Ο Franz Kafka και η αίσθηση του προσωρινού

Με την αίσθηση του προσωρινού, με τη βεβαιότητα πως η ζωή είναι δισταγμός, δεν είναι δρόμος, με τη βαθιά εντύπωση ότι «κανείς δεν τον κατανοεί ολόκληρο», με την πεποίθηση – ή έστω την υποψία- πως θα πεθάνει « σ’ ένα φυλάκιο στην άκρη του δρόμου ανέκαθεν (λέει) ιδιοκτησία του κράτους».

Με την αίσθηση του προσωρινού, αφού η ζωή «διαρκεί (έτσι έλεγε) μια νύχτα», χωρίς βεβαιότητες, χωρίς αυτοπεποίθηση, σε πόλεμο με τους οικείους του, γιατί προσπαθούσαν να πολεμήσουν τις ιδιορρυθμίες του, με την αμαρτία και τις ενοχές στην άκρη των δαχτύλων του.

Άγρυπνος τις νύχτες, παραγωγικός ή όχι, πάντως ελεύθερος, σε πόλεμο με τον χρόνο. Διατεθειμένος – αν ήταν δυνατόν – να μην γνωρίσει κανέναν. Ανίκανος να συγχωρεί ·  να σωθεί · ν’ αγαπήσει · να είναι με άλλους. Πότε σκαθάρι, σκύλος, πίθηκος, σε ζωόμορφες μεταμορφώσεις, οπλισμένος με μια εγγενή ατολμία κι ωστόσο ιδιαίτερα ευαίσθητος στις δυνατότητες της γραφής. Εβραίος και Τσέχος που μπόρεσε να γράψει γερμανικά, κάτι σκόρπια, κυρίως ημιτελή κείμενα, χαοτικά, ποιητικά, ψυχρά. Κείμενα που υποστηρίζουν ή αναιρούν τις δυνατότητες της ζωής του. Βασισμένα σε εφιάλτες που μόνο με τη γραφειοκρατία, το φόβο του κενού, το Νόμο, το φόβο, την εκμηδένιση, το θάνατο, το αμετάτρεπτο, τη δειλία, είχαν να κάνουν.

Έλεγε πως τα βιβλία που πραγματικά μας χρειάζονται είναι αυτά «που σπάνε τη μέσα μας παγωμένη θάλασσα». Ο ίδιος μόνο τέτοια βιβλία έγραψε και μόνο τέτοια βιβλία διάλεγε να διαβάσει. Τον κυνηγούσαν «φαντάσματα», ενοχές, εφιάλτες, φόβοι, ανασφάλειες – κι ας δούλευε σε γραφείο ασφάλισης ατυχημάτων. Γράφοντας τις νύχτες τα ξόρκιζε αυτά τα «φαντάσματα» κι ύστερα ήθελε να τα καταστρέψει για να τα διώξει μακριά. Αλλά δεν κατάφερε να καταστρέψει και πολλά. Ούτε ο Μπροντ τον τεράστιο όγκο που κατέλειπε, αν και του άφησε τέτοια εντολή. Έτσι τα φορτωνόμαστε εμείς όλα αυτά τα ξορκισμένα, ή όχι, «φαντάσματα» που τον κατέτρεχαν. Διαβάζοντας ένα κείμενο του Κάφκα νοιώθεις όντως σαν να βρίσκεσαι σ’ έναν έρημο τόπο μόνος χωρίς διέξοδο. Ωστόσο αυτός ο κόσμος των έργων του είναι ένας κόσμος συναρπαστικός – συγκλονιστικός πολλές φορές. Μαύρος, αδιέξοδος, σκοτεινός, ακατάληπτος · όμως ακατάπαυστα συναρπαστικός. Για έναν συγγραφέα αυτό είναι μεγάλος έπαινος. Για έναν αναγνώστη αυτό είναι το ζητούμενο.

