Ο Βασιλιάς Ληρ, ένας μεσαιωνικός Ιώβ

ΛΗΡ: ε, εσύ ποιος είσαι;               ΙΩΒ: Αυτός γυμνός εξήλθον εκ κοιλίας μητρός μου ΚΕΝΤ: Ένας άνθρωπος αφεντικό.  Γυμνός και απελεύσομαι εκεί.

 

 

Αν συγγραφείς σαν τον Σαίξπηρ έχουν μέτρο σύγκρισης μόνο τον εαυτό τους [1], τότε πώς πρέπει να σταθεί κανείς απέναντι στον Βασιλιά Ληρ, αυτή την τραγωδία με όλη τη σημασία της λέξης; Με τι να συγκρίνεις αυτό το αριστούργημα του ελισαβετιανού θεάτρου που στέκεται ίσως ψηλότερα κι από τον Μάκβεθ, τον Άμλετ ή τους Ριχάρδους κι όποιο άλλο έργο με μοτίβο τον ηγέτη που βυθίζεται στην παραφροσύνη και συμπεριφέρεται σαν τύραννος, όπως ο Κοριολανός ή το Χειμωνιάτικο παραμύθι.

Συνηθίζουν να παραβάλλουν τον Βασιλιά Ληρ με τη λειτουργία σε σι μινόρε του Μπαχ, με την Πέμπτη ή την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν, τον Πάρσιφαλ του Βάγκνερ, τη Δευτέρα Παρουσία του Μιχαήλ Άγγελου ή με το Καθαρτήριο ή την Κόλαση του Δάντη.

«Ο Ληρ μοιάζει με ένα πανύψηλο βουνό που όλοι θαυμάζουν αλλά κανείς δε θέλει να το σκαρφαλώσει» [2]. Είναι ένα οικουμενικό έργο που επικαλείται εκτός από την αισχύλεια τραγωδία και το μεσαιωνικό μυστήριο. Έχει υποστηριχτεί πως είναι το έργο που σηματοδοτεί το τέλος του μεσαιωνικού κόσμου. Όπως επίσης το ότι επιχειρηματολογεί για το τέλος της ιερότητας του βασιλικού θεσμού. Πηγές του η Παλαιά Διαθήκη  και ειδικότερα το Βιβλίο του Ιώβ, ένα από τα ωραιότερα τα ποιητικότερα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης.   

Στο πέρασμα των αιώνων άλλοτε το εγχείρημα ν’ ασχοληθείς με το έργο αυτό έμοιαζε ανυπέρβλητο, άλλοτε προκαλούσε δέος.  Την εποχή του ρομαντισμού αρκούσε να έχεις μπροστά σου τον μεγάλο Κην, τον θρυλικό ηθοποιό, ή κάποιον της σχολής του, για να χαρείς έναν Ληρ που κάνει μεγάλες χειρονομίες, απαγγέλει ολόκληρα κατεβατά μονολόγων με περισσό πάθος και την ανάλογη παραφορά. Ο ρομαντισμός μιας παράστασης στο πνεύμα του ήταν ικανός  να σε κάνει ν’ απελπιστείς έως θανάτου και ο Κην, ο πραγματικός ή ο ήρωας του θεατρικού έργου του Σαρτρ, ν’ αποκαλύψει τα σκοτάδια της ψυχής του περνώντας από την εξωστρέφεια του στόμφου στην εσωστρέφεια ενός γέρου που τα χάνει όλα και αρχίζει να καταλαβαίνει πως τα κρυοπαγήματα μπορούν να προσβάλλουν κι αυτόν κι ας ήταν ένας ισχυρός βασιλιάς. Η υπερβατική ιερότητα αυτού του ρόλου έχει χαθεί μαζί με την εποχή του Ιάκωβου που πάσχιζε να ενώσει το διαιρεμένο βασίλειο για να μην εξαπλωθεί ο διχασμός κι η παρακμή της λαμπρής εποχής που ο Βασιλιάς αντλούσε την ισχύ του απ’ ευθείας από το Θεό ή ο ίδιος περνούσε για Θεός.

Τώρα και στην περίπτωση του μισοφανταστικού μισοπραγματικού αυτού ήρωα, του Ληρ δεν έχουμε να κάνουμε παρά με μια σχεδόν γκροτέσκα φιγούρα ενός γελοίου , αφελή και ηλίθιου γέρου που προκαλεί τη συμπάθεια και τον οίκτο όταν τρελαίνεται.

