Ο Κος Πενθήμερος, 32. Ο ερωτισμός, ο Μπατάιγ και η ισπανική τριάδα
03/04/2016
Άφησε τον έρωτα γι′ αργότερα και ας έπεφτε διαρκώς επάνω του. Πρώτα θεωρητικά, ύστερα – τώρα δα – ποιητικά- κάθε τόσο τον συναντούσε να συμβαίνει γύρω του, ανάμεσα σε ζευγάρια με τα οποία διασταυρωνόταν. Αφού ο έρωτας και ο βήχας δεν κρύβονται όπως λέει κι ο λαός. Αλλά ούτε και μ” αυτόν και με τα πάθη του και τις συνήθειές του είχε σχέση, ο κύριος Πενθήμερος.
Άφησε λοιπόν τον έρωτα να περιμένει στη γωνία, να σκαρφαλώνει στη σκέψη του, να τριβελίζει το σώμα του και πιάστηκε από τον ερωτισμό με τον οποίο διατηρούσε μία σχέση άλλοτε χαλαρή, άλλοτε πιο έντονη όταν η επιθυμία φούντωνε μέσα του, όταν το βλέμμα του γινόταν ηδονοβλεπτικό, όταν η ματιά του δεν ακουμπούσε πάνω στα σώματα αδιάφορη, αλλά εξέταζε τις αναλογίες τους. Τη σάρκα που ξεβραζόταν γυμνή. Το βλέμμα του γινόταν ξεδιάντροπο. Τότε κατέβαζε το βλέμμα άλλαζε πεζοδρόμιο. Πήγαινε σπίτι του και τα πέντε δάχτυλα άδραχναν το μέλος του και το ξεζούμιζαν μανιασμένα. Ύστερα έπαιρνε ένα ηρεμιστικό και ξάπλωνε στον καναπέ να δει τηλεόραση ώσπου να νυστάξει.
Το σώμα του ζούσε πάντα καθισμένο, θαρρείς κομμένο στα δύο με το μέλος του ανάμεσα στα μπούτια του αχαμνό, μαραμένο, ξεχασμένο, αφημένο στην τύχη του άνυδρο και αδρανές.
Διάβαζε τώρα ένα παράδοξο δοκίμιο του Μπατάιγ του 1929 με τίτλο το μεγάλο δάχτυλο του ποδιού. Το κείμενο είχε μια φωτογραφία του Μπωαφάρ μαυρόασπρη. Είχε μπροστά του τη Δευτέρα του μισοφωτισμένη. Ενώ η Δευτέρα και οι άλλες μέρες ήταν τώρα στο απόλυτο σκοτάδι. «Το κείμενο ανίχνευε το ρόλο του μεγάλου δαχτύλου του ποδιού στην ισορροπία-μια σθεναρή θεμελίωση στην ανόρθωση για την οποία είναι τόσο περήφανος ο άνθρωπος – αλλά και στο δέσιμο των δαχτύλων των ποδιών των Κινέζων και στο φετιχισμό του ποδιού στην Ισπανία του 17ου αιώνα. Η παρουσία του ερωτισμού και η άρνηση της επέτρεψε στον Μπατάιγ να αναγνώσει τη μεταχείριση του μεγάλου δαχτύλου του ποδιού ως ενσάρκωση της προσπάθειας του ανθρώπου να αποστασιοποιηθεί από τα βασικά του ένστικτα.»
Και μετά μιλούσε για τη σαγήνη. Τέλος πάντων δεν κατάλαβε και πολλά από το άρθρο. Του διέφευγε η ουσία, αλλά βαριόταν πια να την ψάξει. Δεν ήταν ώρα τώρα για μάταιες προσπάθειες που θα έκαναν το μεγάλο δάχτυλο να σκοντάψει πάνω σε εμπόδιο που δεν μπορούσε να αποφύγει. Άλλωστε τα δάχτυλα των χεριών τού θύμιζαν την πενθήμερη ζωή του που την είχε σπρώξει βίαια πίσω του. Κι η φωτογραφία του Μπωαφάρ τον τρόμαζε. Τον αναστάτωνε. Πάνω που πίστεψε πως ξανασυνελήφθη και ξαναγεννήθηκε ένας κρυμμένος αντίχειρας ξεκολλημένος από τη θέση που κατείχε δίπλωνε και ξεδίπλωνε χωρίς τη βοήθεια των υπόλοιπων δακτύλων και τον απειλούσε με τιμωρίες, με εφιάλτες πως τάχα κι αυτός έφταιγε που είχε απολυθεί.