Αυτός ο άτολμος, ψηλός, αδύνατος άνδρας που έζησε μια ζωή τεσσάρων μόλις δεκαετιών, αναμετρήθηκε με τους κρημνούς της ύπαρξής του, ταλαντεύτηκε ανάμεσα στην αγάπη και το μίσος, το αίσθημα της διαφορετικότητας, έγραψε μερικά παράδοξα κείμενα που ακροβατούν ανάμεσα στην παραβολή και την αλληγορία, όντας απολύτως προσωπικά, ρηξικέλευθα και γι αυτό προφητικά.

Όντας μέσα στο κτίσμα που αυτός οικοδόμησε για να προφυλαχτεί από την καταιγίδα του πλήθους που του αρνήθηκε την ιδιομορφία, μόνος απέναντι στους άλλους, έζησε μια ζωή μισοτελειωμένη χωρίς να μπορεί να ολοκληρώσει καμία κατάσταση, ούτε στον έρωτα, ούτε στη φιλία, ούτε τη σχέση με την οικογένειά του. Δεν του άρεσε ο κανόνας κι ωστόσο όλη του τη ζωή δεν έκανε τίποτα άλλο από το να προσπαθεί να υποταχτεί σε αυτόν. Έγραψε : « ποτέ δεν έμαθα τον κανόνα», αλλά που αποτέλεσε εξαίρεση; Σπούδασε νομικά και δούλεψε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε γραφείο ασφαλειών. Δεν ξέφυγε ποτέ από το περιβάλλον του τον καταπίεζε, ούτε από την εξουσία του πατέρα του, κατάπιε τους φόβους του κι έζησε μ’ αυτούς. Ηράσθη την τελειότητα που τον εμπόδισε να ολοκληρώσει οτιδήποτε έγραψε. Όλες του οι νύχτες ήταν γεμάτες λέξεις. Πραγμάτωσε ένα ιδιοφυές, στη σύλληψη και την εκτέλεση, έργο. Έτσι, λοιπόν, πλήρωσε το τίμημα με μ ια ζωή άνανθη, μουντή, μοναχική, ώσπου σακατεύτηκαν τα πνευμόνια του από τη φυματίωση.

Ο FranzKafka και η «Σωφρονιστική Αποικία»

Στις 31 Δεκεμβρίου 1914 σημειώνει στο ημερολόγιό του : « δουλεύω από τον Αύγουστο, γενικά όχι λίγο κι όχι άσχημα, αλλά ούτε από την πρώτη ούτε από την τελευταία άποψη μέχρι τα όρια της ικανότητάς μου, όπως θα έπρεπε, ιδιαίτερα μια κι η ικανότητά μου, σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις (αϋπνία, πονοκέφαλοι, αδυναμία της καρδιάς) δεν πρόκειται πια να διαρκέσει πολύ. Έγραψα χωρίς να τα τελειώσω : « Η Δίκη», «Αναμνήσεις από το σιδηρόδρομο της Κάλντα», «Ο Δάσκαλος του χωριού», «Ο Αντιεισαγγελέας» και μερικές μικρότερες αρχές. Τελείωσα μόνο « Στην αποικία των τιμωρημένων» κι ένα κεφάλαιο του «Αγνοούμενου», και δύο στη διάρκεια της δεκαπενθήμερης άδειάς μου. Δεν ξέρω γιατί κάνω αυτόν τον απολογισμό, δεν μου ταιριάζει καθόλου!»

Έξι μήνες πριν (31 Ιουλίου) σημειώνει στο ίδιο ημερολόγιο : « Δεν έχω καιρό. Έχουμε γενική επιστράτευση. Ο Κ. και ο Π. παρουσιάστηκαν. Τώρα εισπράττω την αμοιβή της μοναξιάς (…) Όμως θα γράψω παρ’ όλα αυτά οπωσδήποτε, είναι ο αγώνας μου για την αυτοσυντήρηση.»

