Νικόλαος Γαλάτης, προδότης ή πατριώτης; μέρος 2ο
25/03/2015
Η εξουδετέρωση ενός επικίνδυνου ανθρώπου
Τον Απρίλιο του 1818 ο Σκουφάς έπαθε την πρώτη του καρδιακή κρίση. Φοβούμενος μην πεθάνει ζήτησε από τα υπόλοιπα μέλη της Εταιρίας να πάνε στην Κωνσταντινούπολη για να τον βρουν και να συζητήσουν τους μελλοντικούς τρόπους δράσης. Τότε έλαβε μιαν αναφορά από τον Νέγρη από το Ιάσιο, στην οποία έλεγε πως ο Γαλάτης πληροφορήθηκε την παρουσία των ηγετών της Εταιρίας στην Πόλη ( τον Ξάνθο, τον Τσακάλωφ, τον Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο και τον Παναγιώτη Σέκερη), και πως σκοπεύει «να κατεβή δια να τους προδώση και να κάμη όσα δυνηθεί κακά». Μετά τον θάνατο του Σκουφά, τον Αύγουστο του 1818, τα μέλη της Εταιρίας αποφάσισαν να στείλουν τον Πεντεδέκα στη Μολδοβλαχία για να εξετάσει πώς θα μπορούσε να εξουδετερωθεί ο Γαλάτης ώστε να αποσοβηθούν οι κίνδυνοι που απέρρεαν από την συμπεριφορά του. Πράγματι, τον Οκτώβριο ο Πεντεδέκας επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη έχοντας μαζί του τον ύποπτο για τυχοδιωκτικές ενέργειες και προδοσία. Πίστευαν πως αν τον είχαν κοντά τους θα μπορούσαν να τον ελέγχουν. Εκείνος όμως είχε ξεμείνει από χρήματα και ζητούσε να του δώσουν, πράγμα που δεν έγινε. Έχοντας ακόμα αντιληφθεί πως δεν ήταν δυνατόν να δρα ανεξέλεγκτος, όπως παλιά, θύμωσε και απείλησε πως θα τους καταγγείλει στον παντοδύναμο μυστικοσύμβουλο του σουλτάνου Μαχμούτ, τον Χαλέτ Εφέντη. Καθ’ οδόν όμως μεταμελήθηκε και όταν εκείνοι του ζήτησαν εξηγήσεις απάντησε πως τον ενοχλεί που δεν τον εμπιστεύονταν. Η τύχη του είχε πλέον κριθεί.
Τον Σεπτέμβριο του 1818 τον πείθουν να φύγει από την Κωνσταντινούπολη με προορισμό τη Μάνη. Στο σπετσιώτικο καράβι που θα τον πήγαινε στην Πελοπόννησο (τον συνόδευε κι ένα άγνωστο πρόσωπο, ίσως ο υπηρέτης του), επιβιβάστηκαν ο Τσακάλωφ και ο Μανιάτης Παναγιώτης Δημητρόπουλος. Αρχική τους πρόθεση ήταν να τον παραδώσουν στον Μαυρομιχάλη για να τον επιτηρεί μέχρι το ξέσπασμα της επανάστασης. Ωστόσο, είχαν σκεφτεί και το χειρότερο. Σκόπευαν «Εις εναντίαν όμως επίφοβον περίστασιν να θανατωθή αμέσως», γράφει ο Φιλήμων στο Δοκίμιον ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρίας. Όταν φθάσανε στις Σπέτσες, ο Γαλάτης δεν ήθελε με κανέναν τρόπο να συνεχίσουν το ταξίδι από τη θάλασσα. Ζήτησε να πάνε πρώτα στην Τριπολιτσά, όπου ήθελε, είπε, να συναντήσει κάποιον φίλο του γιατρό από τα Επτάνησα. Η επιθυμία του αυτή φάνηκε ύποπτη στους δύο φιλικούς, διότι στην Τριπολιτσά είχε την έδρα του ο βαλής της Πελοποννήσου και υπήρχε κίνδυνος ο ύποπτος να τους καταδώσει. Τότε ο Τσακάλωφ αποφάσισε την εξόντωσή του. Υποκρίθηκε πως πράγματι θα άλλαζαν το δρομολόγιο και βγήκαν στην στεριά. Σε κάποιο σημείο της παραλίας της Ερμιόνης, προχωρώντας με κατεύθυνση τα ορεινά, φτάσανε σ’ ένα στένωμα. Εκεί ο Τσακάλωφ έκανε νεύμα στον Δημητρόπουλο κι εκείνος έβγαλε τη διμούτσουνη πιστόλα του κι έριξε στην πλάτη του ανέμελου Γαλάτη και του συνοδού του. Τότε ο πληγωμένος άνδρας τράβηξε το σπαθί του και όρμησε κατά του Δημητρόπουλου, ο οποίος του έριξε δεύτερη σφαίρα που τον βρήκε κατάστηθα. Ο Γαλάτης έπεσε στο έδαφος φωνάζοντας «Αχ! Μ’ εφάγατε! Τι σας έκαμα;» Ο Δημητρόπουλος συγκινήθηκε και μέσα στα δάκρυά του απάντησε: «Ω δυστυχή άνθρωπε! Τα δάκρυά μου είναι ο μάρτυς της καρδίας μου, ότι σ’ ελυπούμην• αλλά πώς άλλως ήτο δυνατόν να γλυτώσωμεν από την ανοικονόμητον κακίαν σου;» Σύμφωνα με τον Ξάνθο, αποφάσισαν να βγάλουν από τη μέση τον επικίνδυνο τυχοδιώκτη, δηλαδή «υπέρ της σωτηρίας των πολλών να θυσιάσουν ένα».
