Από το βίο και την πολιτεία του Μ. Κωνσταντίνο

 Ο πολυγραφότατος επίσκοπος Ευσέβιος Καισαρείας,  πατέρας της εκκλησιαστικής ιστορίας, γράφει το Βίο Μεγάλου  Κωνσταντίνου (Εκδόσεις Ζήτρος), οδηγό στο ταξίδι μας. Τα εντός εισαγωγικών που θα ακολουθήσουν μόνο με την ένδειξη της σελιδαρίθμισης από το διαφωτιστικό και απολαυστικό κείμενό του από το οποίο θα παρακολουθήσουμε τα διαδραματιζόμενα.

Ο Ευσέβιος μας λέει ότι ο Κωνσταντίνος Α΄ κοινοποιεί «με έγγραφα γραμμένα στα ρωμαϊκά και ελληνικά, που στάλθηκαν σε κάθε έθνος χωριστά [...] ένα για τις εκκλησίες του Θεού, και το άλλο για τους πολίτες εκτός εκκλησίας» (σελ. 201).

Ο Ευσέβιος επίσης ισχυρίζεται ότι η «παράθεση γίνεται από αυθεντικό βασιλικό νόμο που έχ[ει] στην κατοχή [τ]ου, στον οποίο η ιδιόχειρη υπογραφή [τ]ου αποτελεί μαρτυρία της ακρίβειας του περιεχομένου.» (σελ. 201) Τι παραγγέλνει, λοιπόν ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α΄ στους υπηκόους του;

«Επιθυμώ να ζει ειρηνικά όλος ο λαός σου [εννοεί το Θεό] και χωρίς αναταραχές για το καλό όλης της οικουμένης και όλων των ανθρώπων. Ας απολαύσουμε με χαρά την ίδια ειρήνη και ησυχία και οι παραπλανημένοι, όμοια με τους πιστούς. Γιατί, αυτή η γλυκύτητα της συμμετοχής θα συντελέσει να συνέλθουν και εκείνοι και να ακολουθούν το σωστό δρόμο. Κανείς να μην παρενοχλεί το διαφορετικό [στις θρησκευτικές του δοξασίες]· ο καθένας ας πιστεύει αυτό που επιθυμεί η ψυχή του, αυτό να χρησιμοποιεί.» (σελ. 242–243)

      Άραγε τι βλέπει ο Ρωμαίος, μονοκράτορας πλέον, της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας Κωνσταντίνος Α΄;  Ίσως όπως τότε, στη μάχη της Μουλβίας Γέφυρας (28.10.312), στον Τίβερη,  έξω απ’ τα βόρεια τείχη της Ρώμης, εναντίον του Μαξέντιου, είτε όταν, πρώτον, είχε δει  «λίγο μετά το μεσημέρι και όταν η μέρα άρχισε να γέρνει» [1]  (σελ. 119) (σκουπιδάκι στο μάτι μου; μπερδεύτηκα. δηλαδή; τι απ’ τα δύο; μεσημέρι ή σούρουπο; μέσα στην ίδια πρόταση; μ’ ένα κόμμα; μ’ ένα ελάχιστο σταμάτημα της φωνής;), όταν είχε δει να εμφανίζεται στον ουρανό «θεοσημία τις παραδοξοτάτη» (σελ. 117–118),  με την επιγραφή «τούτω νίκα» (σελ. 119 και απορία: λογικότερο δεν θα ήτο το «in hoc signo vinces» από τη στιγμή που ο Κωνσταντίνος Α΄ ομιλεί, γράφει και διαβάζει τη λατινική;),  είτε όταν, τέλος πάντων, δεύτερον, είχε δει το ίδιο βράδυ, την ώρα «που κοιμόταν εμφανίστηκε ο Χριστός του Θεού και τον πρόσταξε, αφού κατασκευάσει ομοίωμα  του σημείου που του παρουσιάστηκε στον ουρανό»  (σελ. 119).

Πάλι μπερδεύτηκα. δηλαδή; ή όραμα ή όνειρο είχε δει, ή και τα δύο; ποιος ξέρει; πάντως εξαιτίας αυτού θα κατασκευαστεί το πρώτο χριστιανικό λάβαρο και εξαιτίας αυτού ο Κωνσταντίνος θα γίνει αυτοκράτορας της δυτικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, εφεξής θα νικάει τους εχθρούς, ακόμη και τον Λικίνιο, το γαμπρό του από την ετεροθαλή αδερφή του Κωνσταντία, μετά τη μάχη της Χρυσούπολης, τον οποίο και θα σκοτώσει στη φυλακή, σηματοδοτώντας το τέλος της τετραρχίας και την αρχή της απόλυτης μοναρχίας του).

       Τοκ τοκ. Ποιος είναι; Ιστορικός Ζώσιμος. Δηλωμένος ειδωλολάτρης.
–  Ορίστε, περάστε, παρακαλώ. Τι θα θέλατε;
–  Μην ακούτε τον Ευσέβιο. «[Έ]να άπειρο πλήθος από κουκουβάγιες» είδε ο Κωνσταντίνος. Το έγραψα στη «Νέα ιστορία».
– Λυπάμαι, με προλάβατε, θα το έγραφα. Φταίει ότι τώρα μόλις έμαθα ότι το εξής ένα αντίγραφο του έργου σας ναι μεν είχε διασωθεί στη Βιβλιοθήκη του Βατικανού, αλλά  είχε απαγορευτεί ακόμα και η ανάγνωσή του και παρέμεινε εκτός επιστημονικής πρόσβασης έως τα μέσα του 19ου αιώνα δε.