Η μοναξιά είναι ένα είδος αμοιβής και το γράψιμο μια διαδικασία αυτοσυντήρησης. Διαπιστώνει ότι μέσα σε έξι όλους κι όλους μήνες το γράψιμο πήγε καλά. Ωστόσο οι συνθήκες είναι αντίξοες : η υγεία του έχει πάρει την κάτω βόλτα, χωρίσει από την Φελίτσε – άλλη μια ελπίδα να συμβιώσει με μια γυναίκα ματαιώνεται – έχει ξεσπάσει ο πόλεμος.

Στην «Αποικία των τιμωρημένων», ή κατά μια άλλη μετάφραση «Σωφρονιστική αποικία» (που μου φαίνεται πιο ακριβής και προς τον πρωτότυπο τίτλο και προς το περιεχόμενο) διαδραματίζεται η εξής ιστορία : Σε μια αποικία που βρίσκεται σ’ ένα τροπικό νησί καταφθάνει ένας ταξιδιώτης – παρατηρητής, προσκαλεσμένος του διοικητή να επιθεωρήσει ένα κολαστήριο μηχάνημα τη «Σβάρνα». Το μηχάνημα πρωταγωνιστεί στο διήγημα και το παρουσιάζει στον ταξιδιώτη ο αξιωματικός, μοναδικός πλέον υπεύθυνος γι αυτό, μετά το θάνατο του παλαιού διοικητή, που το εμπνεύστηκε το κατασκεύασε, το επέβλεπε και παρίστατο στις εκτελέσεις που η μηχανή αυτή διεκπεραίωνε. Ωστόσο δεν πρόκειται για μια απλή μηχανή εκτέλεσης, αλλά για μια μηχανή επινοημένη να τιμωρεί. Ένα μέρος αυτού του δαιμονικού μηχανήματος εγγράφει μ’ έναν περίπλοκο τρόπο, που ενδελεχώς εξηγεί ο αξιωματικός, πάνω στο κορμί του καταδίκου την εντολή που αυτός παρέβη, καθώς και την ποινή, την οποία ο κατάδικος δεν γνωρίζει πριν οδηγηθεί στη «Σβάρνα» και για αυτό δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να απολογηθεί, αφού δεν διεξήχθη καμία δίκη. Όλοι οι κατάδικοι είναι εκ προοιμίου κι αδιαμφισβήτητα ένοχοι. Στη συνέχεια ένας κατάδικος  οδηγείται στη συσκευή γιατί δεν χαιρέτησε το λοχαγό του, αλλά ο τελευταίος τον βρήκε να κοιμάται κι επιπροσθέτως αυθαδίασε  όταν τον ξύπνησε μαστιγώνοντάς τον. Η επίδειξη της μηχανής γίνεται εν λειτουργία ο αξιωματικός εξηγεί στον ταξιδιώτη – ερευνητή πως η «Σβάρνα» έχει περιπέσει σε ανυποληψία από το νέο διοικητή, που θέλει να την καταργήσει ή να την αντικαταστήσει με κάτι πιο σύγχρονο και του ζητά να μη συναινέσει σ’ αυτή την απόφαση για την καταστροφή του μηχανήματος. Ο ταξιδιώτης παρακολουθεί σχεδόν αδιάφορος αυτή την επίδειξη και πάντως δεν σκοπεύει να επηρεάσει αρνητικά τον διοικητή. Στη συνέχεια όμως όταν τοποθετείται εκεί ο κατάδικος απ’ τον στρατιώτη και λίγο αργότερα αντ’ αυτού ο ίδιος ο αξιωματικός, όταν απελπίζεται από την άρνηση του ταξιδιώτη να τον βοηθήσει, αλλάζει συμπεριφορά κι αρχίζει να δυσφορεί. Το μηχάνημα απορρυθμίζεται κι αντί να γράψει την εντολή «έσω δίκαιος» πάνω  στο σώμα του αξιωματικού, τον κατακρεουργεί. Ο ταξιδιώτης πριν εγκαταλείψει την αποικία, επισκέπτεται τον τάφο του παλαιού διοικητή, που βρίσκεται κάτω από ένα τραπέζι στο καφενείο όπου τρώνε και πίνουν οι λιμενεργάτες. Διαβάσει στην επιγραφή : «Εδώ αναπαύεται ο παλαιός διοικητής. Οι οπαδοί του, που δεν επιτρέπεται να έχουν όνομα, του έσκαψαν τον τάφο κι έβαλαν πέτρα. Υπάρχει μια προφητεία πως ο διοικητής θ’ αναστηθεί ύστερα από ορισμένα χρόνια και από αυτό το σπίτι θα ξεκινήσει με τους οπαδούς του για να πάρουν πάλι την αποικία. Πιστεύετε κι αναμένετε!» μπαίνοντας στη βάρκα που θα τον οδηγήσει στο πλοίο, το οποίο θα τον πάρει μακριά, ο ταξιδιώτης αποπέμπει τον κατάδικο και το ταξιδιώτη που τον ακολουθούν φορτικά και τον ικετεύουν να τους πάρει μαζί του.

