Το Ωραίο Παιχνίδι Σταμάτησε Στο Ριο Ντε Τζανεϊρο

Πικρή γεύση άφησε το Μουντιάλ του 2014. Φαινόταν όμως ότι θα ήταν κακορίζικο. Πολύ πριν αρχίσει.Ο Βραζιλιάνικος λαός κάτι περισσότερο ήξερε που δεν το ήθελε. Βέβαια, διαδήλωνε εξαιτίας του κόστους διεξαγωγής αυτής της διοργάνωσης, κι όχι γιατί διαισθανόταν την κατάληξη που θα είχε. Ότι, δηλαδή, η αγαπημένη του Σελεσάο, η ομάδα των επίλεκτων της Βραζιλίας,  θα διασυρόταν και ότι το τρόπαιο θα κατακτούσαν, μέσα στη χώρα του «jogobonito», του «ωραίου παιχνιδιού», οι εκπρόσωποι της «αποτελεσματικότητας» και του ποδοσφαιρικού κυνισμού (η νίκη έχει σημασία, όχι το παιχνίδι) – οι γερμανοί δηλαδή. Όχι, δεν έπρεπε να γίνει το Μουντιάλ στη Βραζιλία. Είχε δίκιο ο λαός.

Ο Βραζιλιάνικος λαός όμως δεν έπαιξε στα 12 γήπεδα που φιλοξένησαν τους αγώνες. Καλά – καλά δεν βρέθηκε ούτε στις κερκίδες, οι οποίες είχαν κατακλειστεί με τουρίστες και βραζιλιάνους που τα πρόσωπα τους θύμιζαν βόρειο-ευρωπαίους παρά Βραζιλιάνους – από εκπροσώπους δηλαδή της αστικής και μεσοαστικής τάξης της Βραζιλίας. Στα 12 αυτά γήπεδα έπαιξαν (ή έτρεξαν) παίχτες, ποδοσφαιριστές, άνθρωποι και κλώνοι από 32 χώρες του πλανήτη. Αλλά ας  ασχοληθούμε εδώ με τρεις μονάχα απ’ αυτές τις ομάδες, τη Βραζιλία, την Αργεντινή και τη Γερμανία. Κι ας ξεκινήσουμε με την οικοδέσποινα

Η διχασμένη Βραζιλία

Η εικόνα που παρουσίασε η εθνική ομάδα της Βραζιλίας σε αυτό το Μουντιάλ, αντικατοπτρίζει θαυμάσια την αντιφατική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Βραζιλιάνικη κοινωνία. Η «ισχυρή Βραζιλία», η 7η μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, η ανερχόμενη καπιταλιστική δύναμη (ή/και περιφερειακή υπερδύναμη), από τη μια. Η Βραζιλία των τεράστιων κοινωνικών ανισοτήτων, του αστυνομικού κράτους και της φαβέλας, από την άλλη. Η Βραζιλία των διευρυνόμενων νέων μέσο-στρωμάτων, αλλά και η Βραζιλία της φτώχειας και της εξαθλίωσης. Η «εκσυγχρονισμένη», η «σοβαρή», η «υπεύθυνη», η «ευρωπαϊκή» Βραζιλία, αλλά και η Βραζιλία του Νότου, της ανεμελιάς, της Σάμπα, του Καρναβαλιού. Η Βραζιλία της παραγωγικότητας και της ανάπτυξης, αλλά και η Βραζιλία των «τεμπέληδων και τζαμπατζήδων» (έτσι χαρακτήριζαν τα βραζιλιάνικα ΜΜΕ όσους διαδήλωναν ενάντια στην αύξηση της τιμής των εισιτηρίων, αλλά και γενικότερα ενάντια στη διεξαγωγή της διοργάνωσης). Η Βραζιλία των «διαστημικών» γηπέδων – η Βραζιλία των άθλιων χαμόσπιτων. Ποια Βραζιλία, απ’ όλες αυτές, αντιπροσώπευσε, όμως, η εθνική της ομάδα ποδοσφαίρου σε αυτό το μουντιάλ;

