Η λογοτεχνία του Μεσοπολέμου και η γενιά του Τριάντα

Ό,τι απέμεινε στην ελληνική λογοτεχνία από τον Μεσοπόλεμο είναι η λεγόμενη γενιά του Τριάντα, γενιά, φιλελευθέρων συντηρητικών κατά κύριο λόγο, ποιητών, πεζογράφων, και κριτικών, οι οποίοι έχουν μείνει στην ιστορία με αυτό το όνομα που τους δόθηκε μεταγενέστερα. Ωστόσο, ανάμεσά τους, βρίσκονταν τρεις λογοτέχνες, οι οποίοι είτε πέρασαν από την Αριστερά (Οδυσσέας Ελύτης), είτε εμπνεύστηκαν από την Αριστερά, στη συνέχεια απομακρύνθηκαν, αλλά επανέκαμψαν (Ανδρέας Εμπειρίκος), είτε ήταν σε όλη τoυς τη ζωή αριστεροί (Κοσμάς Πολίτης). Ο βασικός πυρήνας της γενιάς του Τριάντα υπάρχει σε μια φωτογραφία που τραβήχτηκε στο σπίτι του Γιώργου Θεοτοκά το 1963 και σε αυτήν εμφανίζονται οι: Άγγελος Τερζάκης, Κ.Θ.Δημαράς, Γιώργος Κατσίμπαλης, Κοσμάς Πολίτης, Ανδρέας Εμπειρίκος, Θ.Πετσάλης-Διομήδης, Ηλίας Βενέζης, Οδυσσέας Ελύτης, Γιώργος Σεφέρης, Αντρέας Καραντώνης, Στέλιος Ξεφλούδας, Γιώργος Θεοτοκάς. Θα μπορούσαμε να πούμε πως οι λογοτεχνικές (και όχι τόσο οι πολιτικές) ιδέες αυτών των λογοτεχνών είχαν εκφραστεί λίγο πολύ μέσα από το δοκίμιο Ελεύθερο Πνεύμα που  δημοσίευσε το 1929 ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο οποίος μπορεί να χαρακτηριστεί και ως πνευματικός ηγέτης τους ή καθοδηγητής τους, αν και οι όροι αυτοί δεν ταιριάζουν με την περίπτωσή τους.

Σύμφωνα με τον ιστορικό Τάσο Βουρνά, η γενιά του Τριάντα αποτελεί «την διασταύρωση της φθοράς του εθνικιστικού ιδανικού στην Ελλάδα που τροφοδοτούσε για πολύ καιρό τη λογοτεχνία, με τις μεταπολεμικές συνθήκες μιας λογοτεχνίας που άνθισε στα μεγάλα κοσμοπολίτικα κέντρα της δύσης με εντελώς διαφορετικό μηχανισμό ροπών, λειτουργίας και επιτεύξεων απ’ ό,τι η διασταύρωση του κοινωνικού ιδανικού στην Ελλάδα με το συνταρακτικό γεγονός της Οκτωβριανής Επανάστασης». Με λίγα λόγια, οι ιδέες της γενιάς του Τριάντα βρίσκονταν στην αντίπερα όχθη από την ταξική εργατική λογοτεχνία που εκπροσωπούσε ο Κώστας Βάρναλης με τους μαρξιστικούς του στίχους, ο Κώστας Παρορίτης με τα προλεταριακά του μυθιστορήματα και η ομάδα των αριστερών λογοτεχνών που έγραφαν στο περιοδικό Νέοι Πρωτοπόροι (Καρβούνης, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Ασημάκης Πανσέληνος, Δημήτρης Γληνός, Γιάννης Κορδάτος, Βασίλης Ρώτας και λοιποί).

Στο Ελεύθερο Πνεύμα ο Θεοτοκάς (υπέγραφε ως Ορέστης Διγενής) μιλάει για το πνεύμα της ήττας και της παρακμής, χαρακτηρίζοντας τον Καβάφη ως «το κορύφωμα της τάσης της ελληνικής ποίησης προς το θάνατο». Βεβαίως, το ίδιο πράγμα εξέφραζε, ως ένα βαθμό, με την απαισιοδοξία του ο Καρυωτάκης, κάτι που σφράγισε με την αυτοκτονία του το 1928. Ωστόσο, ο Γ.Π.Σαββίδης θεωρεί πως η γενιά του ’30 και όσοι εμφανίστηκαν στην ποίηση μετά τον Καρυωτάκη είχαν επηρεαστεί από αυτόν, μολονότι «επιβλήθηκαν υψώνοντας για σημαία τους την άρνηση του Καρυωτάκη». Σε αυτούς περιλαμβάνει και τον Γιάννη Ρίτσο και τον Νικηφόρο Βρεττάκο, κάτι που διαφαίνεται στα πρώτα έργα τους. Ο ίδιος εκτιμά πως ανάμεσα στις νέες λυρικές ελληνικές φωνές που πρωτακούστηκαν δημοσίως από το 1927 ως το 1935, δραστικότερες αποδείχτηκαν κατά τα επόμενα σαράντα χρόνια μόνο τέσσερeις: ο Σεφέρης, ο Εμπειρίκος, ο Ρίτσος και ο Ελύτης.