Ο Κάφκα διαφωνώντας με τον εκδότη του, που ήθελε να κυκλοφορήσει σ’ έναν τόμο την «Αποικία» και την «Κρίση», του έγραψε : «Το διήγημα είναι περισσότερο ποιητικό παρά επικό, γι αυτό χρειάζεται εντελώς ελεύθερο χώρο γύρω του, αν πρόκειται να έχει κάποια επίδραση. Είναι επίσης η πιο αγαπημένη μου εργασία κι ως εκ τούτου επιθυμία ήταν πάντοτε, ει δυνατόν, ν’ αποκτήσει κάποια στιγμή αυτοτελή ισχύ» και πραγματικά έτσι έγινε. Η επιθυμία του έγινε σεβαστή κι η «Αποικία» κυκλοφόρησε το 1919 αυτόνομα, μετά την «Μεταμόρφωση» και την «Κρίση».

«Η ζωή μου μοιάζει με τις τιμωρίες, στις οποίες ο μαθητής ανάλογα με το φταίξιμό του πρέπει να γράψει δέκα φορές, εκατό φορές, ή ακόμη πιο πολλές την ίδια ανούσια, τουλάχιστον στην επανάληψή της φράση, μόνο που στην περίπτωσή μου πρόκειται για μια τιμωρία την οποία ισχύει : όσες φορές αντέξεις».  Να ένα σχόλιο που περιέχει τη λέξη τιμωρία αλλά δεν γράφτηκε την εποχή της «Αποικίας», ωστόσο καταδεικνύει την απροκάλυπτα μαζοχιστική μοίρα του συγγραφέα της από την οποία δεν έκανε το παραμικρό για να ξεφύγει. Αντίθετα ο κόσμος που έπλασε είναι αυτός της «Αποικίας» και της «Δίκης». Στο σύμπαν του δεν υπάρχει καμιά παρηγοριά και στον κόσμο της «Αποικίας» δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο παρά τιμωρία, ενοχή, σκληρότητα, ποινές… Ο νεκρός διοικητής απειλεί να επιστρέψει εκ του τάφου. Ο νέος διοικητής, φορέας μιας πιο εκσυγχρονισμένης τιμωρητικής διαδικασίας, είναι άδηλο τι θα σκαρφιστεί για να αντικαταστήσει τη δαιμονική μηχανή. Αν ο προηγούμενος διοικητής είναι ο τιμωρός Θεός της Παλαιάς Διαθήκης, τότε ο νυν δεν είναι παρά ο παράκλητος της Καινής και κρατά κλειστά τα χαρτιά του για το μέλλον της Δικαιοσύνης και του τρόπου απονομής της. Ο αξιωματικός, τελευταίος οπαδός και μοναδικός πια εκπρόσωπος της παλαιάς τάξης κατακρεουργείται μαζί με τη διαβολική εφεύρεση. Η νέα τάξη είναι παρούσα, αλλά δεν έχει σχεδιάσει τα μέσα επιβολής της εξουσίας της. Βρίσκεται σ’ ένα μεταίχμιο. Ο ταξιδιώτης φεύγει χωρίς να πάρει μαζί του το σωσμένο κατάδικο και το στρατιώτη, αυτά τα δύο θλιβερά απομεινάρια της ελεεινής αυτής αποικίας. Ο ταξιδιώτης, σχεδόν αμέτοχος παρατηρητής, δεν κατάφερε να εμποδίσει ή να ακυρώσει τίποτε. Ήλθε, είδε κι απήλθε. Ούτε ανακούφιση ένιωσε ούτε καμιά ελπίδα έβαλε στον ταξιδιωτικό του σάκο, πως τα πράγματα αλλάξουν επί τα βελτίω. Γιατί φεύγοντας τα πράγματα θα αλλάξουν, πάντα όμως προς όφελος μιας απόλυτης εξουσίας που θεωρεί τους ανθρώπους εκ προοιμίου ενόχους και ικανούς μόνο για την τιμωρία και τον αφανισμό. Φοβίζει ίσως περισσότερο αυτός ο νέος τρόπος απονομής του δικαίου που έρχεται, από τη διαβολική «Σβάρνα», που έπαψε να υπάρχει. Εκφοβίζει και η απειλή του παλαιού διοικητή να επιστρέψει αναστημένος, για να συνεχίσει το αποτρόπαιο έργο του. Έτσι παλιό και καινούριο συγχέονται.