Η «Σελεσάο» ήταν πάντα μια ομάδα του λαού της Βραζιλίας. Οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ, οι στρατοκράτες και η αστική τάξη της μεγάλης αυτής χώρας μπορεί να εκμεταλλεύονταν τις επιτυχίες της εθνικής τους ομάδας (ή και να κέρδιζαν από αυτές), αλλά δεν αισθάνονταν δική τους την ομάδα. Εκείνοι ήταν λευκοί, ευρωπαίοι και αριστοκράτες (παρεμπιπτόντως, ο Ζοάο Χαβελάνζε, ο πρώην πρόεδρος της ΦΙΦΑ και της Βραζιλιάνικης ομοσπονδίας ποδοσφαίρου, ήταν … Βέλγος αριστοκρατικής καταγωγής). Η σελεσάο αποτελούταν από ένα τσούρμο απείθαρχων νέγρων ή μιγάδων, οι οποίοι χόρευαν στο γήπεδο με τον ίδιο τρόπο που οι «τεμπέληδες και τζαμπατζήδες» υπήκοοι τους (επίσης νέγροι ή μιγάδες – στην πλειοψηφία τους) χόρευαν στους δρόμους. Η άρχουσα τάξη της Βραζιλίας μισούσε κατά βάθος αυτήν την ομάδα, όπως μισούσε και το λαό της. Τι να κάνει όμως; Αφού κέρδιζε από δαύτους…

Μέχρι και το παγκόσμιο κύπελλο του 1982 η Σελεσάο έπαιζε με τον ίδιο και απαράλλακτο φαντεζί και καλλιτεχνικό τρόπο. Εκείνη τη χρονιά όμως, στα γήπεδα της Ισπανίας, συνέβη το αδιανόητο: μια από τις πιο θεαματικές και ωραιότερες εθνικές Βραζιλίας όλων των εποχών ηττήθηκε στα προημιτελικά 2 – 3 από την Ιταλία, την μετέπειτα νικήτρια του κυπέλλου, και αποκλείστηκε από τη συνέχεια της διοργάνωσης. Ο αποκλεισμός αυτός έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς, κυρίως μέσα στην ίδια τη Βραζιλία, να αποφανθούν: η εθνική Βραζιλίας πρέπει να αλλάξει το στυλ παιχνιδιού της. Πρέπει να εκσυγχρονιστεί, να γίνει πιο σοβαρή, πιο ορθολογική, πιο παραγωγική, πιο «ευρωπαϊκή», αν θέλει να «ανταγωνιστεί» τις ευρωπαϊκές εθνικές ομάδες. Να γίνει λιγότερο θεαματική και περισσότερο «ουσιαστική».

Όπερ και εγένετο: Από το μουντιάλ του 1986 και μετά η σελεσάο γινόταν όλο και πιο «ευρωπαϊκή». Στην αρχή (μουντιάλ 1986 και 1990) ο εξευρωπαϊσμός δεν απέδωσε τα αναμενόμενα (ήταν κάπως  «ντροπαλός», είναι η αλήθεια) και η Βραζιλία δεν κατάφερε κάτι το ιδιαίτερο. Το 1994 όμως η Σελεσάο τα κατάφερε και ανέβηκε ξανά στην κορυφή του κόσμου. Έχοντας κατεβάσει την πιο αμυντική και την λιγότερο ωραία ομάδα όλων των εποχών. Όμως: αν δεν υπήρχαν οι επινοήσεις, η φαντασία, η δεξιοτεχνία των Μπράνκο, Ζορζίνιο, Μπεμπέτο και (κυρίως) του μεγάλου Ρομάριο, δεν θα είχε καταφέρει τίποτα. Η Βραζιλία θριάμβευσε και το 1994, γιατί παρέμεινε, ως ένα βαθμό, Βραζιλία. Έκτοτε, η Σελεσάο ακολούθησε αυτήν την «ευρωπαϊκή» συνταγή ίσως μονάχα στο Μουντιάλ του 2002 (που το ξανακέρδισε). Αλλά και τότε είχε αρκετούς «Βραζιλιάνους» στην 11άδα της: Ρονάλντο, Ροναλντίνιο, Ριβάλντο, Ρομπέρτο Κάρλος. Ήταν σαφώς περισσότερο Βραζιλία από αυτήν του 1994, αλλά λιγότερο από αυτήν του παρελθόντος. Το ίδιο ισχύει και για τις ομάδες που κατέβασε το 2006 και το 2010 (στο μοναδικό ίσως μουντιάλ που αδικήθηκε ανοιχτά από την διαιτησία – προφανώς ήταν καλύτερη από την Ολλανδία, από την οποία αποκλείστηκε, λόγω διαιτητικών «λαθών», στα προημιτελικά). Όλοι τώρα περίμεναν πως θα εμφανιστεί η Σελεσάο στο Μουντιάλ που θα διοργάνωνε στη χώρα της. Θα ήταν Βραζιλία ή κάτι άλλο;

«Αυτό» δεν είναι Βραζιλία!

