Οι Εβραίοι του Μπιραμπιτζάν

Ο Ζάμια Μιχάιλοβιτς Γκέφεν είναι 92 χρονών. Στηρίζεται βαριά στη μαγκούρα του καθώς δείχνει τη στάνη του με τις κατσίκες: «αυτές καταλαβαίνουν Γίντις», λέει γελώντας. Τα μπλε του μάτια ζωηρεύουν όταν θυμάται τον ερχομό του στην περιοχή. Τα πάντα ήταν στην αρχή το 1930. Ήταν 11 χρονών. «Δεν υπήρχε τίποτα εδώ, λέει, τίποτα εκτός από την τάιγκα. Κάναμε τα πάντα. Καθαρίσαμε τη γη, χτίσαμε την πόλη, τον σιδηροδρομικό σταθμό, τα σχολεία. Βγάζαμε μάλιστα και μια εφημερίδα...»

Ποιος γνώριζε το Μπιραμπιτζάν, αυτή την Αυτόνομη Εβραϊκή Δημοκρατία δίπλα στον ποταμό Αμούρ, κατάφατσα στην Κίνα; Γύρω μου δεν υπήρχε κανείς. Εγώ, που είχα ακούσει να μιλάνε γι’ αυτό το μέρος, νόμιζα ότι είχε εξαφανιστεί από καιρό. Στις αρχές του 21ου αιώνα, το Μπιραμπιτζάν, όμως, εξακολουθεί να υπάρχει και τα γίντις, η μητρική γλώσσα, είναι η επίσημη γλώσσα! Πήγα με το τρένο, 9.000 χιλιόμετρα από τη Μόσχα, όπως εκείνοι οι Εβραίοι τη δεκαετία του 1930. Αλλά αντίθετα με εκείνους που ταξίδευαν με εμπορικά τρένα ελάχιστα εξοπλισμένα, με μεγάλες κεντρικές σόμπες που τροφοδοτούνταν με κούτσουρα που ήταν σωρευμένα στους σταθμούς, εγώ είμαι στον Υπερσιβηρικό. «Πού πάτε;» με ρωτάει με περιέργεια ο επικεφαλής ελεγκτής, βλέποντας να με συνοδεύει ένας φωτογράφος και ένα τηλεοπτικό συνεργείο.

- Στο Μπιραμπιτζάν.

- Α, οι Εβραίοι!, αναφωνεί. Και, όχι και λίγο περήφανος, προσθέτει: «Εδώ σ’ εμάς, οι Εβραίοι έχουν τη δική τους δημοκρατία».

Ο σταθμός του Μπιραμπιτζάν είναι ένα κτίριο με κόκκινα τούβλα. Στην πρόσοψή του φαίνεται καθαρά η επιγραφή Μπιραμπιτζάν, στα ρωσικά και στα γίντις. Έλπιζα να συναντήσω μερικούς Εβραίους στο λόμπι. Βλέπω τρεις με το σκουφάκι κιπά στο κεφάλι. Πλησιάζω. Συστήνομαι και τους ρωτάω για ποιο πράγμα μιλάνε. Συζητάνε για τον νέο ραβίνο, που είναι πολύ νέος για τα γούστα τους. Ξεσπάω σε γέλια με μια ατέλειωτη νοσταλγία καθώς αυτοί οι Εβραίοι του Μπιραμπιτζάν μοιάζουν με τους ηθοποιούς του θεάτρου γίντις των παιδικών μου χρόνων. Όμως δεν είμαστε στο θέατρο, αλλά στη Σιβηρία, τετρακόσια χιλιόμετρα από το Χαρμπίν, την πρωτεύουσα του Χεϊλονγκτσιάνγκ της Μαντζουρίας όπου, πριν από αιώνες, άνθισε και εκεί μια εβραϊκή κοινότητα.