Η ιστορία του σωφρονισμού των τιμωρημένων ολοκληρώθηκε στο τέλος του καλοκαιριού του  1914. Τέσσερα χρόνια αργότερα τελείωσε και ο Α’  Παγκόσμιος Πόλεμος. Το 1924 πέθανε πρόωρα κι ο συγγραφέας της. Ωστόσο ο παλαιός διοικητής, όχι πια σε κανένα διήγημα, αλλά στ’ αλήθεια κι έφταιξε τα στρατόπεδα θανάτου κι εξολόθρευσε εκατομμύρια ομοθρήσκων του συγγραφέα κι όλα τα επιζώντα μέλη της οικογένειάς του. Κι ύστερα συνεχίζουμε να πιστεύουμε πως οι θρύλοι και οι προφητείες είναι κατάλληλες μ όνο για τις σελίδες των βιβλίων. Έκτοτε – από την εποχή της συγγραφής του διηγήματος – η εξουσία δεν έχει σταματήσει να χρησιμοποιεί την ισχύ της με τρόπους αποτρόπαιους, είτε τα καθεστώτα στα οποία ασκείται είναι ολοκληρωτικά, είτε όχι. Μην ξεχνάμε ότι ο Καστοριάδης είχε αποκαλέσει τις αντιπροσωπευτικές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες μας «φιλελεύθερες ολιγαρχίες», θέλοντας να στηλιτεύσει τον τρόπο με τον οποίο το σύγχρονο κράτος χρησιμοποιεί την ισχύ του κι εδραιώνει την εξουσία του.