Το ντεμπούτο της Σελεσάο στο φετινό μουντιάλ απογοήτευσε τους θαυμαστές της. Αν και κέρδισε 3 – 1 την Κροατία (με την απλόχερη βοήθεια της διαιτησίας), απογοήτευσε με τον τρόπο παιχνιδιού της: «Μα είναι δυνατόν να παίζει με σέντρες και μακρινές μπαλιές η Βραζιλία; Πού είναι η ομάδα που «έβαζε την μπάλα κάτω» και «κένταγε» στον αγωνιστικό χώρο. Πού είναι οι παίχτες που μάγευαν τα πλήθη με τις επινοήσεις και τη δεξιοτεχνία τους; Μονάχα ο Νεϊμάρ και ίσως ο Όσκαρ θυμίζουν κάτι από Βραζιλιάνο ποδοσφαιριστή. Οι υπόλοιποι, αν εξαιρέσουμε ίσως κάποια μπακ και τον τερματοφύλακα, είναι τραγελαφικοί. Κυρίως τα φορ – είναι δυνατόν κοτζάμ Βραζιλία, μια χώρα των 200 εκατομμυρίων, να μη βρίσκει έναν επιθετικό της προκοπής; Όχι, αυτό δεν είναι Βραζιλία!»

Στα επόμενα παιχνίδια της πρώτης φάσης η εικόνα της Σελεσάο βελτιώθηκε ελάχιστα. Μονάχα στη νίκη της με 4 – 1 επί του (αφελούς) Καμερούν θύμισε (σε ορισμένες στιγμές) κάτι από Βραζιλία. Και πάλι ο Νεϋμάρ μονάχα. Άντε και ο Φερναντίνιο που μπήκε προς το τέλος. Αλλά και στον πρώτο νοκ – άουτ (απέναντι στη θαυμάσια, αν και επίσης «εξευρωπαϊσμένη» – ως ένα βαθμό, Χιλή), τα ίδια και πάλι. Το ότι προκρίθηκε, το χρωστάει στον Τερματοφύλακα της και στα… δοκάρια. Όχι, αυτό δεν είναι Βραζιλία. Είναι η λιγότερο βραζιλιάνικη Βραζιλία όλων των εποχών! Λιγότερο και από εκείνην του 1994!

Στην πραγματικότητα η Σελεσάο του 2014 ήταν και βραζιλιάνικη και «ευρωπαϊκή». Αλλά ήταν λιγότερο βραζιλιάνικη και περισσότερο ευρωπαϊκή από κάθε άλλη φορά (γι αυτό δεν ήταν ούτε καλή βραζιλιάνικη, αλλά και ούτε μεγάλη «ευρωπαϊκή» ομάδα – μια καλή Βραζιλιάνικη ομάδα είναι πάντα καλύτερη από μια μεγάλη «ευρωπαϊκή»). Η εικόνα αυτή της Σελεσάο εξηγείται πολύ καλά με όλα όσα έχουμε αναφέρει παραπάνω. Είναι απλά η αντανάκλαση των μετασχηματισμών που έχουν επισυμβεί τα προηγούμενα χρόνια στη βραζιλιάνικη κοινωνία, αλλά και των οξυμένων αντιφάσεων της. Όπως και η Βραζιλιάνικη κοινωνία δεν ξέρει τι είναι, έτσι και η εθνική της ομάδα ποδοσφαίρου

