Νικόλας Κάλας, ένας σημαντικός υπερρεαλιστής

Θα ήταν κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ’80, όταν καθισμένος κοντά στο ραδιόφωνό μου, άκουγα τον ποιητή Νικόλαο Κάλα να απαγγέλει στο κρατικό ραδιόφωνο (Πρώτο; Δεύτερο; Τρίτο Πρόγραμμα;) το ποίημά του «Επανάσταση». Η βαθιά του φωνή του ακόμα είναι αποτυπωμένη στη μνήμη μου: «Θα ’θελα  να φτιάξω ένα ουρανό/ να ’χω τώρα που νυχτώνει ένα στερέωμα  να κοιτάζω/ θα το ’καμνα μεγάλο, γιομάτο άστρα με σχήματα παράξενα/ θα του ’βαζα αντίς από ’να, δυο φεγγάρια ανόμοια/ το ’να μικρό σαν παιδί, τ’ άλλο μεγάλο σαν παράπονο…»

      Επρόκειτο για ένα παράξενο ποίημα με φεγγάρια και μελωδίες, με μαντολίνα και φιλιά, με όνειρα και κορμιά, με κλίνες και σπασμένα μάρμαρα. Ποίημα παραδοσιακό ή υπερρεαλιστικό; Επαναστατικό ή ερωτικό; Ήταν λίγο απ’ όλα. Κι ο ποιητής; Τι ήταν ο Νικόλαος Κάλας; Πόσα γνωρίζουν γι’ αυτόν οι σημερινοί αναγνώστες; Το έργο του εξακολουθεί άραγε να παρουσιάζει ενδιαφέρον;

      Κατ’ αρχήν, ο Κάλας ανήκει στη λεγόμενη Γενιά του 30 και είναι ένας από τους πρώτους ποιητές που χρησιμοποίησαν ελεύθερο στίχο στην δεκαετία του ’30. Αν η ζωή του είχε διαφορετική πορεία, τότε, θα ήταν διαφορετική και η εικόνα αυτής της περίφημης Γενιάς. Η Ξένη Σκαρτσή έχει σημειώσει: «Κανείς δεν ξέρει πώς θα ήταν το νεοελληνικό ποιητικό τοπίο αν σημαντικοί εκπρόσωποι της γενιάς αυτής που έκαναν ένα δυναμικό ξεκίνημα στην εποχή τους δεν είχαν χαθεί νωρίς, ο Κάλας αποχωρώντας και «πεθαίνοντας ποιητικά» για την Ελλάδα πριν τον πόλεμο, ο Γιώργος Σαραντάρης και ο Αναστάσιος Δρίβας με το βιολογικό τους θάνατο τα αμέσως επόμενα χρόνια, μετά τον πόλεμο και στα πρώτα χρόνια της Κατοχής».

     Για τον Σαραντάρη που πολλοί έχουν μιλήσει άκρως επαινετικά, ο Κάλας είναι αυστηρός, όπως είναι αυστηρός και για τον Δημαρά, τον ιστορικό της ελληνικής λογοτεχνίας, ο οποίος, μεταξύ άλλων, υποτίμησε τον Παπαδιαμάντη και «έσβησε» τον Νίκο Καββαδία. Είπε στο περιοδικό Η λέξη, (αρ. 6, Ιούλιος-Αύγουστος 1981): «Ο Δημαράς ήταν ο πρώτος που με υποστήριξε […] και με παρότρυνε να εξακολουθήσω. Αυτός επιμελήθηκε την έκδοση των ποιημάτων μου και αυτός και τώρα νομίζω με κρίνει με μεγάλη δυσμένεια. Στον Ιστορία του έγραψε μια γραμμή για μένα, ενώ για τον Σαραντάρη μία ολόκληρη παράγραφο. […] Άκουσα τελευταία τον Μάριο Βίττι στο Παρίσι, σε μια ομιλία του για την ελληνική ποίηση, να λέει ότι ο Σαραντάρης “είχε τη λόξα να θαυμάζει τον Μουσολίνι”. Δεν ήταν λόξα καθόλου, ήταν απολύτως μέσα στην ιδεολογία του».