Ποιος είναι αυτός ο γέρος που δεν μπορεί καθόλου να κοιτάξει μέσα του ούτε να δει τα προβλήματα των υπηκόων του. Τόσα χρόνια έχει εξουσία επάνω τους αλλά αγνοεί ακόμα και την ύπαρξή τους. Οι υπήκοοι [3] είναι κατά τεκμήριο υπάκουοι, πειθήνιοι, πειθαναγκάζονται να δεχτούν ακόμη και πράγματα που τους τυραννούν και δυσκολεύουν το βίο τους. Αλλά και άνθρωποι πνευματικά υγιείς, σώφρονες που έχουν συνείδηση και νοιάζονται για τη χώρα τους και την ευημερία της διστάζουν να αντισταθούν απέναντι σε ψυχολογικά  εκφυλισμένους ηγεμόνες που έχουν απολέσει τον έλεγχο του εαυτού τους και παλιμπαιδίζουν. Αυτό ακριβώς είχε πάθει ο ξεροκέφαλος βασιλιάς όταν αποφάσισε - αφού ήρθε στην ηλικία που οι εργαζόμενοι βγαίνουν στη σύνταξη - να μοιράσει το βασίλειό του στις τρεις θυγατέρες του την Κορδέλια, τη Γονερίλη και τη Ρεγάνη. Αλλά για να είναι εντάξει κι αυτές απέναντί του έπρεπε να επιδοθούν σε κολακείες και εγκώμια απέναντι στον αγαπημένο τους πατέρα και κύριό τους κι ας βρήκαν πολύ φτηνή την απαίτηση αυτή, παράδοξη και ανισόρροπη. Γιατί ο πατέρας δεν ζητούσε την αγάπη και την τρυφερότητα που θα εδικαιούτο κάθε γέρος πατέρας που αποσύρεται, αλλά μια ψεύτικη χορωδία Σειρήνων ή την εκβιασμένη επιδοκιμασία από τις τρεις Χάριτες [4], οι οποίες δε φαίνεται να είχαν σχέση με τις κακομαθημένες κόρες του βασιλιά που δεν τους είχε δώσει και την καλύτερη ανατροφή. Ίσως να ταίριαζαν καλύτερα στις τρεις Μοίρες [5] που ο Ησίοδος στη Θεογονία αποδίδει την καταγωγή τους στη Νύχτα [6].

Πείτε μου κόρες, ποια να πούμε από τις τρεις

[τώρα που απεκδύομαι κάθε αρχή,

κτήσεις, συμφέροντα και κρατικές φροντίδες],

ποια μ’ αγαπάει πιο πολύ από τις τρεις σας,

ώστε κι εγώ που γενναιόδωρα ν’ απλώσω

την αφθονία μου, εκεί  όπου  η φύση

τη δικαιούται επαξίως; [7]

Όταν η αγαπημένη κόρη του Ληρ, η πιο ειλικρινής, με αρχές -που για κανένα λόγο δεν είναι διατεθειμένη να τις παραβεί - η Κορδέλια αρνείται να παίξει αυτόν ρόλο σ’ αυτό το φτηνό παιχνίδι, τα πράγματα γίνονται σοβαρά. Η άρνηση της ανυπάκουης, ανυπότακτης κόρης που του λέει: «Σας αγαπάω  όσο πρέπει,/ ούτε πιο λίγο ούτε πιο πολύ», αυτός γίνεται έξαλλος, την καταριέται και την αποκληρώνει.

ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΛΗΡ Η ΜΠΕΤΥ ΑΡΒΑΝΙΤΗ, ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΣΤΑΘΗΣ ΛΗΒΑΘΙΝΟΣ

 

ΛΗΡ: Πώς, τόσο νέα και τόσο αναίσθητη;

ΚΟΡΔΕΛΙΑ: Αφέντη, νέα κι αληθινή.

ΛΗΡ: Καλά λοιπόν για προίκα πάρε την αλήθεια σου [8]

 

Εκείνη τη στιγμή ο Κεντ παραβιάζει το πρωτόκολλο και διακόπτει τον Ληρ:

 

Τι θέλεις, γέρο;

Θέλεις το χρέος να σωπάσει από φόβο,

Όταν το κράτος προσκυνά την κολακεία;

Οφείλει η τιμή να είναι ξάστερη,

Όταν μωραίνεται η βασιλεία. Κράτα

την εξουσία σου, χαλίνωσε λιγάκι

τη βία με την κρίση σου[7].