Ύβρις και Νέμεσις

Γινόταν ολοένα και πιο φανερό, καθώς προχωρούσε η διοργάνωση, όταν ο ανασφαλής και νευρωτικός (και όχι «ευρωπαίος» και «ψυχρός», όπως διαφημιζόταν) προπονητής της, ο Φελίπε Σκολάρι, δεν κατάφερνε να απελευθερώσει τους 2 ή 3 βραζιλιάνους της ομάδας, η Βραζιλία δε θα μπορούσε να φτάσει στον τελικό. Η «ευρωπαϊκή» συνταγή δεν περπατούσε. Η (πιο ευρωπαϊκή) Εθνική Βραζιλίας  όλων των εποχών χρειαζόταν επειγόντως τους Βραζιλιάνους της. Τι τραγική ειρωνεία όμως, και αυτούς που είχε τους έχασε στον προημιτελικό με την Κολομβία. Ο Νεϋμάρ αχρηστεύθηκε από ένα, ίσως εσκεμμένο, αντιαθλητικό χτύπημα ενός κολομβιανού αμυντικού και ο βασικός της κεντρικός αμυντικός, ο Τιάγκο Σίλβα, είχε συμπληρώσει δύο κίτρινες κάρτες, άρα δεν μπορούσε να παίξει στον ημιτελικό. Έμενε μονάχα ο Νταβίντ Λουίζ, αλλά κι αυτός τι να κάνει μόνος του; Οι Όσκαρ και Φερναντίνιο θυμίζουν κάτι από βραζιλιάνο ποδοσφαιριστή, αλλά είναι «λίγοι», είναι ρολίστες. Στην προσπάθεια του να μετασχηματίσει τη Βραζιλία σε μια μεγάλη ευρωπαϊκή ομάδα, το μόνο που κατάφερε ο Σκολάρι είναι να φτιάξει μια κακή Βραζιλιάνικη. Ή μια ομάδα αποτελούμενη από κακούς βραζιλιάνους ποδοσφαιριστές (ή από βραζιλιάνους ποδοσφαιριστές που θέλουν να παίζουν σαν ευρωπαίοι). Η συντριβή από την Γερμανία ήρθε σαν τιμωρία, σαν Νέμεσις για την ύβρη στην οποία προέβη ο προπονητής της (αλλά και – με μια έννοια –  οι βραζιλιάνικες ελίτ, οι οποίες ενθάρρυναν αυτήν την μεταμόρφωση). Μονάχα οι γερμανοί θα μπορούσαν , όμως, να είναι τόσο αδίστακτοι, ανηλεείς και ασεβείς απέναντι στην μεγαλύτερη και πιο ιστορική ποδοσφαιρική ομάδα του κόσμου. Οι Αργεντίνοι θα σταμάταγαν, αν έβλεπαν τον αντίπαλο τους σε τέτοια κατάσταση κατάρρευσης, στα 3 ή στα 4 γκολ. Οι Ολλανδοί σταμάτησαν, μερικές μέρες μετά, στα τρία. Παιχνίδι είναι έτσι κι αλλιώς. Αλλά οι γερμανοί δεν αγαπάνε πραγματικά το παιχνίδι αυτό, το χρησιμοποιούν για να ταπεινώσουν τον αντίπαλο τους, για να κυριαρχήσουν. Πάντως, η ολοκληρωτική κατάρρευση της Βραζιλίας οφείλεται κυρίως στην ίδια. Η Βραζιλία κατέρρευσε κάτω από το βάρος των δικών της αντιφάσεων. Κατέρρευσε γιατί δεν ήταν σίγουρη για το τι είναι. Και η κρίση ταυτότητας οδηγεί (ενίοτε) στην κατάρρευση της προσωπικότητας. Αυτό ακριβώς συνέβη και στους βραζιλιάνους ποδοσφαιριστές.

Αλλά ας πάμε όμως τώρα και στους γερμανούς:

Ζήμενς και Βέρμαχτ

 Η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Γερμανίας δεν ήταν ποτέ μια ομάδα του λαού της Γερμανίας. Ήταν πάντοτε μια ομάδα των «από πάνω». Ήταν μια ομάδα στην υπηρεσία του γερμανικού εθνικισμού.

Πριν από το «θαύμα της Βέρνης», το 1954, το γερμανικό ποδόσφαιρο δεν είχε να επιδείξει κάποια σημαντική επιτυχία. Ο γερμανικός λαός δεν ενδιαφερόταν και πολύ για αυτό το σπορ (περισσότερο δημοφιλή αθλήματα φαίνεται ότι ήταν το Χόκεϊ επί πάγου και το Χάντμπολ).Το ναζιστικό καθεστώς είχε αντιληφθεί την επιρροή που είχε το ποδόσφαιρο στις μάζες (κυρίως των άλλων χωρών, όχι τόσο στις γερμανικές μάζες), αλλά δεν κατάφερε να παρουσιάσει κάποια ποδοσφαιρική επιτυχία.  Η 3η θέση στο Μουντιάλ παρωδία του 1934 ήταν ένα δώρο του Μουσολίνι στο ναζιστικό καθεστώς (το μουντιάλ του 1934 διεξήχθη στην Ιταλία). Στους Ολυμπιακούς του Βερολίνου (1936) η εθνική Γερμανίας αποκλείστηκε από την … Νορβηγία (στον πρώτο γύρο), ενώ στο μουντιάλ του 1938 αποκλείστηκε, επίσης στον πρώτο γύρο, από την … Δανία (ηττήθηκε με 4 – 2!).

