Για την όπερα
31/07/2018
Ο Νικολάι Γκόγκολ στο απόσπασμα του άρθρου του Εντυπώσεις από το Πίτερμπουργκ του 1836, μιλάει για την όπερα στη Ρωσία, καθώς και για τον πατέρα της Εθνικής Σχολής, Μιχαήλ Ιβάνοβιτς Γκλίνκα, επικροτώντας την αξιοποίηση της ντόπιας μουσικής, που μέχρι τότε έμενε ανεκμετάλλευτη από τους συνθέτες.
Μετάφραση: Ελένη Κατσιώλη
Δεν αποτελεί έκπληξη που το μπαλέτο και η όπερα είναι πιο ικανοποιητικές και ξεκουράζουν: αποτελούν μια ήρεμη απόλαυση. Η όπερα έχει γίνει αποδεκτή από εμάς με πολύ πάθος. Μέχρι σήμερα δεν έχει περάσει εκείνος ο ενθουσιασμός με τον οποίο ριχνόταν ολόκληρο το Πίτερμπουργκ στη ζωντανή, φωτεινή μουσική της Φενέλα,[1] στην άγρια, κολασμένη απόλαυση του «Ρομπέρτο Ντιάμπολο».[2] Τη «Σεμίραμι», που έβλεπε το κοινό επί πέντε χρόνια αδιάφορα, σήμερα, όταν πλέον η μουσική του Ροσίνι είναι σχεδόν αναχρονισμός, το κοινό οδηγείται σε πραγματικό θαυμασμό. Όσο για τον ενθουσιασμό που δημιουργήθηκε από την όπερα «Μια ζωή για τον Τσάρο»,[3] δεν έχω τίποτε να πω: είναι μια όπερα κατανοητή και ήδη γνωστή σε ολόκληρη τη Ρωσία. Γι’ αυτήν την όπερα ή θα πρέπει να πούμε πολλά ή να μην πούμε τίποτα.
Και δεν μου αρέσει να μιλάω ούτε για μουσική ούτε για ερμηνευτές. Μου φαίνεται ότι όλες οι μουσικές μελέτες και τα σχόλια θα πρέπει να είναι βαρετά και στους μουσικούς: ένα τεράστιο μέρος της μουσικής δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια. Τα μουσικά πάθη δεν είναι κοσμικά πάθη. Η μουσική αρκετές φορές εκφράζει ή, μάλλον, μιμείται με τη φωνή τα πάθη μας και, ακουμπώντας πάνω σε αυτά, εκρήγνυται σε μουσικούς χείμαρρους που τραγουδούν άλλα πάθη, σε άλλες σφαίρες. Θα σημειώσω μόνο ότι η μανία για τη μουσική διαδίδεται όλο και περισσότερο. Άνθρωποι, για τους οποίους κανείς δεν υποψιαζόταν ότι έχουν μουσικό πνεύμα, παρακολουθούν ολόκληρη την όπερα «Μια ζωή για τον Τσάρο», τον «Ρομπέρτο Ντιάμπολο», τη «Νόρμα»,[4] τη «Φενέλα» ή τη «Σεμίραμι». Οι όπερες παίζονται σχεδόν δύο φορές την εβδομάδα, αντέχουν σε αμέτρητες εμφανίσεις και, παρόλ’ αυτά, είναι δύσκολο να βρεις εισιτήριο. Μήπως αιτία είναι η σλάβικη μουσική μας φύση; Και δεν είναι άραγε αυτό η επιστροφή μας με τη ρωσική άμαξα, την πλημμυρισμένη με κουδουνάκια -μετά από το ταξίδι μας στην ξένη χώρα του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, όπου όλοι γύρω μας μιλούσαν μια άγνωστη γλώσσα και ήταν όλοι τους ξένοι,- μέσα στην οποία επιταχύνοντας το τρέξιμο κουνάμε το καπέλο λέγοντας: «Στην επίσκεψη είναι καλά, αλλά είναι καλύτερα στο σπίτι!»
Και ποια όπερα δεν μπορεί να δημιουργηθεί από τα εθνικά μας μοτίβα! Δείξτε μου έναν λαό που έχει περισσότερα τραγούδια. Στην Ουκρανία μας αντηχούν τα τραγούδια. Στον Βόλγα, από τις πηγές μέχρι τη θάλασσα, ολόκληρη η σειρά των φορτηγίδων πλημμυρίζει από τα τραγούδια των μαουνιέρηδων. Με το τραγούδι κόβονται οι κορμοί των πεύκων για τα αγροτόσπιτα σε ολόκληρη τη Ρωσία. Με το τραγούδι, δίνουν τα τούβλα, χέρι με χέρι, και οι πόλεις μεγαλώνουν σαν μανιτάρια. Με το τραγούδι των γυναικών φασκιώνεται, παντρεύεται και θάβεται ο Ρώσος. Και πάντα στον δρόμο οι ευγενείς και αυτοί που δεν είναι ευγενείς πετούν με το τραγούδι των αμαξάδων. Κοντά στη Μαύρη Θάλασσα, ο Κοζάκος, χωρίς γενειάδα, μελαμψός, με κερωμένα μουστάκια, γεμίζοντας το όπλο τραγουδάει ένα παλιό τραγούδι∙ κι εκεί στην άλλη άκρη, καβάλα στο πλωτό παγόβουνο, ο ρώσος φαλαινοθήρας χτυπάει με το δόρυ το κήτος, λέγοντας ένα τραγούδι. Υπάρχει κάτι για να συνθέσουμε την όπερά μας; Η Όπερα του Γκλίνκα είναι μόνο μια θαυμάσια αρχή. Είχε την ευτυχία να συγχωνεύσει στη δημιουργία του δύο σλάβικες μουσικές παραδόσεις. Ακούς, πότε να μιλάει η ρωσική και πότε να μιλάει η πολωνική: στη μία αναπνέει το απεριόριστο μοτίβο του ρωσικού τραγουδιού και στην άλλη το ελεύθερο μοτίβο της πολωνικής μαζούρκας.