Πόσοι έμειναν στο Μπιραμπιτζάν, σε αυτή την πόλη των 77.000 κατοίκων; Κανείς δεν ξέρει. Επισήμως είναι 8.000 και ο ένας στους δυο έχει μια προγιαγιά ή έναν μεγαλοθειό εβραίο, καθώς και πολλούς Κορεάτες και Κινέζους. Όταν ξέσπασε η μπολσεβίκικη επανάσταση, οι Εβραίοι της τσαρικής αυτοκρατορίας ήταν σχεδόν πέντε εκατομμύρια. Εγκλωβισμένοι σε οριοθετημένες ζώνες κατοικίας, τους απαγορευόταν να συμμετέχουν στη διοίκηση και να πηγαίνουν στα σχολεία. Παρόλ’ αυτά οργανώνονται. Δημιουργούν τα δικά τους σχολεία και τα δικά τους συνδικάτα, αλλά παραμένουν πάμφτωχοι. Την ημέρα που οι μπολσεβίκοι αρχηγοί τούς αποκαλούν «συντρόφους» στα γίντις, αισθάνονται, επιτέλους, αναγνωρισμένοι και εντάσσονται μαζικά στην επανάσταση. Από 1920-1930 βρίσκονται σε όλους τους φορείς της νέας Ρωσίας, στην πολιτική, στις εφημερίδες, στη λογοτεχνία και στον κινηματογράφο, στο θέατρο και στις εικαστικές τέχνες. Οι πιο σπουδαίοι ονομάζονται Σεργκέι Αϊζενστάιν, Ισαάκ Μπάμπελ, Μπαρίς Πάστερνακ, Μάρκ Σαγκάλ, Βασίλι Γκρόσμαν, Ντέιβιντ Όιστραχ, Εμίλ Γκίλελς...

Ο Στάλιν αρχίζει να βρίσκει τους Εβραίους φίλους του πολύ προβεβλημένους και πολύ δραστήριους. Ο πρόεδρος του Ανώτατου Σοβιέτ, ο γέρος Μιχαήλ Καλίνιν, έχει μια ιδέα. Γιατί να μη δώσουμε στους Εβραίους μια δημοκρατία, μια αυτόνομη περιοχή όπως συμβαίνει με όλους τους λαούς της Σοβιετικής Ένωσης; Αυτό θα καθιέρωνε τα δικαιώματά τους και θα επέτρεπε στην εξουσία, χωρίς να κατηγορηθεί για αντισημιτισμό, να τους αποβάλει από πολλές υπεύθυνες θέσεις. Οι Εβραίοι είναι ευχαριστημένοι με το σχέδιο. Ελπίζουν στον Καύκασο, αλλά παίρνουν ένα κομμάτι της Σιβηρίας. Αυτή η περιοχή ονομάζεται Μπιραμπιτζάν.

Οι αρχές στέλνουν εκεί χιλιάδες εβραϊκές οικογένειες. Ο Στάλιν σχεδίαζε να στείλει 100.000. Πολλοί φεύγουν εθελοντικά. Ένα εβραϊκό κράτος και, επιπλέον, σοσιαλιστικό! Ήταν δεκαπέντε χρόνια πριν την ανακήρυξη του κράτους του Ισραήλ. Ο πόλεμος και οι διωγμοί στην Ευρώπη και στο ρωσικό τμήμα που κατέλαβαν οι Ναζί προωθούν χιλιάδες Εβραίους στο Μπιραμπιτζάν, αυτό το «Ισραήλ της Σιβηρίας», όπως κάποιοι το αποκάλεσαν αργότερα. Η πολιτιστική ζωή αναπτύσσεται. Και η γεωργία επίσης. Το κολχόζ[1] Βαλχάιμ ή το σπίτι του δάσους όπως το έλεγαν, γίνεται ένα από τα πιο υποδειγματικά της Σοβιετικής Ένωσης.

Ένας μάρτυρας αυτής της ιστορίας ζει στο Παρίσι. Είναι ο ψυχαναλυτής Σαρλ Μελμάν. Το κόμμα ανέθεσε στον πατέρα του, Μωυσή, -ξυλουργό αλλά και κομμουνιστή- να οργανώσει και να οδηγήσει τους Εβραίους σε αυτή τη νέα «Γη της Επαγγελίας». Ο Σαρλ Μελμάν θυμάται τα χωριατόσπιτα που έχτιζαν οι ομάδες με την καθοδήγηση του πατέρα του. Το καθένα από αυτά είχε εμβαδόν σαράντα τετραγωνικά, τα οποία μοιράζονταν δύο οικογένειες. Στο κέντρο, υπήρχε μια μεγάλη σόμπα που όριζε τη γραμμή διαχωρισμού.