Ό, τι δεν κατάφερε, όμως, η φασιστική Γερμανία, το κατάφερε η δημοκρατική, χρησιμοποιώντας τη βοήθεια των γιατρών και των επιστημόνων του προηγούμενου καθεστώτος. Το φασιστικό καθεστώς είχε κάνει μεγάλες προόδους στο θέμα του ντόπινγκ. Η τεχνογνωσία αυτή χρησιμοποιήθηκε μετά τον πόλεμο από πολλούς (Αμερικάνους, Σοβιετικούς κλπ). Δεν μπορεί, κάποιοι «ειδικοί» θα έμειναν στη μεταπολεμική Γερμανία, για να βοηθήσουν και την ποδοσφαιρική της ομοσπονδία (σύμφωνα με πόρισμα από μία έρευνα του πανεπιστημίου της Λειψίας, που τιτλοφορείται «Ντοπάρισμα στη Γερμανία», χρήση μεθαμφεταμινών έκαναν πολλοί από τους Γερμανούς διεθνείς πριν τον τελικό του Μουντιάλ του 1954, το οποίο κατέκτησε η εθνική τους ομάδα, επικρατώντας με 3-2 της μεγάλης Ουγγαρίας του Πούσκας  – το «θαύμα της Βέρνης» που λέγαμε προηγουμένως).

Το ποδοσφαιρικό θαύμα της Βέρνης (που έγινε με τη βοήθεια των μεθαμφεταμινών) ακολούθησε το οικονομικό θαύμα (που έγινε με τη βοήθεια των ελλήνων, των τούρκων και των γιουγκοσλάβων εργατών). Ο γερμανικός εθνικισμός (και ο καπιταλισμός βέβαια) είχε πια αναστηλωθεί, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Τα πάντσερ «ξαναήρθανε», φορώντας, αυτή τη φορά, ποδοσφαιρικές φανέλες.

Το στυλ ποδοσφαίρου που «έπαιζε» η εθνική Γερμανίας ταίριαζε απόλυτα στις απαιτήσεις της αστικής της τάξης και στις επιταγές του γερμανικού εθνικισμού: παίχτες – εργάτες (ή μηχανές) που τρέχουν ακατάπαυστα, υπακούουν και πειθαρχούν τυφλά στις εντολές του προπονητή – μάνατζερ (ο αυτοσχεδιασμός απαγορεύεται αυστηρά), που πολεμούν με δύναμη και πάθος (το πάθος ίσως να μην είναι η κατάλληλη λέξη – ο γερμανός ποδοσφαιριστής έπρεπε να είναι ψυχρός και σκληρός, όχι παθιασμένος) ως το 90ο λεπτό – ως γνήσιοι Αρίοι πολεμιστές. Οι κινήσεις των παιχτών μέσα στο γήπεδο είναι μηχανικές, αυτοματοποιημένες, ενταγμένες ολοκληρωτικά στο πλάνο που έχει ετοιμάσει ο μάνατζερ. Επίσης, η οργάνωση, η μεθοδικότητα, η επιστημονική και τεχνική υποστήριξη ήταν πάντα απαραίτητα στοιχεία για αυτήν την ομάδα. Η εθνική Γερμανίας ήταν η αντανάκλαση του γερμανικού καπιταλισμού και εθνικισμού. Μια απεικόνιση τόσο της Βέρμαχτ όσο και της Ζήμενς.

Μέσα σε μια δεκαετία η Γερμανία είχε βγάλει κάμποσα ταλέντα (όχι πάντως τόσα και τόσο μεγάλα που να δικαιολογούν τις επιτυχίες της εθνικής της ομάδας). Το ταλέντο όμως ήταν κάτι το επικίνδυνο για το γερμανικό ποδόσφαιρο. Τα νέα αυτά παιδιά έπρεπε να μπούνε στο πρόγραμμα κι όχι να κάνουν του κεφαλιού τους. Καθόλου τυχαίο δεν είναι ότι οι πιο φαντεζί και τεχνίτες ποδοσφαιριστές που είχε βγάλει η χώρα αυτή είχαν πάντοτε προβλήματα με την εθνική τους ομάδα. Ο «μαοϊκός» Πωλ Μπράιτνερ έπαιζε στην εθνική όποτε του κατέβαινε, ο Μπερντ Σούστερ την παράτησε σε ηλικία 24 ετών, ο «αναρχικός» Έντβαλντ Λίνεν δεν καλέστηκε ποτέ, ενώ ο αρτίστας Γκύντερ Νέτσερ «γυάλιζε τον πάγκο».