 

Οι άλλες δύο κόρες βαθιά υποκρίτριες και συμφεροντολόγες υπερακοντίζουν η μια την άλλη σε υποταγή και αφοσίωση, και φυσικά μοιράζονται  στα δύο και το μερίδιο της Κορδέλιας κι ολόκληρο το βασίλειο. Η διαμαρτυρία του Κεντ παρά το γεγονός ότι τόλμησε  να εκφράσει αυτό που όλοι έβλεπαν αλλά σιωπούσαν, πρόσβαλε τον Ληρ, μετά μάλιστα την άρνηση της αγαπημένης Κορδέλιας να δώσει γην και ύδωρ, παραφρονεί.

«Είναι το κατάντημα της ηλικίας», παραδέχεται η Ρεγάνη, «κι ωστόσο πάντα ισχνή ήταν η αυτογνωσία του». «Και στην ακμή του όταν ήταν, πάλι απερίσκεπτα φερόταν», συμφωνεί μαζί της η Γονερίλη.

Οι δύο αδελφές φοβούνται ακόμα και μετά την εκχώρηση του βασιλείου σ’ αυτές μήπως ο γέρος ξεσπάσει πάνω τους και νιώθουν απροστάτευτες.

«Μαζί με όλα τα ελαττώματά του, όσα ο χρόνος εγκατέστησε στη φύση του, να περιμένουμε λοιπόν και τα ξεσπάσματα και τις παραξενιές που μας επιφυλάσσουν τα ασταθή και χολωμένα γηρατειά του»[7]. Έτσι η Γονερίλη κι η Ρεγάνη παίρνουν τα μέτρα τους αφού τίποτα άλλο δεν τις απασχολεί παρά μόνο ο εαυτός τους και για καλό και για κακό διαλύουν το μικρό στρατό που έχει διατηρήσει για την προστασία του ο τέως βασιλιάς που του έχει σαλέψει και φοβάται και τον ίσκιο του.

Η κατάσταση στην οποία οφείλει πλέον να προσαρμοστεί είναι πρωτόγνωρη γιατί ως τώρα περιστοιχιζόταν από υποταγμένους υπηκόους οι οποίοι δεν του έλεγαν ποτέ όχι και ικανοποιούσαν όποια επιθυμία εξέφραζε. Μη μπορώντας να ζήσει σ’ αυτή τη νέα συνθήκη ζητά άσυλο στις ευεργετημένες κόρες του, αλλά εκείνες τον διώχνουν.

 Η Κορδέλια παντρεύεται το Βασιλιά της Γαλλίας.

Δεν μένει τίποτα άλλο πια στον Ληρ παρά ο δρόμος, η αστεγία, η μοναξιά. Προσπαθεί να συνειδητοποιήσει τι έφταιξε γι αυτή του την κατάσταση αλλά του είναι αδύνατον να συνέλθει. Παρέα με τον Τρελό που δε φοβάται να του πει την αλήθεια, τον Γκλόστερ και τους γιούς του περιφέρεται σε διάφορα καταλύματα αλλά και κάτω από τον θυμωμένο ουρανό που βρέχει ραγδαία το λευκό αλλά καθόλου σοφό κεφάλι του.

«Ο αστόλιστος άνθρωπος δεν είναι τίποτ’ άλλο, παρά ένα κακόμοιρο, γυμνό, διχαλωτό ζώο σαν και σένα…», λέει ο Ληρ στον Τρελό κι εκείνος απαντά: «Παρακαλώ, μπάρμπα ησύχασε. Αυτή είναι άνοστη νύχτα για κολύμπι. – Τώρα μια μικρή φωτιά στον αγριότοπο θα ‘ταν σαν την καρδιά ενού γέρου φιλήδονου – μια μικρή σπίθα κι όλο το άλλο σώμα κρύο. – Κοίταξε, μια φωτιά που περπατάει κι έρχεται εδώ» [8].

