακη, άδικη, υπερβολική, κοντόφθαλμη, παράλογη. Ο σατιρικός συγγραφέας είναι αναγκαστικά εχθρικός προς το αντικείμενο της σάτιρας, και τα βέλη του είναι ποτισμένα με δηλητήριο. Νιώθει υπεροχή έναντι των ηρώων του και έχει ανάγκη να περιπαίξει ακόμη και τον συνένοχό του αναγνώστη.
Ο Αντρέγιεφ αφού αμφισβήτησε τη λογική βάζει και την παράμετρο της τρέλας, λέγοντας πως τώρα που από τον ουρανό, το υπερώο δηλαδή, κατέβηκε στη Γη κι έγινε επίγειος σαν τους ανθρώπους: «αυτοί οι δύστυχοι στοχαστές, αν είναι ειλικρινείς και δίχως απατεωνιές στην οικοδόμηση, όπως οι συνηθισμένοι μηχανικοί, δεν καταλήγουν άδικα στο τρελάδικο. Εγώ, είμαι μόνο μερικές μέρες στη γη και ήδη, όχι μόνο μια φορά, διέκρινα τους κίτρινους τοίχους του και την πόρτα του να με χαιρετάει μισάνοιχτη».
Αλλά ήρθε η ώρα να επιχειρήσουμε την τελευταία και πιο σημαντική συγγένεια του έργου με το μύθο του Φάουστ.
«Στη λαϊκή παράδοση όλων των εθνών», λέει ο Γιαν Κοτ υπάρχουν όντως ιστορίες για έναν άνθρωπο που πουλάει την ψυχή του στο διάβολο και υπογράφει το έγγραφο της αγοραπωλησίας με το ίδιο του το αίμα».
«Ο πρώτος Φάουστους, ο πραγματικός, ένας επαρχιώτης μάγος, ένας τσαρλατάνος κρυπτοδάσκαλος αθέμιτων τεχνών, έζησε σε μια μεγάλη εποχή».
Από τον Μεσαίωνα στην Αναγέννηση και στον Δόκτορα Φάουστους του Κρίστοφερ Μάρλοου ή στον Φάουστ του Γκαίτε[1808], κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι.
Φτάνοντας στην εποχή που έζησε ο Λεωνίδας Αντρέγιεφ [1871-1919] ολότελα διαφορετικής από εκείνη του πρώτου αλλά και των επόμενων Φάουστ - στο Ημερολόγιο του Σατανά έχουμε μια ακόμη εκδοχή του φαουστικού θρύλου αλλά όχι του φαουστικού ανθρώπου.
Η αντρεγιεφική εκδοχή είναι αντίστροφη από όλες τις άλλες: στο Ημερολόγιο του Σατανά Σατανάς είναι ο Φάουστ ο οποίος παίρνει, όπως είπαμε ήδη, ανθρώπινη μορφή «και ξαφνικά άρχισε να μ’ αρέσει που ήμουν άνθρωπος», λέει ο πρώην Σατανάς που όταν εξανθρωπίζεται χάνει τη σατανικότητά του. Λέει ακόμα: «Με φοβίζει το σκοτάδι που το λένε νύχτα. Είμαι μόνος μου σ’ όλο το Σύμπαν» ή:«Σ’ αυτόν το φωτεινό χορό η γη ντυμένη στο σκοτάδι». Ωστόσο επιθυμεί να επιβάλλει την τάξη. Στην πορεία του έργου θα φανεί αν έχει τέτοια ικανότητα. Τελικά θ’ αποδειχτεί ότι αφήνεται να τον εκμεταλλευθούν. «Τα δάκρυα έτρεξαν στη μύτη μου σαν λεμονάδα». Αυτά τα δύο δάκρυα έκαναν εξαιρετική εντύπωση στον Μάγκνους, Ο οποίος είναι κατ’ αντιστροφή ο Μεφιστοφελής. Είναι μισάνθρωπος, μνησίκακος και απομονωμένος. Ο τριαντάχρονος Αμερικανός δισεκατομμυριούχος σαγηνεύει τον Μάγκνους [=μεγάλος, σημαντικός], ενώ ο Βάντεργκουντ γοητεύεται από την κόρη του Μαρία, τη Μαργαρίτα του Φάουστ του Γκαίτε:
«Βρίσκομαι στην δική σου Γη, άνθρωπε, και σκέφτομαι έναν άλλον άνθρωπο, που είναι επικίνδυνος για μένα, και ο ίδιος είμαι άνθρωπος. Και εκεί είναι το φεγγάρι και το σιντριβάνι. Και εκεί η Μαρία, που την αγαπώ. Να και το κρασί και ποτήρι. Και αυτό είναι η ζωή σου και η δική μου… μήπως το επινόησα ότι κάποτε ήμουν σατανάς; Βλέπω μόνο σκόπιμα και το σιντριβάνι και την Μαρία, και τις ίδιες μου, τις σκέψεις για κάποιον Μάγκνους,- άνθρωπε, αλλά το πραγματικά δικό μου δεν μπορώ ούτε να το βρω, ούτε να το καταλάβω. Εξετάζω μάταια την μνήμη - είναι γεμάτη και σιωπηλή, σαν κλειστό βιβλίο, και δεν έχω δύναμη να ανοίξω αυτό το μαγεμένο βιβλίο, που λειώνει μέσα του όλα τα μυστικά της προηγούμενης ζωής μου. Τεντώνοντας την όραση, μάταια βλέπω το μακρινό και φωτεινό βάθος, από όπου ήρθα σ’ αυτή τη χάρτινη Γη- και δεν βλέπω τίποτα στα βασανιστικά λικνίσματα της απέραντης ομίχλης. Εκεί, πίσω από την καταχνιά, βρίσκεται η χώρα μου, αλλά φαίνεται, μάλλον ξέχασα εντελώς τον δρόμο του γυρισμού». Αν δεν υπήρχαν αποσπάσματα σαν αυτό θα λέγαμε πως το αντρεγιεφικό Ημερολόγιο του Σατανά είναι παρωδία.
Το Ημερολόγιο δεν είναι ένα πράγμα. Είναι λίγο απ’ όλα: λυρικό και κωμικό ταυτόχρονα πεζογράφημα, σάτιρα του κόσμου αλλά έχει και στοχαστικά ξεσπάσματα, όπως και γροτέσκα σημεία.
Υπάρχει ωστόσο και μία ομοιότητα ανάμεσα στον Φάουστ του Γκαίτε και στον αντρεγιεφικό Σατανά. Στο τέλος και οι δύο έχουν μια και μόνη έξοδο: το θάνατο. Από τη στιγμή που πουλάνε την ψυχή τους για να κερδίσουν γνώση, δύναμη, νιάτα, διάρκεια ή ό,τι άλλο δεν υπάρχει επιστροφή.