Όσο βελτιωνόταν, όμως, το βιοτικό επίπεδο του γερμανικού λαού, τόσο στέρευε η δεξαμενή ποδοσφαιρικών ταλέντων. Οι γονείς, βλέπετε, δεν ενθάρρυναν πια τα παιδιά τους να γίνουν ποδοσφαιριστές. Αλλά και τα ίδια τα παιδία δεν ενδιαφέρονταν να τρέχουν με μια μπάλα στα πόδια. Τα παιχνίδια παίζονταν πια στην οθόνη του υπολογιστή κι όχι στις πλατείες και στους δρόμους – αφήστε που στη Γερμανία το ποδόσφαιρο δεν παιζόταν σχεδόν ποτέ στους δρόμους.

Η τελευταία, ουσιαστικά,  φορά που εμφανίστηκαν τα Πάντσερ ως Πάντσερ (πριν από το 2014) στα γήπεδα του κόσμου ήταν το καλοκαίρι του 1990 στο Μουντιάλ της Ιταλίας, το οποίο και κατέκτησαν. Οι παίχτες εκείνης της ομάδας ήταν γεννημένοι την δεκαετία του 1960 – ή στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Έκτοτε ελάχιστους καλούς ποδοσφαιριστές, γεννημένους τις δεκαετίες του 1970 και 1980, ανέδειξε το γερμανικό ποδόσφαιρο και ελάχιστες επιτυχίες είχε. Φυσιολογικά, η εθνική ομάδα της χώρας αυτής μπήκε σε μια περίοδο παρακμής. Στα μουντιάλ του 1994 και 1998 πήγε άκλαυτη. Το ίδιο και στα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα του 2000 και 2004.

Το 2002 όμως η εθνική Γερμανίας έφτασε στον τελικό του μουντιάλ. Αυτή κι αν ήταν μια απρόσμενη επιτυχία! Κανένας δεν περίμενε ότι μια τέτοια μετριότατη ομάδα (και με τόσο μέτριους παίχτες) θα έφτανε στον τελικό. Πως τα κατάφερε; Μα με τη βοήθεια της γηπεδούχου εκείνης της διοργάνωσης, της Νότιας Κορέας. Ποτέ καμία άλλη ομάδα δεν έχει «σπρωχτεί» από τους διαιτητές, όσο σπρώχτηκε η Ν. Κορέα το 2002. Οι ομάδες, όμως, που απέκλεισε με την σκανδαλώδη βοήθεια των διαιτητών η Ν. Κορέα ήταν η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία. Αν δεν της είχε αποκλείσει, θα τις έβρισκε μπροστά της η Γερμανία. Στην κατάσταση που ήταν τότε θα ήταν αδύνατο να τις αποκλείσει χωρίς μια σκανδαλώδη βοήθεια των διαιτητών. Οι διαιτητές (η ΦΙΦΑ δηλαδή) σπρώχνοντας την Ν. Κορέα, έσπρωχναν (εμμέσως) τη Γερμανία. Όταν συναντήθηκε η Γερμανία με τη Ν. Κορέα στα ημιτελικά, οι διαιτητές ήταν πιο «αντικειμενικοί». Έτσι η Γερμανία έφτασε στον Τελικό (στον οποίο και ηττήθηκε άνετα από τη Βραζιλία). Ήταν ένα δωράκι του Ελβετού Μπλάτερ, του προέδρου της ΦΙΦΑ, στην Γερμανία. Και δεν ήταν το μόνο. Δύο χρόνια πριν η ΦΙΦΑ είχε δώσει τη διεξαγωγή του επόμενου Μουντιάλ (2006) στη Γερμανία. Ήταν φανερό ότι οι παράγοντες του διεθνούς ποδοσφαίρου ήθελαν να αναστηλώσουν το γερμανικό ποδόσφαιρο. Αυτή η προστασία προς την εθνική Γερμανίας εξηγείται εν μέρει από την επιρροή που ασκεί η ΑΝΤΙΝΤΑΣ (η εταιρία αθλητικών ειδών που ίδρυσε ο Άντολφ Ντάσλερ, πρώην μέλος του ναζιστικού κόμματος και προμηθευτής της Βέρμαχτ) στη ΦΙΦΑ και στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο. Υπάρχει όμως κι ένα διάχυτο φίλο-γερμανικό αίσθημα στους κύκλους (έτσι κι αλλιώς συντηρητικότατους) των διοικούντων το παγκόσμιο ποδόσφαιρο.