Σύντομα, οι σταλινικές εκκαθαρίσεις επιβραδύνουν αυτή τη δυναμική. Δεκαεπτά χρόνια αργότερα, το 1953, ο θάνατος του τιμονιέρη του Κρεμλίνου ανοίγει τις πόρτες του Μπιραμπιτζάν. Οι Σοβιετικοί Εβραίοι αναχωρούν ομαδικά για το Ισραήλ. Η αργή αγωνία του Μπιραμπιτζάν προστέθηκε στις εξαφανισμένες εβραϊκές κοινότητες της Κεντρικής Ευρώπης, σήμανε το τέλος του πολιτισμού και της γλώσσας γίντις. Μου φάνηκε ως μάρτυρας της ολοκληρωτικής καταπίεσης αυτού του κόσμου στον οποίο ανήκουν ακόμα η μνήμη μου, η παράδοσή μου και η προφορά μου.

 

Αυτός ο κόσμος εξακολουθεί να δονείται σαν μακρινή ηχώ ενός τραυματισμένου πολιτισμού

 

Να, λοιπόν, το Μπιραμπιτζάν. Βγαίνοντας στον σταθμό, δεσπόζει ένα κτήριο. Στην κορυφή ενός είδους πύργου υπάρχει ένα μενορά και η επτάφωτη λυχνία, που χρησιμεύει ως έμβλημα της περιοχής. Λίγα μέτρα μακριά, ένα επιβλητικό χάλκινο γλυπτό παρουσιάζει τον λαϊκό εβραϊκό ήρωα που επινοήθηκε από τον Χολέμ Αλάιχεμ: τον Τεβιέ τον γαλατά. Το άγαλμα τον δείχνει να μεταφέρει ένα δοχείο γάλακτος με το κάρο του που το τραβάει ένα αδύνατο άλογο. Δίπλα στο δοχείο, η γυναίκα του Γκόλντε. Εκείνοι που είδαν τη μουσική κωμωδία «Βιολιστής στη στέγη» τον θυμούνται. Στο Μπιραμπιτζάν, όλοι γνώριζαν αυτό το πρόσωπο.

Στην πόλη υπάρχουν δύο συναγωγές. Η πρώτη, η μεγάλη, είναι ευρύχωρη, εφαπτόμενη με ένα άλλο κτίριο που στεγάζει ένα πολιτιστικό κέντρο και έναν φιλανθρωπικό σύλλογο. Στη βιβλιοθήκη, βρίσκω με συγκίνηση, τα βιβλία με τα ποιήματα της μητέρας μου. Στον πρώτο όροφο, μια δωδεκαριά γυναίκες συγκεντρώνονται τρεις φορές την εβδομάδα για να τραγουδήσουν παραδοσιακές μελωδίες γίντις, μελωδίες της παιδικής μου ηλικίας.

Η δεύτερη συναγωγή είναι ένα χωριατόσπιτο της δεκαετίας του 1940. Υπήρχε και μία τρίτη πιο παλιά, όμως κάηκε. «Ήταν την εποχή του Χρουτσόφ, μου λέει ο ραβίνος Αντρέι Λουκάτσκι. Δεν είναι απίθανο να ήταν σκόπιμη η πυρκαγιά». Ο ραβίνος μου διηγείται ότι ο πατέρας του κατάφερε να σώσει από τις φλόγες την Τορά. Αυτούς τους κυλίνδρους, τους αποκατέστησε ο ίδιος, χάρη στη βοήθεια της κοντινής ιαπωνικής εβραϊκής κοινότητας. «Θέλετε να τους δείτε;»

Βρισκόμαστε στη δικιά του συναγωγή, στο σπίτι του, στολισμένη με ένα τεράστιο αστέρι του Δαβίδ, χαραγμένο στο ξύλο. Στο εσωτερικό, πάνω σε ένα παγκάκι, παρατηρώ έναν λαϊκό και σε ένα άλλο, με την πλάτη στον τοίχο, τη σύζυγο του ραβίνου και τρεις ηλικιωμένες κυρίες που τον χειμώνα έρχονται εδώ για να ζεσταθούν. Ο ραβίνος παίρνει μια αρμαθιά κλειδιά. Δεν ανοίγει το παραδοσιακό ντουλάπι που φυλάσσουν τους κυλίνδρους της Τορά, αλλά ένα χρηματοκιβώτιο. Συγκινημένος, τον βοηθάω να σηκώσει το όμορφα κεντημένο βελούδινο κάλυμμα που προστατεύει τους κυλίνδρους.