«Ο Τρελός, ένας σκωπτικός ψυχαγωγός – το ισοδύναμο ενός σημερινού σατιρικού σχολιαστή μιας μεταμεσονύχτιας τηλεοπτικής εκπομπής -, στον οποίο οι κοινωνικές συμβάσεις επιτρέπουν  να ξεστομίζει λόγια που σε άλλες περιπτώσεις θα επέσυραν λογοκρισία ή τιμωρία»[9].

«Τώρα είμαι καλύτερος από σένα», λέει ο Τρελός στον Ληρ, «Είμαι τρελός κι εσύ δεν είσαι τίποτα».

Αυτόν τον ελευθερόστομο «τρελό» ήθελαν να εξαφανίσουν η Γονερίλη κι η Ρεγάνη και τον αποκαλούσαν «έκλυτο».

Ο Ληρ αρχίζει λίγο ν’ αντιλαμβάνεται τι στ’ αλήθεια συνέβαινε όταν οι αυλοκόλακες του έλεγαν μόνο αυτά που ήθελε ν’ ακούσει: «Κι όταν κάποτε μούλιασα στη βροχή και μ’ έκανε ο αέρας να παραμιλάω, όταν ο ουρανός δεν μ’ άκουγε και συνέχισε ν’ αστράφτει και να βροντά… Μου έλεγαν πως είμαι το παν. Ψέματα. Δεν είμαι  άτρωτος στα κρυοπαγήματα».

Τώρα ο περιπλανώμενος Ληρ καθώς τον μαστιγώνει η σφοδρή βροχή αποτολμά την κρίσιμη ερώτηση:

 

Εσείς οι άθλιοι της γης, όπου κι αν είστε,

φτωχοί, γυμνοί, στην καταιγίδα που σας δέρνει

αδιάκοπα κι αλύπητα,  τι να σας κάνουν

κεφάλια άσκεπα, πλευρά σκελετωμένα,

και τρύπια ράκη στον αυθαίρετο καιρό; [7].  

 

Ο ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΒΕΑΚΗΣ θρυλικος Έλληνας ΛΗΡ

 

Τώρα που μοιράζεται μαζί τους παρόμοια μοίρα καταλαβαίνει πώς ζούσε ο φτωχός και περιφρονημένος λαός του που τότε που κρατούσε το σκήπτρο του ήταν αόρατος γι αυτόν. Τώρα όμως είναι αργά, πολύ αργά γι αυτόν αλλά και για το λαό του, γιατί η διοίκηση του κράτους χωλαίνει και μοιραία όλα θα καταρρεύσουν. 

Ο Κεντ πληροφορημένος για την άθλια μοίρα του δεσπότη του εμφανίζεται μεταμφιεσμένος στην παρέα. Είναι όμως πολύ αργά πια για να προσφέρει οτιδήποτε.

Κάποια στιγμή ο Τρελός εξαφανίζεται δεν θα τον ξανακούσουμε ούτε θα τον ξαναδούμε. Δε χρειάζεται πια κανείς τις υπηρεσίες του. Επιτέλεσε ως εδώ θαυμάσια το σκοπό του.

Ο Ληρ ό,τι έμαθε, αν έμαθε κάτι, κι αν το θυμάται αυτός ο γεροξεκούτης τύραννος, το ξέχασε κιόλας. Η μοχθηρή βροχή δεν ξέπλυνε τίποτα. Αντίθετα, επέτεινε τη σύγχυση, μεγάλωσε το φόβο. Κι η φύση θα πάρει το μερίδιό της από αυτή την αχαλίνωτη πτώση. Κανένας δε θα γλιτώσει. Του καθενός θα ‘ρθει τώρα, η ώρα η ζοφερή. Καθένας θα λάβει αυτό που του αξίζει. Η τιμωρία του άμοιρου κόμη του Γκλόστερ θα είναι τρομερή. Αφού του βγάλουν τα μάτια ο γιός του ο Έδγαρ υποδύεται τον τρελό έχοντας υιοθετήσει τα σουσούμια της τρέλας αναλαμβάνει το ρόλο του οδηγού.