Όταν οι Τούρκοι ανακάλυψαν τους δύο νεκρούς, έψαξαν κι έμαθαν ποιοι ευθύνονταν, χωρίς να πληροφορηθούν και την αιτία του εγκλήματος. Επειδή όμως υποψιάστηκαν πως κάτι δεν πήγαινε καλά, ζήτησαν από τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη (είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρία τον Αύγουστο του 1918 από τον Κυριάκο Καμαρινό), να τους παραδώσει τον Τσακάλωφ και τον Δημητρόπουλο. Εκείνος τότε, αφού φρόντισε να τους φυγαδεύσει, απάντησε στους Τούρκους πως οι συγκεκριμένοι άνθρωποι δεν βρίσκονταν στη Μάνη. Στο μεταξύ, ο Τσακάλωφ τράβηξε για την Ιταλία. Έμεινε μέχρι τον Ιανουάριο του 1821 στην Πίζα, όπου έμεναν ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, ο δεσπότης Ιγνάτιος της Ουγγαροβλαχίας κι ο πρώην ηγεμόνας Ιωάννης Καρατζάς, απλά μέλη. Ο Τσακάλωφ τους αποκάλυψε τους αρχηγούς της Εταιρίας, χωρίς να υποπτευθεί πως κι οι τρεις θα έκαναν αργότερα ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να υπονομεύσουν το έργο της.
Όσο για τον Καποδίστρια, ανέλαβε να του μιλήσει ο Κυριάκος Καμαρινός, απεσταλμένος του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, ο οποίος νόμιζε πως ο κερκυραίος κόμης ήταν ο ηγέτης της Φιλικής Εταιρίας. Μετά την συνάντησή τους, τον Ιανουάριο του 1820, όταν αποκαλύφθηκε ότι ο Καποδίστριας δεν είχε ιδέα για το εγχείρημα, και την εκτέλεση του Καμαρινού που ακολούθησε (τα δύο μοναδικά θύματα της εταιρίας, ο Γαλάτης κι ο Καμαρινός, είχαν έρθει σ’ επαφή με τον Καποδίστρια, γράφει ο Φωτιάδης), ήρθε η σειρά του Ξάνθου να τον επισκεφτεί στην Πετρούπολη. Έπειτα από την άρνηση του Καποδίστρια να γίνει ο αρχηγός της Εταιρίας, ο Ξάνθος αποφάσισε να πλησιάσει τον πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος ζούσε επίσης στην Πετρούπολη.
Η συνεισφορά του στη Φιλική Εταιρεία
Μολονότι είναι διαδεδομένη η πεποίθηση πως ο Γαλάτης ήταν ένας τυχοδιώκτης που έβλαψε παρά ωφέλησε την υπόθεση της επανάστασης, στο πρόσφατο βιβλίο Νικόλαος Γαλάτης ο Φιλικόςδιαβάζουμε ότι αυτή η άποψη συνιστά «εγκληματική αδικία». Ο συγγραφέας του, ο Ελευθέριος Μωραϊτίνης Πατριαρχέας, προσπαθεί να ανασκευάσει τις φήμες αλλά και τα απομνημονεύματα διαφόρων προσώπων που γνώρισαν τον Γαλάτη, βασιζόμενος σε γνωστά μα και άγνωστα αρχεία. Κατ’ αυτόν, η ιστορική καταδίκη του Γαλάτη οφείλεται κυρίως στο υπόμνημα του Νέγρη, ο οποίος τον αντιπαθούσε για αδιευκρίνιστους λόγους. Παραδέχεται ότι ο Γαλάτης όχι μόνο ήταν υπερβολικά φιλόδοξος αλλά διεκδικούσε από τους άλλους τα πρωτεία, ήθελε να είναι αυτός που παίρνει τις αποφάσεις. Διότι, συνεχίζει, ο Γαλάτης, όντας ευγενικής καταγωγής, πίστεψε πως ήταν ο μόνος που δικαιωματικά έπρεπε να τεθεί επικεφαλής της Εταιρίας κι επομένως και του αγώνα για την απελευθέρωση που σε λίγο θα ξεκινούσε. Η επιμονή του, γράφει, να εξαναγκάσει τους υπόλοιπους να δεχτούν την αξίωσή του τον οδήγησε στο θάνατο και εκ των υστέρων φτιάχτηκε ο “θρύλος της προδοσίας”.
Βιβλιογραφία
Δημήτρη Φωτιάδη Η επανάσταση του 21 (εκδότης Ν.Βότσης, 1977).
Ελευθέριος Μωραϊτίνης Πατριαρχέας Νικόλαος Γαλάτης, ο Φιλικός (Κέδρος, 2002).