Ο Αντρέι Λουκάτσκι μου διηγείται ότι έχει δύο εγγόνια στο Ισραήλ. Αλλά έχει ακόμα και ένα τρίτο έξι χρονών. Το είχε σχεδιάσει με τη γυναίκα του να μείνει πίσω για να συνεχιστεί η παράδοση μετά από αυτόν. «Η διαδοχή είναι εξασφαλισμένη», λέει, ικανοποιημένος.

Η παλιά ηθοποιός Πωλίνα Μοϊσέγεβνα Κλάινερμαν θέλει να τραγουδήσει για μένα το τραγούδι «Η εβραία μητέρα μου». Δεν έχει πια φωνή, αλλά τις απομένουν η κίνηση και η μιμική. Την ακούω και κλαίω. Η εφημερίδα, για την οποία μου μιλούσε ο ηλικιωμένος Ζάμια Μιχάιλοβιτς Γκέφεν, εξακολουθεί να υπάρχει. Στην αρχή, το «Μπιραμπιτζάνερ Στερν / Το αστέρι του Μπιραμπιτζάν», ήταν μια καθημερινή εφημερίδα που δημοσιευόταν εξ ολοκλήρου στα γίντις. Σήμερα είναι μια εβδομαδιαία εφημερίδα στα ρωσικά, με τέσσερις σελίδες μόνο στα γίντις. Η διευθύντριά της δεν είναι Εβραία. Η Έλενα Ιβάνοβνα Σαρασέφσκαγια, ούτε τριάντα ετών, παντρεύτηκε έναν Εβραίο και έμαθε τα γίντις στο πανεπιστήμιο. Η εφημερίδα τυπώνεται σε 5.000 αντίτυπα, που πωλούνται στα περίπτερα. Αγοράζω δύο από αυτές ως αναμνηστικά. Δίπλα μου ένας κύριος, πιο πολύ νέος και ξανθός, μετά την επιλογή δύο περιοδικών στα ρωσικά, παίρνει κι αυτός ένα φύλλο. Τον ρωτάω αν είναι Εβραίος. «Όχι. Αλλά το αγοράζω κάθε εβδομάδα. Μου αρέσει να ξέρω τι συμβαίνει στους Εβραίους. Από αυτούς πάντα έχουμε κάτι να μάθουμε...»

Μήπως θα πρέπει να εξηγήσουμε την επιτυχία της εκπομπής «Ιουδαϊκότητα», που παίζεται στην τοπική τηλεόραση και παρουσιάζει μια εισαγωγή στον εβραϊκό πολιτισμό και τις παραδόσεις του; «Παλαιότερα, μου λέει η Τατιάνα Καντίνσκαγια, η παρουσιάστρια, κάναμε το πρόγραμμα στα γίντις. Σήμερα, δεν υπάρχουν πια μεγάλοι άνθρωποι για να το καταλάβουν. Αλλά από τότε που περάσαμε στα ρωσικά, αυτή η εκπομπή έχει γίνει η πιο δημοφιλής στο κανάλι μας».