Με τη σειρά του, ο Βουρνάς σημειώνει οι Καβάφης και Καρυωτάκης εξαιτίας της εξαχρείωσης της κοινωνίας -ως αποτέλεσμα της αστικής ιδεολογίας-, με τα ποιήματά τους διαμαρτύρονταν προς τον «αστικό κόσμο της παρακμής» που στον βυθό του διακρινόταν καθαρά  «ο μέγας κίνδυνος του φασισμού» για την ανθρωπότητα και την Ελλάδα.

Ο Θεοτοκάς μιλάει επίσης για την Ευρώπη, η οποία ενέπνεε με πολλούς τρόπους τη γενιά του. «Η Ευρώπη είναι σαν κήπος που συγκεντρώνει τα πιο διαφορετικά λουλούδια, τα πιο αταίριαστα χρώματα», αρχίζει. Και συνεχίζει: «Η Ευρώπη είναι ένα σύμπλεγμα από άπειρες αντιθέσεις. Διαφορετικές και πολύ συχνά αντίθετες ψυχικές διαθέσεις γεννιούνται στο Βορρά και στη Μεσημβρία, στη Δύση και στην Ανατολή. Διαφορετικούς τρόπους του αισθάνεσθαι και του σκέπτεσθαι εκδηλώνουν οι Λατίνοι, οι Αγγλοσάξωνες, οι Γερμανοί, οι Σλαύοι». Επίσης: «Ο ελληνικός πολιτισμός, χωρίς τα στερεά ρωμαϊκά θεμέλια, θα χανότανε ίσως για πάντα μέσ’ στον κατακλυσμό των πρώτων χριστιανικών αιώνων. Ο Παρθενώνας, ο Πλάτωνας, οι Καίσαρες, το Ρωμαϊκό δίκαιο συμπληρώνουνται και συγκρατιούνται».

Τι ήθελε να πει; Το αυτονόητο. Πως χωρίς τα ευρωπαϊκά κινήματα κάθε είδους η Ελλάδα δεν είχε μέλλον, δεν ήταν δυνατόν η λογοτεχνία της να αναπτυχθεί κι επομένως έπρεπε να εγκαταλειφθεί η περίφημη “ελληνικότητα”. «Αν με ρωτούσαν», συνεχίζει, «ποιος από τους συγγραφείς μας αντιπροσωπεύει καλύτερα το νεοελληνικό χαρακτήρα θα απαντούσα με ένα σύμπλεγμα από αντιθέσεις: Κοραής-Σολωμός-Ψυχάρης-Παλαμάς-Δραγούμης… Ίσως πρόσθετα σ’ αυτόν τον κατάλογο και το όνομα του Καβάφη…»

Ο Θεοτοκάς θεωρούσε πως από τους Έλληνες έλειπαν οι πνευματικοί ορίζοντες, η παράδοση μιας ανώτερης πνευματικής ζωής, η ελεύθερη σκέψη, αφού στη χώρα κυριαρχούσαν δύο διαφορετικά δόγματα που πάλευαν το ένα το άλλο, χωρίς αυτή η πάλη να οδηγεί πουθενά. Ισχυριζόταν πως την έλλειψη αληθινής πνευματικής ανάπτυξης φανέρωνε κι η έλλειψη ανοχής και ψυχραιμίας “που χαρακτηρίζει πάντα τις ελληνικές συζητήσεις”. Γράφει: «Όταν εκδηλωθεί μια διαφωνία, η πρώτη δουλειά των Ελλήνων διανοουμένων είναι να αρνηθούν ολότελα τη σημασία του αντιπάλου». Για να γίνει πιο κατανοητός, αναφέρει και ονόματα, τα ονόματα των διανοούμενων, οι οποίοι κατά τη γνώμη του δογματίζουν προς ζημία της ελληνικής λογοτεχνίας. Από τη μια μεριά είναι ο καθηγητής Γιάννης Αποστολάκης, ο οποίος μετατρέπει σε δόγμα τον Διονύσιο Σολωμό, δόγμα εθνικό, φιλοσοφικό, αισθητικό, ακόμα και «ολόκληρη κοσμοθεωρία». Κατ’ αυτόν όποιος δεν ασπάζεται το συγκεκριμένο δόγμα είναι όχι μόνο κακός συγγραφέας, αλλά και κακός πολίτης, κακός άνθρωπος και «κακός Έλληνας». Από την άλλη είναι ο Κώστας Βάρναλης, ποιητής και καθηγητής, ο οποίος πολεμάει το δόγμα του Αποστολάκη μ’ ένα άλλο δόγμα, εξίσου «στενό και τυραννικό, το δόγμα του ιστορικού υλισμού».