«Γράφω διαφορετικά απ’ ό, τι μιλάω, μιλάω διαφορετικά απ’ ό, τι σκέφτομαι, σκέφτομαι διαφορετικά απ’ ό, τι θα έπρεπε να σκέφτομαι, έτσι που τα πάντα βυθίζονται σε ολοένα και πυκνότερο σκοτάδι», παραπονιόταν ο Κάφκα στην αδερφή του Ότλα, την εποχή του έγραφε τη «Δίκη» και την «Αποικία», συνειδητοποιώντας «τη ριζική αποσύνδεση υποκειμένου και γλώσσας, όπως εύστοχα παρατηρεί ο MartinTraves, στην «Εισαγωγή στη νεότερη ευρωπαϊκή λογοτεχνία» (εκδόσεις Βιβλιόραμα, 2005). Αυτή η αποσύνδεση ίσως τον βοήθησε να βγάλει στο φως τα εσωτερικά του σκοτάδια, με τόσο ενάργεια. Δεν ξέρω πάντως τι εννοεί λέγοντας πως η «Αποικία» είναι ποιητική κι όχι επική. Δεν βλέπω να υπάρχει σ’ αυτήν στάλα ποίησης, μόνο ζοφερότητα και φρίκη. Κι αυτό το καταφέρνει επειδή αφηγείται μια γκροτέσκα αλληγορία με τρόπο ρεαλιστικό, έτσι που να σε κάνει να πιστεύεις πως είναι αληθινή η φρίκη αυτού του εφιάλτη. Ο αναγνώστης της δύσκολα αποστασιοποιείται όσο τη διαβάζει και σίγουρα σφραγίζει την αναγνωστική του μνήμη για καιρό.  Κατά τη συνήθη πρακτική της εποχής ο Κάφκα διάβασε το διήγημα μπροστά σε κοινό, ο ίδιος στα ημερολόγιά του δεν μοιάζει και τόσο ικανοποιημένος από την επιτυχία της ανάγνωσης, όμως ο Μαξ Πούλβερ, φίλος του Ρίλκε, δηλώνει κυριολεκτικά συγκλονισμένος : «Έχω ξεχάσει τον τρόπο με τον οποίο διάβασε. Ήδη από τις πρώτες λέξεις μου είχε φανεί ότι είχε αρχίσει να εξαπλώνεται μια ανεπαίσθητη οσμή αίματος, και μια γεύση παράδοξα ουδέτερη κι αόριστη είχε αποτεθεί στα χείλη μου. Όσο και να έμοιαζε η φωνή του να ζητάει αόριστα συγγνώμη, οι εικόνες εισχωρούσαν μέσα μου σαν μαχαίρια, σαν παγωμένες βελόνες, προκαλώντας ιλιγγιώδεις πόνους. Δεν ήταν μόνο η περιγραφή ενός μαρτυρίου κι ενός εργαλείου βασανιστηρίων μέσα από τις λέξεις του δήμιου που εκτελούσε την ποινή, βυθισμένος σε μια γλυκιά έκσταση. Ο ακροατής, καταλαμβανόταν κι αυτός απ’ τους ίδιους ανυπόφορους πόνους με το θύμα, ξάπλωνε στον πάγκο των βασανιστηρίων και κάθε μια λέξη, σαν νέα βελόνα, χάραζε αργά στην πλάτη του τους όρους της εκτέλεσης. Έπειτα ακούστηκε ένας πνιχτός θόρυβος πτώσης, η σύγχυση κυριάρχησε στην αίθουσα κι απομάκρυναν μια κυρία που είχε λιποθυμήσει. Η ανάγνωση συνεχίστηκε. Τα λόγια του προκάλεσαν ακόμα δύο λιποθυμίες.»

Παρ’ όλα αυτά θα συμβούλευα τους αναγνώστες αυτού του κειμένου, να διαβάσουν αυτή τη ζοφερή ιστορία, για να μορφώσουν ιδίαν γνώμη. Γιατί σίγουρα άλλο είναι να ταξιδεύεις στην Αμερική κι άλλο να διαβάζεις τις εντυπώσεις ενός ταξιδιώτη γι αυτήν. Για όσους τώρα αρέσκονται στις εξηγήσεις, τις αναλύσεις και τα παρόμοια, ιδού η άποψη του MichaelLöwyαπό το έξοχο βιβλίο του : «FranzKafka, ανυπότακτος ονειροπόλος», όπου μιλά για τις σχέσεις του Κάφκα με τους αναρχικούς κύκλους της Πράγας και τον θαυμασμό του – μια εποχή τουλάχιστον – προς τον ελευθεριακό σοσιαλισμό. Στο ίδιο βιβλίο λέει ότι το έργο του Κάφκα είναι διαποτισμένο από μια αντιαυταρχική και διακριτικά ελευθεριακή διάσταση. Στο διήγημα υπάρχουν τρεις στενά αλληλοσυνδεδεμένες μορφές κυριαρχίας : η αποικιακή, η στρατιωτική και η γραφειοκρατική. Ο Κάφκα αναφέρεται – λέει ο Löwy – συγκεκριμένα στη γαλλική αποικιοκρατία. Ενώ οι αξιωματούχοι και ο διοικητής είναι Γάλλοι, οι στρατιώτες, οι λιμενεργάτες και οι μελλοθάνατοι είναι ιθαγενείς και δεν καταλαβαίνουν λέξη γαλλικά. Ο αξιωματικό και ο ταξιδιώτης, που προφανώς έρχεται από τη Μητρόπολη, συνομιλούν γαλλικά. Έτσι καμιά πληροφορία για τη λειτουργία της μηχανής δεν φθάνει στ’ αυτιά του καταδικασμένου.