      Ο Κάλας γεννήθηκε στη Λοζάννη στις 27 Μαΐου του 1907 (πέθανε στη Νέα Υόρκη στις 31 Δεκεμβρίου του 1988),γιος του εφοπλιστή, ή μεγαλοαστού, τέλος πάντων, Ιωάννη Καλαμάρη και της Ρόζας Καρατζά. Ωστόσο, η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου στο βιβλίο της …δεν άνθησαν ματαίως-Ανθολογία Υπερρεαλισμού (Νεφέλη, 1980), αποκαλύπτει πως το πατρικό του όνομα ήταν Καλαμάρας και για να διαφοροποιηθεί από τον πατέρα του (αποτυχημένο ποιητή), άλλαξε το δικό του σε Καλαμάρης). Από την πλευρά της μητέρας του καταγόταν από την παλιά φαναριώτικη οικογένεια Καρατζά ενώ ήταν απευθείας απόγονος του Γεώργιου Κουντουριώτη και του Μάρκου Μπότσαρη. Εγκαταστάθηκε μαζί με την οικογένειά του στην Αθήνα σε νεαρή ηλικία και σπούδασε στην Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1923 άρχισε την πολιτική του δράση ως  μέλος της Φοιτητικής Συντροφιάς που προωθούσε τη δημοτική γλώσσα (εκεί γνώρισε το Γιώργο Θεοτοκά, τον Ανδρέα Εμπερίκο και τον Ηλία Τσιριμώκο) και υπήρξε υποστηρικτής του Εκπαιδευτικού Ομίλου (Δημήτρης Γληνός, Αλέξανδρος Δελμούζος).

     Το 1929 εμφανίστηκε δημοσίως στο περιοδικό Φοιτητική Συντροφιά με το δοκίμιο «Οι λιποτάχτες της ζωής» το 1930 με το ποίημα «Ο Σταυρωμένος» στη Νέα Εστία. Ο μελετητής του Αλέξανδρος Αργυρίου τον θεωρεί ως «πρώιμο ανεπτυγμένο ταλέντο». Τα δοκίμια τα υπέγραφε ως Μ.Σπιέρρος (κατά συγκοπήν του Ροβεσπιέρρος), και τα ποιήματα ως Νικήτας Ράντος. Ως κριτικός λογοτεχνίας, επηρεασμένος από την πολεμική του Μαρινέτι και των φουτουριστών που αντιμετώπιζαν απολύτως αρνητικά την ποιητική παράδοση, επιτέθηκε σε όλους τους σημαντικούς ποιητές (Σολωμό, Παλαμά, Καρυωτάκη). Αντιθέτως ήταν ο πρώτος από τη Γενιά του 30 που μίλησε θετικά για τον Καβάφη. Επίσης, μετέφρασε τον Τ. Σ. Έλιοτ (ο πρώτος μαζί με τον Τάκη Παπατσώνη), και τον Λουί Αραγκόν, ενώ συνεργάστηκε με ελληνικά και διεθνή περιοδικά όπου δημοσίευε θεωρητικά κείμενα και δοκίμια.

