Περί ψυχής απορία
10/03/2015
Ο σοφιστής Γοργίας, στον φημισμένο λόγο του «Ελένης εγκώμιον» αποφαίνεται : «τα μάγια και η πλάνη διεισδύουν από δύο δρόμους : ο ένας είναι τα λάθη της ψυχής, και ο άλλος η απάτη της ισχύουσας άποψης»[1]. Το ερώτημα το οποίο γεννάται αυθόρμητα είναι ασφαλώς μια περί της ψυχής απορία : τι είναι η ψυχή, η οποία είναι τόσο ευάλωτη στα μάγια και στην πλάνη ώστε να διαταράσσεται και να λαθεύει, και έτσι να απομακρύνεται από την αλήθεια, ή να θεωρεί την πλάνη αλήθεια και με αυτόν τον τρόπο να παραπλανεί τον άνθρωπο στους δρόμους της ζωής του;
Ο Γοργίας είναι κοντινός του Πλάτωνα∙ ή καλύτερα, για να χρησιμοποιήσω την διατύπωση του Karl Reinhardt σχετικά με έναν άλλο σοφιστή, τον Πρωταγόρα, ο Γοργίας έχει «συμπεριληφθεί στην ψυχή του Πλάτωνα»[2], δηλαδή στον μύθο που ο Πλάτων έχει δημιουργήσει για να εκθέσει την πολιτεία των ιδεών του. Όμως, ο Πλάτων διατείνεται ότι η ψυχή είναι «αυτό που κινεί τον εαυτό του∙ αιτία της ζωτικής κίνησης των ζωντανών όντων» (το αυτό κινούν∙ αιτία κινήσεως ζωτικής ζώον). Και επιπλέον λέγει: «ψυχή πάσα αθάνατος το γαρ αεικίνητον αθάνατον». Πώς λοιπόν αυτό που κινεί τον εαυτό του, το αυτοκινούν αθάνατο, αυτό που είναι αιτία του εαυτού του, causasui, και συγχρόνως αιτία της ζωτικής κίνησης, είναι δυνατόν να κάνει λάθη, να παραπλανάται και να παραπλανά, να δέχεται εντός του τα λάθη και την πλάνη; Κατά συνέπεια, πώς μπορούμε να γεφυρώσουμε τους περί ψυχής λόγους του Γοργία και του Πλάτωνα και τι θα σήμαινε ένα τέτοιο εγχείρημα για την περί ψυχής απορία μας – μια απορία η οποία διατρέχει τους αιώνες μέσα από τον θεολογικό και φιλοσοφικό διάλογο, ώστε να φθάνει μέχρις εμάς με ποικίλες μορφές και εντέλει με τη μορφή της φροϋδικής απορίας που βεβαιώνει «πώς η συνείδηση και το Εγώ δεν εξαντλούν την νοητική μας ύπαρξη»[3], και άρα ανάγκη πάσα να διερευνηθούν τα βάθη και οι σκοτεινιές της ψυχής, το ασυνείδητο, που είναι η ίδια η ψυχή βυθισμένη στον εαυτό της;
Στο διάλογό του με τίτλο «Γοργίας», ο Πλάτων έχει ήδη θέσει τη σπουδαιότερη περί ψυχής διερώτηση. Ερωτά: «Δεν υπάρχει κακουχία του σώματος; Αδυναμία, ασθένεια, αναπηρία; Πιστεύεις πως δεν υπάρχει και κακουχία της ψυχής; Δεν είναι η αδικία, η απειθαρχία και κάθε κακουχία της ψυχής το χειρότερο από όλα τα κακά;»[4]
Η κακουχία της ψυχής θα μπορούσε ίσως να μας καθοδηγήσει στην προσπάθειά μας να γεφυρώσουμε το χάσμα. Να δούμε, δηλαδή, πώς το λάθος και η πλάνη της ψυχής, οι κακουχίες της, δεν είναι ασύμβατα με το αυτοκινούν της ψυχής, με την ψυχή και το βάθος της ως αιτία της ζωτικής κίνησης των όντων. Αρκεί να κατανοήσουμε την αυτοκίνηση της ψυχής, τους τρόπους με τους οποίους υποστασιοποιήται και τους δρόμους που διανύει διανοίγοντας μιαν έξοδο προς τον κόσμο, έξοδο διαφορετική από εκείνη της συνείδησης και του Εγώ.