Δος μου το χέρι σου,-

Τώρα ένα πόδι σε χωρίζει απ’ το ακρόχειλο

κι όλα όσα βλέπει το φεγγάρι να μου χάριζαν

δε θα χοροπηδούσα εδώ

 

ΕΘΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ/ ΛΗΡ ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΚΑΚΟΥΡΗΣ

 

Ένας τρελός οδηγεί έναν τυφλό και καμώνεται πως ανεβαίνουν έναν ανυπόφορο ανήφορο και φθάνουν στην άκρη ενός ανύπαρκτου γκρεμού. Κι όταν φθάνουν στην κορφή του γκρεμού βλέπουν το τοπίο κάτω από τα πόδια τους. Ίνα τοπίο που ο Κοτ λέει πως μοιάζει με τοπίο του Μπρέγκελ που βρίθει από ανθρώπους, αντικείμενα και γεγονότα που συμβαίνουν εκεί κάτω. «Κάποιος γατζωμένος στα μισά του γκρεμού μαζεύει κρίταμα. Οι ψαράδες στην ακροθαλασσιά δεν είναι πιο μεγάλοι από ποντίκια. Ένα καράβι φαίνεται σαν βαρκούλα, η βαρκούλα του ταλαντεύεται σαν σημαδούρα» [2]. Αλλά αυτή δεν είναι  η άβυσσος, είναι ο κόσμος κι οι άνθρωποι, είναι ο λαός και πάνω τους είναι ο Σείριος. Αλλά κανείς τους ούτε αυτοί οι δύο ούτε κανένας άλλος δεν μπορεί ν’ αντικρίσει αυτή την εικόνα. Είναι πολύ απασχολημένοι με την κατάντια τους.

Μια παντομίμα για δυο παίζουν μπαμπάς και γιος που μόνο εντός του θεάτρου μπορεί να λειτουργήσει. Πουθενά αλλού. Πατέρας και γιός έχουν κατέβει στα έσχατα της ανθρώπινης κατάντιας:

 

ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Πότε θα φθάσω στην κορφή που λες του λόφου;

ΕΔΓΑΡ: Σε κείνη τώρα σκαρφαλώνεις. Δεν κοιτάς πόσο κοπιάζουμε;

ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Θαρρώ πατούμε σε ίσωμα.

ΕΔΓΑΡ: Φρικτός ανήφορος. Να για άκου! Ακούς τη θάλασσα;

ΓΚΛΟΣΤΕΡ: Όχι, αλήθεια, όχι.  

Η Κορδέλια που έχει παντρευτεί το βασιλιά της Γαλλίας έρχεται να συναντήσει τον πατέρα της που βρίσκεται πια στα πρόθυρα της τρέλας, αν όχι στην ίδια την τρέλα. Η συνάντηση γίνεται στο φράγκικο στρατόπεδο. Ακολουθεί σύγκρουση των φράγκικων και αγγλικών στρατευμάτων και νικούν οι Άγγλοι. Ο Ληρ και η Κορδέλια συλλαμβάνονται και φρουρούνται.

Ο Ληρ δε θέλει να ζητήσουν βοήθεια από τις ευεργετημένες κόρες του πράγμα το οποίο ζητά η αποκληρωμένη Κορδέλια. Καταλήγουν στη φυλακή. «Σαν τα πουλάκια στο κλουβί εμείς οι δύο/ θα κελαηδάμε μόνοι».

 

…θα βλέπουμε και θα γελάμε  και θ’ ακούμε

κάτι κακόμοιρους να ψιθυρίζουν νέα

του παλατιού […]

και θα τελούμε το μυστήριο του κόσμου

σαν του Θεού να είμαστε κατάσκοποι [7]

 

Η Κορδέλια φύσει ρεαλίστρια ξέρει τι τους περιμένει πριν περάσουν την πύλη της φυλακής και δεν μπορεί να διασκεδάσει αντίθετα με τον Ληρ που εννοεί κάθε λέξη αυτής της φαντασίωσης. Νιώθει σαν να είναι παιδί και τον παίρνει ο πατέρας για μια βόλτα στο Λούνα Παρκ. Γι αυτό έχει άγνοια κινδύνου κι ίσως είναι καλύτερα γιατί δεν θα περιμένει με αγωνία το τέλος.