Παρακάτω ο Θεοτοκάς ισχυρίζεται πως εκείνη την εποχή, αλλά και νωρίτερα, η Ελλάδα δεν είχε επιδείξει τίποτα σημαντικό στον τομέα της λογοτεχνίας, μολονότι τότε ήταν γνωστοί και αγαπητοί σε έναν στενό κύκλο ανθρώπων ο Καζαντζάκης και ο Καβάφης, οι οποίοι λίγα χρόνια μετά από αυτή τη διαπίστωση απέκτησαν φίλους και θαυμαστές στο εξωτερικό, ο δεύτερος ήταν υποψήφιος και για το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας. Ιδού η φράση του:

«Η Νέα Ελλάδα δεν πρόσφερε ως σήμερα τίποτα στον πνευματικό πολιτισμό της Ευρώπης. Κανένας από τους συγγραφείς μας δεν εξάσκησε ποτέ επίδραση έξω από τα σύνορα. Κανένα έργο μας δε συγκίνησε αληθινά τους ξένους, Ωστόσο δουλέψαμε εκατό χρόνια και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι δουλέψαμε όσο μπορούσαμε καλύτερα, Τώρα που έκλεισε αυτός ο πρώτος αιώνας ανεξάρτητης ζωής, και αρχίζει μια νέα εποχή για την Ευρώπη και για την Ελλάδα, επιβάλλεται να αναθεωρήσουμε τις αξίες μας, τα μέτρα και τα σταθμά».

Μετά από αυτά τα απαισιόδοξα, ο Θεοτοκάς κλείνει το μανιφέστο του αισιόδοξα, καθόλου μοιρολατρικά. Ενώ εκτιμά πως «Μας λείπει τρομερά η αυτοπεποίθηση. Η ήττα (εννοεί τη μικρασιατική καταστροφή), τσάκισε κάθε λεβεντιά και αποστέγνωσε τις καρδιές», σημειώνει πως «Κρούει η ώρα μιας νέας ελληνικής γενιάς, πιο ώριμης από τις προηγούμενες και μπορούμε να ελπίζουμε πιο δυνατής, γιατί είναι μια γενιά σκληραγωγημένη που ανατράφηκε μέσ’ στην ατμόσφαιρα του πολέμου..»

Ακριβώς το ίδιο σκέφτεται ο Τάσος Βουρνάς, κάνοντας τον πνευματικό απολογισμό εκείνης της περιόδου. Θεωρεί πως τα πρώτα χρόνια μετά την μικρασιατική καταστροφή οι πνευματικοί άνθρωποι προσγειώθηκαν ανώμαλα. Αλλά «οι τεχνίτες του λόγου δείχνουν μια τάση να υπερπηδήσουν το χτες για να κερδίσουν το σήμερα και το αύριο». Η δική του αισιοδοξία προέρχεται από την ταξική λογοτεχνία, αφού η ρώσικη επανάσταση προκάλεσε και στον τόπο μας ένα επαναστατικό κλίμα. Σύμφωνα με το σκεπτικό του, απέναντι στους εκπροσώπους της γενιάς του Τριάντα που οραματίζονται μια ιδανική αστική δημοκρατία, «αναμάρτητη, σαν από κάποιο θαύμα, χωρίς ταξικούς ανταγωνισμούς, ουτοπική και γι’ αυτό απραγματοποίητη», προβάλλει το όραμα των μαρξιστών λογοτεχνών και καλλιτεχνών που δεν είναι απλώς η δημιουργία μιας αταξικής κοινωνίας αλλά και η εξασφάλιση της ειρήνης.

Πράγματι, ο αμεσότερος πνευματικός στόχος των Νέων Πρωτοπόρων την περίοδο 1932-1936 ήταν το σύνθημα «πόλεμος ενάντια στον πόλεμο». Ήταν φανερό πλέον πως η Ευρώπη πήγαινε για μια νέα ανθρωποσφαγή. Ο Δημήτρης Γληνός  είχε γράψει σχετικό άρθρο, οπότε τον Ιούλιο του 1932 εμφανίστηκε στις εφημερίδες ένα ανάλογο αντιφασιστικό μανιφέστο, το οποίο υπέγραφαν, εκτός των αριστερών διανοουμένων (Δ.Γληνός, Γ.Καζαντζάκη, Μ.Αυγέρης, Κ.Βάρναλης, Ν.Κατηφόρης, Γ.Κορδάτος, Ν.Καρβούνης, Α.Μελαχρινός, Α.Πανσέληνος, Α.Χουρμούζιος), και αρκετοί κεντρώοι, ανάμεσά τους η Μαρίκα Κοτοπούλη, ο Κωστής Μπαστιάς, ο Ιωάννης Σοφιανόπουλος, ο Α.Αγγελόπουλος).