Ας ακούσουμε τον Karl Reinhardt να περιγράφει τους τρόπους και τις διόδους της αυτοκίνητης ψυχής. «Η ψυχή, μας λέγει, αναζητεί τον αντίπαλό της, πρώτα σ’ έναν εξωτερικό, ύστερα σ΄ ένα εσωτερικό κόσμο∙ ό,τι βρίσκει αιχμαλωτισμένο, γητεμένο, παραπλανημένο, είτε πρόκειται για την ανατροφή, την αγωγή, την τέχνη ή οποιαδήποτε μορφή πνεύματος, απέναντι σ’ όλα αυτά απευθύνεται, ενάντιά τους καταφέρεται για να αρπάξει πάλι απ’ όλα αυτά ό, τι μπορεί να την υπηρετήσει, είτε έχει να κάνει με επιστήμες, είτε με λεκτικές διαστροφές: τώρα διακρίνει τις ιδέες προσεγγίζει στην θεωρία τους, αδράχνει τον εαυτό της, περνάει λικνιζόμενη στον μύθο, μπαίνει στη τάξη τις πόλεως και εκτίνεται στον κόσμο.»[5]
Αυτά που περιγράφει ο Reinhardt είναι τα βάσανα της ψυχής, τα παθήματά της, όπως θα έλεγε ο Αριστοτέλης, οι κακουχίες της, δηλαδή, καθώς μπαίνει «στην τάξη της πόλεως και εκτίνεται στονκόσμο». Με άλλα λόγια καθώς μορφώνει τον κόσμο, τον δημιουργεί και συγχρόνως τον θεσμίζει, αδράχνοντας τον εαυτό της, ή μιλώντας τον εαυτό της μιλώντας ταυτόχρονα και τον κόσμο, ακόμη και με «λεκτικές διαστροφές».
Η ψυχή, μας έχει ειδοποιήσει ο Κορνήλιος Καστοριάδης, είναι η «ικανότητα να πάσχει από κάτι»[6]. Και όπως ο Αριστοτέλης μας έχει πει, «τα εν τη φωνή» είναι «παθήματα της ψυχής»[7] . αυτό δηλαδή από το οποίο η ψυχή πάσχει βγαίνει στη φωνή, βγαίνει στη γλώσσα, εκτίνεται στον κόσμο και τον αδράχνει. Αλλά προπαντός είναι ένα πάθος που αναζητεί αντίπαλο στον εξωτερικό και στον εσωτερικό κόσμο. Όμως και στον εξωτερικό και στον εσωτερικό κόσμο υπάρχουν τα μάγια και οι πλάνες, για τα οποία μας μίλησε ο Γοργίας. Και εναντίον αυτών η ψυχή καταφέρεται: εναντίον του αιχμαλωτισμένου, γητεμένου, παραπλανημένου, που από τον εξωτερικό κόσμο περνά στον εσωτερικό, και εκεί ακριβώς η ψυχή τα βρίσκει και αντιπαλεύει μαζί τους.
Άρα, από αυτό πάσχει η ψυχή περισσότερο από κάθε τι άλλο: ότι δηλαδή βρίσει πάντα έναν αξιόμαχο αντίπαλο είτε στο εσωτερικό, είτε στο εξωτερικό του κόσμου είτε στο εγώ, είτε στη συνείδηση. Όμως είναι ακριβώς αυτή η αντιπαλότητα που συνέχει εξολοκλήρου την ψυχή και την ωθεί να προβαίνει στον κόσμο και να τον αδράχνει όχι ως δύναμη αφηρημένη, άπιαστη και αόριστη, αλλά αντίθετα ως μορφοποιούσα δύναμη που οικοδομεί μέσα στον κόσμο και προς χάριν του κόσμου. Επισημαίνει ο Καστοριάδης: «η ψυχή είναι κάτι που μορφώνει, που δεν υπάρχει παρά μέσα και χάρη σ’ αυτό που μορφώνει και όπως το μορφώνει∙ είναι Bildung και Einbildung– μόρφωση και φαντασία – , είναι ριζική φαντασία που προκαλεί την ανάδυση μιας «πρώτης» παράστασης από ένα τίποτα παράστασης, δηλαδή από το τίποτα»[8].
Ex Nihilo: από το τίποτα. Η ψυχή μορφώνει τον κόσμο από το τίποτα. Δεν εδράζεται σε παραστάσεις, σε εμπειρίες, στον παγωμένο κόσμο του Εγώ και της συνείδησης, αλλά αντίθετα υπάρχει μόνο μέσα σε ό, τι μόνον εκείνη δημιουργεί από το τίποτα, και δημιουργώντας το το θεσμίζει το εντάσσει μέσα στον κόσμο, επεκτείνοντας τον κόσμο, πλουτίζοντάς τον με την μοναδική δύναμη της ριζοσπαστικής ανθρώπινης φαντασίας που κατά τούτο εξισούται με την ψυχή, ή πιο σωστά είναι η ίδια η ψυχή εν ενεργεία, η ψυχή εν κίνηση. Οι «κανονιστικές αρχές της εξωτερικότητας» πρέπει κατά συνέπεια να ανατρέπονται διαρκώς και ν αφήνουν τον χώρο τους να πληρωθεί από το αυτοκινούν της ψυχής, κατά τρόπον ώστε να γεννάται η κίνηση από τον εσωτερικό κόσμο στον εξωτερικό, έστω και αν αυτή η κίνηση στοιχίζει κακουχίες στην ψυχή και στην ριζοσπαστική φαντασία.