    Δεν προλαβαίνω να τελειώσει τη φράση μου, τοκ τοκ, ξανά η πόρτα. Ανοίγω.
– Λoύκιος Καίλιος Λακτάντιος,  συστήνεται. Συγγραφέας της ύστερης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ή της πρωτοχριστιανικής περιόδου αν επιθυμείτε, κομοπολίτης διανοούμενος, σύμβουλος του Κωνσταντίνου Α΄, καθοδηγητής της θρησκευτικής του πολιτικής, δάσκαλος του πρωτότοκού του, του Κρίσπου.
– Ορίστε, περάστε. Πώς μπορώ να βοηθήσω;
– Ήρθα να σας αναγγείλω ότι ο Κωνσταντίνος πήρε σ’ ένα όνειρό του εντολή να χαράξει στις ασπίδες του το ομοίωμα του θείου σημείου. Κανένα όραμα στον ουρανό. Τα έγραψα στο De mortibus persecutorum, 44 («Περί του θανάτου των διωκτών»).

      Αποχαιρετώ κι αφήνω Ζώσιμο και Λακτάντιο να τα πουν αναμεταξύ τους, μήπως και συναποφασίσουν τι ακριβώς έγινε. Ας καλέσουν και τον Ευσέβιο στο κάτω κάτω, ή και κάποιον άλλο του οποίου το χειρόγραφο βρίσκεται καταχωνιασμένο σε κάποια άλλη βιβλιοθήκη. Στο κάτω κάτω ποιος ήταν μέσα στο μυαλό του Κωνσταντίνου; Ούτε καν ο Ευσέβιος ο οποίος μεταφέρει τη σκηνή του 312, από δώδεκα έως είκοσι εφτά χρόνια αργότερα, αποκαλύπτοντάς μας ό,τι ισχυρίζεται ότι του εκμυστηρεύτηκε ο αυτοκράτορας – πού και πότε ακριβώς; Ας ρωτήσω το Ρώσο βυζαντινολόγο Οστρογκόρσκι:

«Το αργότερο το 312 ο Κωνσταντίνος αναζήτησε την προστασία του Θεού των χριστιανών και από τότε υποστήριζε σταθερά και με διαρκώς μεγαλύτερη αποφασιστικότητα τον χριστιανισμό. Ωστόσο τούτο δεν σημαίνει ότι ήταν αποκλειστικά αφιερωμένος σ’ αυτόν, ότι είχε διαρρήξει κάθε δεσμό με τις εθνικές παραδόσεις, και ότι υπήρξε χριστιανός στο βαθμό που ήταν αργότερα οι βυζαντινοί διάδοχοί του. Είναι επίσης γνωστό ότι δεν αρνήθηκε να υποστηρίξει εθνικά θρησκευτικά έθιμα, και ότι ακόμη και ο ίδιος τηρούσε μερικά απ’  αυτά, όπως μαρτυρεί η έντονη προσκόλλησή του στη λατρεία του θεού Ήλιου. Η θεώρηση του χριστιανισμού ως της μόνης και αποκλειστικής θρησκείας ήταν εντελώς ξένη και αδιανόητη στον αιώνα του θρησκευτικού συγκρητισμού, και φυσικά στον ‘πρώτο χριστιανό αυτοκράτορα’. Πέρασε πολύς χρόνος ώσπου να επικρατήσει το πνεύμα της αποκλειστικότητας στο θρησκευτικό χώρο και ο ρωμαϊκός κόσμος να αποδεχτεί το χριστιανισμό ως τη μόνη θρησκεία, που κατέχει την απόλυτη αλήθεια και αποκλείει κάθε άλλη διδασκαλία ως αίρεση.» [2]




1. «αμφί μεσημβρινάς ηλίου ώρας, ήδη της ημέρας αποκλινούσης» σελ. 118

«Ο δε εκδότης των κειμένων του Ευσέβιου Heinichen, ερμηνεύοντας αυτή τη φράση, που τα δύο τμήματά της φαίνονται να αντιφάσκουν μεταξύ τους, προσπάθησε να συμβιβάσει τα αντίθετα, λέγοντας ότι ο Ευσέβιος με το πρώτο τμήμα της φράσης του εννοεί όλες τις ώρες μεταξύ 5 και 9, και με το δεύτερο ότι η οπτασία συνέβη προς το τέλος αυτού του διαστήματος.»

Παπαρρηγόπουλος, Κωνσταντίνος. 1992  Ιστορία του ελληνικού έθνους, στη σημερινή γλώσσα, βιβλίο όγδοο. Αθήνα: Κάκτος, σελ. 152



2. Ostrogorsky, Georg. 2002. Ιστορία του βυζαντινού κράτους. Μετάφραση Ιωάννης Παναγόπουλος. Αθήνα: Ιστορικές εκδόσεις Στεφ. Δ. Βασιλόπουλος, σελ. 206