Πάμε στο θέατρο με το αυτοκίνητο. Στο Μπιραμπιτζάν, όλος ο κόσμος κινείται με κορεατικά οχήματα, με το βολάν στα δεξιά. Εδώ, είναι πολύ κοντά η Κορέα, ενώ η Ευρώπη χάνεται στην ομίχλη, πέρα από τις 10.000 χιλιόμετρα. Φτάνουμε μπροστά στο Εθνικό Εβραϊκό Θέατρο, το οποίο εγκαινιάστηκε το 1936 από τον δεύτερο στην ιεραρχία μετά τον Στάλιν, τον Λαζάρ Κανγκανόβιτς, αυτοπροσώπως. Όταν μπαίνω στην αίθουσα, ο θίασος  κάνει πρόβα στην μουσική κωμωδία, «Αναζητώντας την ευτυχία», από προπαγανδιστική ταινία του 1936. Είναι η ιστορία των Αμερικανών Εβραίων που φεύγουν για το Μπιραμπιτζάν, τη σοσιαλιστική πατρίδα τους. Τα έχω χάσει που βλέπω αυτούς του νέους κωμικούς να χορεύουν και να τραγουδάνε την περίφημη μουσική του Ισαάκ Ντουνάγεφσκι: «Αντίο Αμερική, αντίο Ευρώπη, καλημέρα στην πατρίδα μας, το Μπιραμπιτζάν μας». Ωστόσο, είμαστε στον εικοστό πρώτο αιώνα και το Κράτος του Ισραήλ υπάρχει σχεδόν εξήντα πέντε χρόνια.

Αλλά εδώ, σε αντίθεση με το Ισραήλ, μαθαίνουν γίντις. Σε μια τάξη που επισκέπτομαι, μια νέα δασκάλα διδάσκει το αλφάβητο στα παιδιά. Οι περισσότεροι μαθητές δεν είναι Εβραίοι. Υπάρχουν ανάμεσά τους δύο Ρώσοι, ένας Καζάχος,[2] ένας Κινέζος, ένας Κορεάτης. Τους διασκεδάζει να μαθαίνουν γίντις.

Αναστατωμένος που ξαναβρέθηκα στο σπίτι, ναι, στο σπίτι  μου, 11.000 χιλιόμετρα μακριά από το Παρίσι, βγαίνοντας συναντώ μια Κινέζα, τη μητέρα ενός μαθητή που τη ρωτάω: «Γιατί θέλετε να μάθει ο γιος σας γίντις;» Εκείνη μου απαντάει: «Μπορεί να του χρειαστούν...» Σκάω στα γέλια. Οι Κινέζοι είναι 1,4 δισεκατομμύριο και οι Εβραίοι, πιο κάτω και από 14 εκατομμύρια. Και από αυτούς, μόνο μια χούφτα μιλάει ακόμα τα γίντις!

Πάντα σκεφτόμουν ότι ο Χίτλερ είχε χάσει και τα δύο του στοιχήματα: να σβήσει την παρουσία των Εβραίων από το πρόσωπο της Γης και να τους μετατρέψει σε κάτι άλλο εκτός από τους ανθρώπους. Νόμιζα όμως ότι είχε πετύχει σε ένα σημείο: την καταστροφή ενός Εβραϊκού πολιτισμού, αυτού των γίντις. Όταν γεννήθηκα στη Βαρσοβία, σε ένα εκατομμύριο περίπου κατοίκους, πάνω από 380.000 ήταν Εβραίοι, με τα εστιατόριά τους και τις εφημερίδες τους, τους κινηματογράφους και τα θέατρά τους, τους φτωχούς τους και τους πλούσιους, τους κλέφτες και τους ζητιάνοι τους, τις συναγωγές τους και τα πολιτικά τους κόμματα. Και η γλώσσα τους, ως εκ τούτου, ήταν τα γίντις. Νόμιζα ότι ο ναζισμός είχε καταστρέψει εντελώς αυτόν τον κόσμο. Αλλά εκεί πέρα, στο Μπιραμπιτζάν, στα κινέζικα σύνορα, ο κόσμος εξακολουθεί να δονείται σαν μακρινή ηχώ ενός τραυματισμένου πολιτισμού.

Ναι, είναι πιο δύσκολο να θάψεις τη μνήμη παρά τα σώματα και, πρωτίστως, τη γλώσσα.

`````````````````````````````````````````````````````````````````````

 [δημοσιεύθηκε στις 30 Ιανουαρίου 2012 στο Παρί Ματς με τίτλο:

Στο Μπιραμπιτζάν, το ιουδαϊκό κράτος του Στάλιν.]

Μετάφραση από τα γαλλικά: Ελένη Κατσιώλη

 

[1] Συλλογικό κτήμα.

[2] Κάτοικος του Καζαχστάν.