Μήπως άλλωστε αυτός δεν είναι και ο τόπος της φροϋδικής απορίας περί της ψυχής; Μήπως η κίνηση της φροϋδικής ψυχής δεν είναι από το εντός στο εκτός, από τον «μέσα» κόσμο στον «έξω» κόσμο, και μήπως αυτή η παλινδρομική κίνηση του εντός και του εκτός δεν είναι οι κακουχίες της ψυχής για τις οποίες έγινε λόγος πιο πάνω;
«Κατά τον Freud», γράφει ο ψυχίατρος Αθανάσιος Αλεξανδρίδης, σχολιάζοντας τον Καστοριάδη, «είναι πάντοτε μια κίνηση προς τα «έξω» της ψυχής, από τον ασυνείδητο (…) ενορμητικό πυρήνα προς ένα άλλο στρώμα ψυχικό κατασκεύασμα που ακόμη κι αν είναι δικό της (π.χ. η παράσταση) φέρει το σημάδι του ξένου της ετερότητας, μιας ετερονομίας που επιβάλλεται στην ψυχή πριν ακόμη αυτή να γνωρίζει την αίσθηση της αυτονομίας της»[9].
Ώστε οι ετερονομία είναι η περιπέτεια της ψυχής μέσα στον εαυτό της και μέσα στον κόσμο – μια περιπέτεια η οποία, έστω και με μαγέματα και πλάνες, οδηγεί εντέλει την ψυχή στη γνώση της αυτονομίας της ως κύριας πηγής της αυτοκίνησής της και επίσης ως vis formandi a- causale, ως γενεσιουργού δυνάμεως, δηλαδή, που δεν εδράζεται πουθενά αλλού, σε καμιά άλλη αιτία, παρά μόνο στη δημιουργό φαντασία και στο θεσμίζον φαντασιακό.
Η περιπέτεια της ψυχής μεταξύ αυτονομίας, δηλαδή αυτοκίνησης και ετερονυμίας των κανονιστικών αρχών της εξωτερικότητας δεν είναι βεβαία αυτό που ο Πλάτων ονειρεύτηκε για την ψυχή και τις αιτίες της ζωτικής κίνησης των όντων και όμως, θα μπορούσαμε όμως να δεχθούμε ότι οι καινούριες κακουχίες της ψυχής πηγάζουν από τις παλαιές: θέλω να πω ότι και στον Πλάτωνα αυτή η ψυχή η οποία, ως causasui παρέχει κίνηση στον ζωντανό κόσμο δεν μπορεί να είναι παντελώς ξένη από την vis formandi a– causaleπου τώρα προτάσσεται ως ένας από τους ποικίλους συμπερασμούς της περί ψυχής φροϋδικής απορίας.
«Δοκεί γαρ τουναντίον μάλλον η ψυχή το σώμα συνέχει» (διότι, αντίθετα, φαίνεται πως μάλλον η ψυχή συνέχει το σώμα) αποφαίνεται ο Αριστοτέλης[10]. Μήπως αυτό το συνέχειν δεν είναι άραγε ισοδύναμο με την περιπέτεια της ψυχής η οποία διανοίγεται στο σώμα, η οποία δηλαδή διανοίγεται μέσω του σώματος στον κόσμο, στην πόλη και στη συνείδηση και αντιπαλεύει προς χάριν της δικής της μόρφωσης και αυτομόρφωσης ex nihilo (ούτε in nihiloούτε cum nihilo), από το τίποτα (ούτε μέσα στο τίποτα, ούτε με το τίποτα), για να θυμηθώ πάλι τον Καστοριάδη;[11]
[1] Γοργίας, Ελένης εγκώμιον, απ. 11 D.-K.
[2] Karl Reinhardt, Ψυχής λόγος, μτφρ. Θεόδωρος Λουπασάκης, εκδ. του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 1992, σ. 33
[3] Άννα Ποταμιάνου, Το νήμα μέσα στο λαβύρινθο, στο: Ψυχή, Λόγος, Πόλις, εκδ. Ύψιλον/Βιβλία, Αθήνα 2007, σ. 17
[4] Πλάτων, Γοργίας, 477b κ.εξ
[5] Karl Reinhardt, ό.π., σ. 34
[6] Κορνήλιος Καστοριάδης, Η Φαντασιακή Θέσμιση της Κοινωνίας, μτφρ. Σ. Χαλικιάς, Γ. Σπαντιδάκης, Κ. Σπαντιδάκης, εκδ. Ράππα, Αθήνα 1978, σ. 400
[7] Αριστοτέλους, Περί Ερμηνείας 1, 16 α 3
[8] Κορνήλιος Καστοριάδης ό.π., σ.400
[9] Αθανάσιος Αλεξανδρίδης, Έμβιος Λόγος, στο: Ψυχή, Λόγος, Πόλις, ό.π., σ. 43
[10] Αριστοτέλους, Περί Ψυχής, μτφρ. Β. Τατάκης, εκδ. Ι. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα χ.χ., σ. 64
[11] Cornelius Castoriadis, Fait et a faire, Editions du seuil, Παρίσι 1997, σ. 228