      Αυτή την εποχή μυήθηκε στο μαρξισμό, ωστόσο σύντομα απογοητεύτηκε από τη Σοβιετική Ένωση και υπό την επιρροή του Φρόιντ εντάχθηκε σε τροτσκιστική ομάδα. Πάντως, οι πολιτικές του θέσεις τον έκαναν στόχο και δεχόταν βέλη, ακόμα και «δηλητηριώδη», εξ αριστερών και εκ δεξιών. Αυτό που ενοχλούσε τους συντηρητικούς διανοούμενος ήταν, εκτός των άλλων, και η μεγαλοαστική του καταγωγή που καθιστούσε περισσότερο προκλητική την πολιτική του τοποθέτηση και τη γενικότερη επαναστατική του διάθεση: «Κάθε λογικός άνθρωπος είναι υποχρεωμένος να πιστέψει πως ένα από τα δύο είναι δικά του, ή ο πλούτος ή ο κομμουνισμός, όχι όμως και τα δύο μαζί», αναφέρει δηκτικά ο Καραντώνης, αμφισβητώντας την ειλικρίνεια των πολιτικών του πεποιθήσεων. Τα έντυπα της Αριστεράς τον απέκλεισαν ως αιρετικό μετά από το άρθρο του «Προβλήματα προλεταριακής τέχνης» στους Νέους Πρωτοπόρους το 1932 όπου εκφραζόταν αρνητικά για το σοσιαλιστικό ρεαλισμό στην τέχνη και θεωρούσε τον υπερρεαλισμό ως θεωρία επαναστατική.

     Τις αντιδράσεις των διανοουμένων ακολούθησαν χλευασμοί και τους χλευασμούς η σιωπή. Ο Κάλας αποκλείστηκε σιωπηλά από τα έντυπα της εποχής και δεν έγινε για πολλά χρόνια καμιά αναφορά στο έργο του ή στην ύπαρξή του. Η απομόνωσή του ήταν απόλυτη και ασφαλώς επώδυνη. Το συναίσθημα αυτό εκφράζεται σε μεταγενέστερο ποίημά του της περιόδου 1977-1983 στο βιβλίο του Γραφή και Φως (Ίκαρος, 1983): «Επί Νικήτα Ράντου με συγκρατούσε μιας Συντροφιάς η ύπαρξη. Τώρα ο λόγος μου οικειοποιείται από τρίτους. Χάρις άλλης σκέψης η μορφή τω γραπτών μου. Εξόν απ’ την αγάπη δεν υπάρχει σωτηρία».

      Το 1933 εξέδωσε ως Νικήτας Ράντος την πρώτη του συλλογή Ποιήματα, ενώ στους Νέους Πρωτοπόρους δημοσιεύτηκε αρνητικό σχόλιο για μια διάλεξή του σχετική με τον υπερρεαλισμό (το 1935 κυκλοφόρησε η Υψικάμινος του Ανδρέα Εμπειρίκου, η πρώτη ορθόδοξη υπερρεαλιστική ποιητική συλλογή, κατά την Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου). Το 1934 ο Κάλας αναχώρησε για το Παρίσι όπου εντάχθηκε στους υπερρεαλιστές. Το πρώτο του υπερρεαλιστικό ποίημα το έγραψε την περίοδο 1934-1935-1936 (στο Παρίσι-Αθήνα-Σαντορίνη), ήταν το «Συμβόλαιο με δαίμονες», το οποίο αρχίζει ως εξής: «Επανήλθαν οι ελπίδες ο απάτητος δρόμος των/κι αυτό που εχάθη ονομάστηκε φως». Στα προλεγόμενα του τρίτου μανιφέστου του υπερρεαλισμού, ο Αντρέ Μπρετόν τον κατέταξε στα «πιο φωτεινά και τα πιο τολμηρά» μυαλά της εποχής, βάζοντάς τον δίπλα στους Μπατάιγ, Περέ, Λεονόρα Κάρινγκτον, Προυστ, Μασόν και άλλους. Η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου μας πληροφορεί πως το 1937 αυτός χρησιμοποίησε πρώτος τον όρο «υπερρεαλισμός» ως απόδοση του γαλλικού όρου surréalisme που υιοθέτησαν οι οπαδοί του κινήματος, σε αντίθεση με τους εχθρούς του που επέμεναν στο «σουρεαλισμός», λέξη με αρνητική σημασία.