Η φωνή τους προστέθηκε στη φωνή μερικών σημαντικών ανθρώπων της παγκόσμιας σκέψης, που συμπαθούσαν τη Σοβιετική Ένωση (Ρ.Ρολάν, Α.Μπαρμπύς, Α.Αϊνστάιν, Τ.Ντράιζερ, Ά.Σίνκλερ, Τζον Ντος Πάσος, Χ.Μαν), και του Μαξίμ Γκόρκι που διαμαρτύρονταν για τον επερχόμενο πόλεμο και καλούσαν υπέρ του αγώνα «για τον πολιτισμό και τον ανθρωπισμό».

Την ίδια εποχή στην Αθήνα εκδόθηκε άλλο ένα προοδευτικό περιοδικό, το Σήμερα, όπου έγραφαν μαρξιστές (Γ.Μηλιάδης), μετριοπαθείς μαρξιστές (Η.Τσιριμώκος), ειρηνιστές, (Κ.Ουράνης), χριστιανοί (Τ.Παπατσώνης), και άλλοι διανοούμενοι που αναζητούσαν ένα καινούργιο δρόμο. Τόσο οι Νέοι Πρωτοπόροι όσο και το Σήμερα,που ήταν όμως βραχύβιο (1933-1934), πολεμούσαν τις ιδέες του περιοδικού Ιδέα το οποίο ήταν ιδεαλιστικό και αρνούνταν την αναγκαιότητα της πάλης των τάξεων. Σε αυτό πρωτοστατούσε ο Σπύρος Μελάς με τις εθνικιστικές ιδέες του και ο Θεοτοκάς με τις κοσμοπολίτικες, συνυφασμένες με έναν ελληνοκεντρισμό. Στην διακήρυξη του πρώτου τεύχους της διαβάζουμε πως αυτό είναι ένα όργανο «του ελεύθερου πνεύματος ψηλότερα από τα κόμματα και τις κοινωνικές τάξεις και εναντίον κάθε δημοκοπίας».

Οι Νέοι Πρωτοπόροι έκλεισαν από την δικτατορία της 4ης Αυγούστου, όπως και τα υπόλοιπα προοδευτικά έντυπα. Οι διανοούμενοι κάθε απόχρωσης σχεδόν σιώπησαν, ωστόσο οι πλειονότητά τους συμμετείχε στην αγώνα κατά των κατακτητών μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ, ακόμα και μερικοί που ανήκαν εν δυνάμει στην γενιά του Τριάντα. Ωστόσο, την ίδια εκείνη εποχή εμφανίστηκαν στην Ελλάδα τα πρώτα δείγματα του υπερρεαλισμού, κυρίως με τον Ανδρέα Εμπειρίκο, ο οποίος αφού είχε ζήσει στο Παρίσι και είχε μπολιαστεί με τις ιδέες του Αντρέ Μπρετόν, εξέδωσε το 1935 την Υψικάμινο.

Μπορούμε να πούμε, συμπερασματικά, πως σε όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου στην Ελλάδα οι διανοούμενοι βρίσκονταν σε δύο διαφορετικά στρατόπεδα, ιδεολογικά και πολιτικά. Το ένα ενδιαφερόταν με πάθος για την μακροημέρευση της αστικής δημοκρατίας, πιστεύοντας πως πρόκειται για διαχρονική αξία, διαποτισμένη με τις αρχές του ουμανισμού που μπορoύσε να δώσει λύσεις στα προβλήματα των νέων ανθρώπων. Το άλλο αγωνιζόταν με πείσμα για τη διάδοση των μαρξιστικών ιδεών, θεωρώντας πως η νίκη της επανάστασης στη Ρωσία θα μεταδιδόταν σαν πυρκαγιά σε όλον τον κόσμο, αλλάζοντας τα πάντα.

 

Βιβλιογραφία

Τάσος Βουρνάς, Ιστορία της νεώτερης και σύγχρονης Ελλάδας, τόμος Β΄, εκδόσεις Πατάκη, 1998.

Γιώργος Θεοτοκάς, Ελεύθερο Πνεύμα, Επιμέλεια Κ.Θ.Δημαράς, Εστία, 1998.

Γ.Π. Σαββίδης, Εισαγωγή στο Κ.Γ.Καρυωτάκης «Ποιήματα και πεζά», Εκδοτική Ερμής, 1977.