Η προστασία της ΦΙΦΑ όμως δεν έφτανε από μόνη της. Η ομάδα χρειαζόταν και παίκτες. Και το 2002 είχε μονάχα δύο που ξεχώριζαν, έναν άστατο τερματοφύλακα και έναν πολωνό (μετανάστη πρώτης γενιάς) επιθετικό, τον Μίροσλαβ Κλόζε. Που θα τους έβρισκε;

Η εθνική Γερμανίας θα έπρεπε να εντάξει στις τάξεις της μετανάστες πρώτης και δεύτερης (κυρίως) γενιάς. Κι όχι δύο ή τρεις αλλά περισσότερους. Τα παιδιά των μεταναστών έπαιζαν μπάλα και είχαν, επιπλέον, το κίνητρο της ενσωμάτωσης τους στην γερμανική κοινωνία.  Έτσι, από το 2006 και μετά η εθνική Γερμανίας γέμισε από μετανάστες. Η ποιότητα, αλλά και η εικόνα της ομάδας βελτιώθηκε σημαντικά. Ο προπονητής της, ο Γιοακίμ Λεβ, προσπάθησε να ενσωματώσει και κάποια άλλα στοιχεία (Ισπανικά – αν θέλετε) στο στυλ παιχνιδιού της. Χωρίς όμως να ανατρέψει την παραδοσιακή «φιλοσοφία». Δε θα μπορούσε κιόλας να το κάνει αυτό. Καλά ταλέντα οι μετανάστες, αλλά όχι και κάτι το φοβερό. Επίσης, οι γερμανοί φίλαθλοι έχουν μάθει να βλέπουν τα πάντσερ, όχι κάτι μεταξύ εθνικής Τσεχίας και Ιταλίας με τη φανέλα των πάντσερ

Μέχρι τα ημιτελικά, η εθνική Γερμανίας δεν έδειξε κάτι το ριζικά διαφορετικό από ότι μας είχε δείξει το 2012, το 2010 ή το 2008. Το ότι έφτασε στα ημιτελικά, το όφειλε περισσότερο σε κάποιες παραδοσιακές «αρετές» της (πολύ τρέξιμο, εξουθενωτικό πρεσάρισμα, ικανότητα στο ψηλό παιχνίδι) παρά στη τεχνική ή την ευφυΐα και το ταλέντο των παιχτών της. Το ότι διέσυραν στον ημιτελικό την αποδεκατισμένη Βραζιλία, το οφείλουν περισσότερο στο ότι η Βραζιλία ήθελε να γίνει Γερμανία, παρά στο ότι παρουσίασαν αυτοί κάτι το ιδιαίτερο, κάτι το συναρπαστικό.          

Οι γερμανοί παρέμειναν γερμανοί, αλλά αφομοίωσαν σε ένα βαθμό κι άλλα στοιχεία στον τρόπο «παιχνιδιού» (βάζω τα εισαγωγικά επειδή οι γερμανοί δεν παίζουν, δεν βλέπουν το ποδόσφαιρο ως παιχνίδι) τους.  Οι βραζιλιάνοι – αλλά και άλλοι, θέλοντας να μιμηθούν τους γερμανούς, έχασαν τα δικά τους συγκριτικά πλεονεκτήματα.

Προτού σκοτώσουν την ήδη πεθαμένη Βραζιλία στον ημιτελικό, οι Γερμανοί είχαν συντρίψει 4 – 0 τη Πορτογαλία (ποιος θα θυμάται τη σφαγή της «νωθρής», σε εκείνο το ματς, Πορτογαλίας από το διαιτητή;), αλλά είχαν δεινοπαθήσει απέναντι στην Γκάνα, την Αλγερία και τη νεανική Γαλλία. Μετά τον αυτό – εξευτελισμό της Βραζιλίας ήταν η ώρα του τελικού. Εκεί οι Γερμανοί θα έβρισκαν μπροστά τους την Αργεντινή

Οι κουρασμένοι χορευτές του Τάνγκο!