Ο τίτλος περιέχει τη λέξη τιμωρία (strafe) που ασκείται εδώ με υπέρμετρη βία κι εξωφρενική κτηνωδία απ’ όσο στην «Αμερική» ή στη «Δίκη».

«Μπορούμε επίσης να θεωρήσουμε ότι ο μηχανισμός της νουβέλας εκφράζει το νεωτερικό κράτος καθεαυτό κι όχι μόνο στις αποικιακές και στρατιωτικές του εκδηλώσεις», υποστηρίζει ο Löwy και θυμίζει πως ο Κάφκα σύγκρινε τη γραφειοκρατία με δήμιο,  «δεν μου φαίνεται τυχαίο, λέει ακόμη ο Löwy, το ότι στην αρχή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου έγινε η τρομερή εκδήλωση της δύναμης των «μηχανισμών» του Κράτους και της φονικής λογικής τους.», ακριβώς δηλαδή την εποχή της συγγραφής του διηγήματος.

Ωστόσο παρά την επάρκεια ή την αμηχανία τους, παρά τις διαφορετικές τοποθετήσεις τους, οι αναλύσεις δεν κατορθώνουν να εξηγήσουν πλήρως τον αινιγματικό κι γριφώδη χαρακτήρα των περισσότερων γραπτών του Κάφκα. Στην παρούσα περίπτωση πέρα από την τυπωμένη ιστορία, έχουμε και μια συνέχεια – καλύτερα ένα άλλο τέλος – στα «Ημερολόγια» του 1919, δηλαδή ελάχιστο διάστημα αφότου εκδόθηκε.

6 Αυγούστου 1919 : «Ο ταξιδιώτης ένοιωθε πολύ κουρασμένος για να διατάξει τίποτε (…) τον βρήκαν δύο κύριοι, που τους είχε στείλει ο διοικητής για να τον φέρουν. Μόλις του μίλησαν πήδηξε όρθιος σαν να είχε ξεκουραστεί. Με το χέρι στην καρδιά είπε : «Να ‘μαι σκύλος, αν το επιτρέψω αυτό», όμως ύστερα το πήρε αυτό στην κυριολεξία κι άρχισε να τριγυρίζει στα τέσσερα. Μερικές φορές μόνο πεταγόταν όρθιος, ξεκολλούσε κανονικά απ’ το χώμα, κρεμόταν απ’ το λαιμό ενός από τους κυρίους και φώναζε με δάκρυα : «Γιατί σε μένα όλα αυτά;» κι έτρεχε πάλι στη θέση του.» Ύστερα αποπέμπει και γρονθοκοπεί τον καταδικασμένο και το στρατιώτη που τον ακολουθούν, όπως και στην πρώτη εκδοχή. Καταριέται τον τροπικό αέρα ως υπεύθυνο αυτής της σύγχυσης και της μεταμόρφωσης σε σκύλο, που όπως φαίνεται, είναι προσωρινή. Η συνέχεια είναι ακόμη πιο παράλογη και περιέχει σπέρματα σουρεαλισμού : εμφανίζεται ένα φίδι ευαίσθητο, ή μια κυρία φίδι, που ο νέος διοικητής διατάζει να πυροβολήσουν. Αργότερα, ο αξιωματικός μοιάζει νεκραναστημένος, αλλά δεν είναι στην πραγματικότητα, ο ταξιδιώτης απολύτως αποκαμωμένος δεν έχει τη δύναμη να φτάσει στο πλοίο, ωστόσο λέει δυνατά πως θα τα διηγηθεί όλα στην πατρίδα (!).  Στην ίδια ημερολογιακή εγγραφή μια τελευταία παράγραφος μιλά για κάποιο στρατηγό Σάμσον σε μια μάχη με ινδιάνους (!).