      Το 1938 εξέδωσε το πρώτο θεωρητικό του βιβλίο Foyers dincendie (Εστίες πυρκαγιάς), ενώ το 1939 μετοίκησε στη Νέα Υόρκη, επιβιβασθείς πλοίου από τη Λισαβόνα. Η εγκατάστασή του στην Αμερική (συνεργάστηκε με περιοδικά, εργάστηκε στο πανεπιστήμιο Columbia και πήρε την αμερικανική υπηκοότητα το 1945), του έδωσε την ευκαιρία να επανασυνδεθεί με τους εκπατρισμένους υπερρεαλιστές και ν’ ασχοληθεί εκτενέστερα με την κριτική. Το 1940 έγραψε το κείμενο  της έκθεσης του Ρ. Μάττα και το υπέγραψε ως Νικόλας Κάλας (πήρε το επώνυμο από τον καλβινιστή Ζαν Καλάς που κατηγορήθηκε ότι δολοφόνησε το γιο του και τον υπεράσπισε ο Βολταίρος). Το κριτικό του έργο θ’ αλλάξει και «θα διαμορφώσει εν γένει την κριτική της τέχνης, σύμφωνα με τον Κύριλλο Σαρρή (βλέπε το βιβλίο Η τέχνη της εποχή της διακύβευσης, μετάφραση Ανδρέα Παππά, Άγρα, 1997).

       Στην Αμερική βρήκε τρόπους να εκφραστεί και να δημιουργήσει όχι όμως ως ποιητής, αλλά ως θεωρητικός, μα και επιμελητής εικαστικών εκθέσεων. Τη δεκαετία του ’50, όταν όλα τα πλάκωνε η σκιά του φόβου του μακαρθισμού και η παντοδύναμη Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών έλεγχε τη ζωή των πολιτών, σταμάτησε για λίγο τις δραστηριότητές του επειδή ήταν ύποπτος λόγω τροτσκιστικών φρονημάτων κι η γυναίκα του Έλενα είχε ρωσική καταγωγή. Στην Αμερική δίδαξε σε πανεπιστήμια και αναδείχθηκε σε ιστορικό τη τέχνης. Πριν από την δικτατορία, δημοσίευσε ποιήματα στο περιοδικό Πάλι (1963-1964). Ύστερα από πολλά χρόνια απουσίας, επέστρεψε στην Ελλάδα μετά την πτώση της δικτατορίας, έδωσε διαλέξεις και δημοσίευσε κείμενα στα περιοδικά Χνάρι και Για το Σοσιαλισμό με τα οποία συνεργαζόταν ο παλιός του φίλος και σύντροφος Μιχάλης Ράπτης ή Πάμπλο. Το 1977 τιμήθηκε με το Α’ Κρατικό βραβείο ποίησης για την συλλογή του Οδός Νικήτα Ράντου, που είχε δημοσιεύσει με το ψευδώνυμο Νικόλας Κάλας.

      Στην ποίηση και στην τέχνη γενικότερα υπήρξε πρόμαχος του καινούργιου.  Στην Εισαγωγή της αμερικανικής έκδοσης του βιβλίου του Art in the Age of Risk (1968), έγραψε: «Ας αλλάξουμε το παρελθόν και ας μεταμορφώσουμε το μέλλον! Ας τα γεμίσουμε και τα δύο  με τις νέες εικόνες των επιθυμιών μας». Κι όμως, αυτός ο στοχαστής που περιλαμβάνεται στην πρώτη ομάδα των ελλήνων υπερρεαλιστών (Ανδρέας Εμπειρίκος, Νίκος Εγγονόπουλος, Νίκος Γκάτσος, Οδυσσέας Ελύτης, Μίλτος Σαχτούρης, Νάνος Βαλαωρίτης και μερικοί άλλοι), κι έπαιξε σημαντικό ρόλο σε παγκόσμιο επίπεδο, «είναι και ο λιγότερο γνωστός στη χώρα μας», έγραψε ο Αναστάσης Βιστωνίτης στο Βήμα.