Δεν απολύουν κάποιον στα καλά καθούμενα. Μα καλά, η απόλυση δεν ήταν αρκετή τιμωρία; Δεν ήταν ένας θάνατος, ένας χωρισμός, μια ένδειξη πως η ισορροπία διαταράχθηκε.Πως είναι πια μισός άνθρωπος;
Άνοιξε το λάπτοπ. Έψαξε στο λήμμα Νταλί. Σαλβατόρ Νταλί. Ισπανός ζωγράφος (1904-1989). Στην αρχή αποτελούσε το δεύτερο μέρος ενός τρίο. Μιας ανδροπαρέας. Του Φ. Γκ. Λόρκα και του σκηνοθέτη Λουίς Μπουνιουέλ. Ο Λόρκα ερωτεύθηκε τον Νταλί. Τον ύμνησε στα ποιήματά του. Ο Νταλί δεν υπήρξε και τόσο ανδροπρεπής και ήταν προβληματικός πάντα ως άνθρωπος. Είχε μια σχεδόν αιμομικτική σχέση με την αδελφή του. Ο Μπουνιουέλ έμεινε έξω από αυτή τη σχέση. Ο Νταλί ήταν ανίκανος ν' αγαπήσει. Ο Νταλί και ο Μπουνιουέλ λοιδορούσαν το Λόρκα και όχι μόνο για τη σεξουαλική του προτίμηση που την εξέλαβαν ως αδυναμία. Και η ποιητική ιδιοσυστασία του Λόρκα πληγώθηκε. Στην αυτοβιογραφία του ο Μπουνιουέλ αφηγείται πως με ένα χτύπημα του χεριού του σταμάτησε την ανάγνωση του Περλιμπλίν και Μπελίσα από τον ίδιο. Θεωρούσε πάντα πως το έργο του φίλου του ήταν πολύ ρητορικό και εικονογραφικό.
(1929)
Λίγο πριν φύγουν ο Λόρκα χάρισε
στον φίλο του Μπουνιουέλ ένα ποίημα:
Γαλάζιος ουρανός
Κίτρινος κάμπος
Γαλάζιο βουνό
Κίτρινος κάμπος
Μες στην έρημη πεδιάδα
Μεγαλώνοντας μια ελιά
Μια μόνη
Ελιά
Νταλί και Μπουνιουέλ μετοίκισαν στο Παρίσι, το κέντρο της πολιτισμικής Ευρώπης και έκαναν μαζί μια ταινία: τον «Ανδαλουσιανό σκύλο». Ένα τολμηρό επίτευγμα που τους έδωσε το εισιτήριο για την είσοδο στη σουρεαλιστική εκκλησία.
Η επικύρωση ήταν η ανάγνωση του Φρόυντ, καθώς κι ένα δύο έργα που είχε φιλοτεχνήσει στην Ακαδημία Τεχνών της Μαδρίτης πριν αποβληθεί ως αναρχικός.
Ο Μπουνιουέλ είχε σπουδάσει ζωολογία, αλλά την εγκατέλειψε για την τέχνη των κινούμενων εικόνων που ενώ ως τότε ήταν βωβές, απέκτησαν και ήχο. Στις αποσκευές τους εκτός από την ορμή της νεότητας και της φιλοδοξίας τους κουβαλούσαν κάτι που βάραινε περισσότερο τις βαλίτσες τους, το ταλέντο και την ευφυΐα τους που όπως αποδείχθηκε αργότερα δεν ήταν καθόλου αμελητέα.
Κι έζησαν και δημιούργησαν αρκετά αφού η δημιουργική πνοή τους μακροημέρευσε.
Ο Μπουνιιουέλ γύρισε μερικά αριστουργήματα. Ο Νταλί αυτοανακηρύχθηκε μεγαλοφυΐα, αφού η ευφυΐα ήταν πολύ λίγη γι′ αυτόν. Φιλοτέχνησε αριστουργηματικούς πίνακες, αλλά αποβλήθηκε από τον σουρεαλισμό, επειδή εμπορευματοποίησε μέχρι αηδίας τη ζωγραφική.
Ο Νταλί και ο Πικάσο ευθύνονται γιατί έβαλαν τη ζωγραφική στο χρηματιστήριο της τέχνης, την κατέστησαν εμπόρευμα όντως οι ίδιοι εν ζωή.
Πως να μην θυμηθεί κανείς τον Βαν Γκογκ που ήταν όλη του τη ζωή πάμπτωχος για να πωλούν τα έργα του μετά την αυτοχειρία του εκατομμύρια δολάρια οι μεγάλοι οίκοι σε δημοπρασίες παγκοσμίως.
Ο Μπρετόν είχε δίκιο όταν εξόριζε καλλιτέχνες που ήταν παραδόπιστοι και εννοούσαν να κάνουν ότι και οι μικροαστοί που βδελύσσονταν.
.