rio1

Η εθνική Αργεντινής είναι από τις λατινοαμερικάνικες εθνικές ομάδες που κράτησαν τον χαρακτήρα τους. Η Αργεντινή του 2014 έπαιξε σαν Αργεντινή. Έπαιξε σα να χορεύει Τάνγκο (οΚάρλος Ντρουμόντ ντε Αντράντε, ο διασημότερος ποιητής της Βραζιλίας, είχε πει ότι «οι λαοί παίζουν μπάλα όπως χορεύουν»). Αλλάζοντας, όταν επιτιθόταν, πολλές πάσες, γυρνώντας την μπάλα πότε δεξιά – πότε αριστερά, προσπαθώντας να ζαλίσει, να κοιμίσει τον αντίπαλο της, για να χτυπήσει ξαφνικά με κάποιον από τους 2 ή 3 σολίστες που θα έχει μπροστά. Κι όταν αναγκαζόταν να αμυνθεί, και τότε πάλι χόρευε. Πιο άγρια, πιο παθιασμένα. Σώμα με σώμα

Το ότι η Αργεντινή, η καλύτερη ομάδα της διοργάνωσης, δεν κατάφερε να πάρει το τρόπαιο οφείλεται στην κούραση και στους τραυματισμούς των πιο σπουδαίων παιχτών της. Ο υπέροχος Ντι Μαρία, που είχε οδηγήσει τη Ρεάλ Μαδρίτης στην κατάκτηση του κυπέλλου πρωταθλητριών (ένα μήνα πριν), είχε κλατάρει ήδη από τον προημιτελικό. Ενώ ο ξεζουμισμένος Λιονέλ Μέσι περπάταγε από το 50ο λεπτό του τελικού. Και ο Αλεχάνδρο Σαμπέγια, ο προπονητής της Αργεντινής, τον κρατούσε μέσα. Σαν σκιάχτρο. Σαν τον Ελ Σιντ, για να τρομοκρατεί τους «παίχτες» της αντίπαλης ομάδας ένα πτώμα. Και έβγαλε, αντί του Ελ Σιντ, τον Ιεζεκιήλ Λαβέτσι, τον καλύτερο – μέχρι τότε – παίχτη του ματς.

Κι όμως, οι εξουθενωμένοι από τα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα παίχτες της Αργεντινής άντεξαν για 115 λεπτά! Κι όχι μόνο άντεξαν, αλλά ήταν και καλύτεροι ως την στιγμή που δέχθηκαν το γκολ. Κι όχι μόνο αυτοί οι κουρασμένοι άνθρωποι ήταν καλύτεροι από τα ρομπότ, αλλά είχαν καταφέρει και να τα ματώσουν  

Και θα είχαν κερδίσει άνετα αν είχαν στη διάθεση τους έναν πραγματικά μεγάλο «γκολεαδόρ».  Τυχεροί ήταν οι γερμανοί που νίκησαν. Μονάχα στην υπέρτερη φυσική τους κατάσταση το οφείλουν. Οι κουρασμένοι χορευτές της Αργεντινής τους εξέθεσαν.

Σταμάτησε το ωραίο παιχνίδι;

Στον τελικό του πιο άχρωμου, άοσμου και άδοξου μουντιάλ όλων των εποχών (έκτος ίσως από εκείνο του 1990) βρέθηκαν αντιμέτωπες δύο εκ διαμέτρου αντίθετες φιλοσοφίες για το τι είναι ποδόσφαιρο. Το παιχνίδι ηττήθηκε από τον πόλεμο. Οι άνθρωποι ηττήθηκαν από τους κλώνους. Το απρόβλεπτο ηττήθηκε από το προβλέψιμο. Η ομορφιά ηττήθηκε από την ομοιομορφία. Το συναρπαστικό από το ρουτινιάρικο. Η τέχνη από τη σκοπιμότητα. Η ήττα όμως ήρθε πολύ δύσκολα. Κι αυτό μπορεί να μας δίνει το δικαίωμα να πιστεύουμε ότι το ωραίο παιχνίδι δεν σταμάτησε στο Ρίο. Απλά ξαπόστασε, κουρασμένο σαν τους Αργεντίνους ποδοσφαιριστές. Όταν, τα επόμενα χρόνια, οι κλώνοι αρχίσουν να κλατάρουν ο ένας μετά τον άλλο, όντας άνθρωποι κι αυτοί, τότε μπορεί να το ξαναδούμε να συνεχίζει το δρόμο του. Ειδεμή, το ποδόσφαιρο θα μείνει μια ανάμνηση.