Αυτές οι νέες εκδοχές του τέλους του διηγήματος, αν και κατά τη γνώμη μο συσκοτίζουν το όποιο νόημα  προσπαθήσαμε να προσδώσουμε στην αποικία, ίσως έχουν αν κάνουν με τη νέα μορφή που θα πάρει η μηχανοποιημένη εξουσία, καθώς και τη θέση και την υπόσταση και τη συμπεριφορά του ταξιδιώτη. Αυτά τα δύο τελευταία στοιχεία φαίνεται πως δεν τον ικανοποίησαν στη συντελεσμένη πρωτότυπη εκδοχή.

Εκτός από τον Adorno, τον Στάινερ, τον Σαΐντ, τους Ντελέζ – Γκουταρί και τον βιογράφο και μελετητή του Κάφκα Κλάους Βάγκεμπαχ η «Αποικία» απασχόλησε και δραματουργούς. Μεταξύ αυτών και τον Ιάκωβο Καμπανέλη, ο οποίος οδηγημένος από την εμπειρία του εγκλεισμού του στο Μαουτχάουζεν, τη διασκεύασε για το θέατρο.

Εμείς είδαμε  πρόσφατα μια αρκετά ικανοποιητική δραματοποίηση της «Αποικίας», από τη νεανική θεατρική ομάδα «Σημείο μηδέν». Η παράσταση ανέβηκε στο «Χώρο ιστορικής μνήμης 1941-1944», όπως έχει ονομαστεί το υπόγειο (έξι μέτρα κάτω από τη γη) καταφύγιο του μεγάρου της «Εθνικής Ασφαλιστικής», που χρησιμοποιήθηκε από τη γερμανική Komandatur (διοίκηση), ως χώρος εγκλεισμού ελλήνων αντιστασιακών την τριετία 1941-1944. Η σύνδεση είναι καταλυτική. Έτσι σ΄ έναν ασφυκτικό χώρο χωρίς ανοίγματα, όπου λόγω του μεγάλου βάθους επικρατεί πολύ υγρασία, με φόντο τα ακιδογραφήματα των κρατουμένων, που έχουν αποκαλυφθεί, στο μεγαλύτερο μέρος τους εξαιτίας της συντήρησής τους και κάτω από άπλετο φως, που θυμίζει τον τροπικό ήλιο, παρακολουθήσαμε τη συνομιλία του αξιωματικού με τον ταξιδιώτη, είδαμε τον καταδικασμένο να ξαπλώνει στο μηχάνημα και να περιμένει τη «Σβάρνα» να γράψει πάνω στο κορμί του την τιμωρία. Τέσσερις νέοι ηθοποιοί (Νίκος Δροσάκης, Ρόζα Προδρόμου, Αντιγόνη Ρήγα, Μιλτιάδης Φιορέντζης) ενσάρκωσαν τους ισάριθμους ρόλους του διηγήματος παίζοντας σε ρυθμούς κινησιολογικούς, μέσα σε μια ιδιαίτερη ένταση. Στο κείμενο του Κάφκα είχαν προστεθεί αποσπάσματα από το βιβλίο του Κώστα Κάππου : «Η επανάσταση που έρχεται», στο οποίο μιλά για τους βασανισμούς του στη διάρκεια της δικτατορίας.

Συνολικά επρόκειτο για μια ενδιαφέρουσα, αν και περιοριστική, ανάγνωση της «Αποικίας». Νομίζω πως κάθε ανάγνωση – ή στην προκειμένη περίπτωση διασκευή – εγγενώς περιέχει αυτό το μειονέκτημα, αφού κάθε διασκευή ενέχει τη διαμεσολάβηση. Κάποιος άλλος διαβάζει για σένα. Γι αυτό προτείναμε κι επιμένουμε στην κατά μόνας ανάγνωση του ίδιου του κειμένου.