Ο Σαίξπηρ που ξέρει την ψυχή του καλύτερα απ’ τον καθένα τον βάζει να παραληρεί:

«Εγώ είμαι ο βασιλιάς!.. […] η φύση είναι ανώτερη απ’ την τέχνη. […] Αυτός ο νεαρός κρατάει το τόξο του σαν σκιάχτρο. Τέντωσε το μια οργιά, έλα! Κοίτα ένα ποντίκι! Σιγά μη μιλάτε! Θα το πιάσω με τούτο το ψημένο τυράκι […] Να ‘ρθουν αμέσως οι στρατιώτες με τις μαύρες λόγχες. Ωραία πετάς γεράκι μου. Όρμα στο στόχο. Βζζζζ το βέλος! Χα η Γκουνερίλη με άσπρα γένια. Με χαϊδεύανε  σα σκύλο και μου λέγανε πως έχω στα γένια μου άσπρες τρίχες, προτού ακόμα φυτρώσουνε οι μαύρες. […]

Έχεις δει ποτέ σου  μαντρόσκυλο να γαβγίζει ζητιάνο; Και να τρέχει ο καημένος κι ο σκύλος να τον κυνηγάει; Ε! τότε είδες τι σημαίνει εξουσία! Σκύλος σε διατεταγμένη υπηρεσία, όλοι υπακούνε».[9]

Ανάμεσα στις δυο βασίλισσες αδελφές, τη Γονερίλη και τη Ρεγάνη, ξεσπάει διχόνοια. Η Γονερίλη δηλητηριάζει τη Ρεγάνη και η ίδια αυτοκτονεί.

Η Κορδέλια δολοφονείται και ο Ληρ ξεψυχάει κρατώντας στην αγκαλιά του το σώμα της.

 

ΛΗΡ: Το πολάκι μου το ‘πνίξαν! Δεν έχει ζωή!

Γιατί ο σκύλος, τα’ άλογο κι ο ποντικός

Να ’χουν ζωή  κι εσύ πνοή καθόλου;

Δε θα ξανάρθεις πια ποτέ, ποτέ, ποτέ, ποτέ!- […] (πεθαίνει).

 

 Το έργο τελειώνει με τα λόγια του Δούκα της Αλμπάνης που φαίνεται να ‘χει κατανοήσει τι παίχτηκε πριν , το νόημα, αν υπάρχει προτού το παιχνίδι τελειώσει:

«Το βάρος ας τραβήξουμε της θλιβερής μας εποχής

Κι ας πούμε όχι ό.τι θα ‘πρεπε παρότ’  ό,τι αισθάνεται ο καθείς.

Οι γέροι τράβηξαν πολλά εμείς οι νέοι που ζούμε,

Ούτε πολλοί ούτε πολλά θα ζήσουμε να ιδούμε» (βγαίνουν με πένθιμο εμβατήριο) [8]

Ο μεγάλος αυτός ελισαβετιανός δραματουργός κατάφερε άλλη μια φορά να γράψει ένα έργο πάνω σ’ ένα τετριμμένο θέμα μ’ ελάχιστη πλοκή που ακροβατεί ανάμεσα στο δράμα, την τραγωδία, το γκροτέσκο, το σαρκασμό, τον λυρισμό, την εξουσία, την πολιτική, την οικογένεια, το χρήμα, τις γονεϊκές σχέσεις, την κληρονομιά, την τυραννία, το ψέμα και την αλήθεια, τη μεγαλομανία και τη μηδαμινότητα, την αρετή και τη αισχρότητα, την πίστη και την αγνωμοσύνη, την αφοσίωση και την εγωπάθεια, τη φιλαυτία, την τρέλα και τη φρονιμάδα, το χάος και την τάξη, τον κόσμο και το τέλος του την άβυσσο, την κόλαση την φαντασία και την πραγματικότητα. Τις εσχατιές του ονείρου και τους εφιάλτες. Τη ζωή και το θάνατο και την αγάπη. Το νόημα και το μη νόημα. Το κακό και το μηδέν. Κι εντέλει το έργο είναι ένα Ρέκβιεμ, μια εσχατολογική ελεγεία ανάμικτη με ανατρεπτική σάτιρα.

Ένα έργο όπου «το γκροτέσκο χλευάζει το απόλυτο της ιστορίας, όπως χλεύασε το απόλυτο των θεών, της φύσης και της ειμαρμένης» [2].

«Είναι ένα έργο γεμάτο οργή και θάνατο. Ενδέχεται πάντως να περιέχει τη λύτρωση. Παρακολουθώντας τον Ληρ πλησιάζουμε στην παραδοχή ότι στη ζωή δεν υπάρχει νόημα κι ότι η ανθρώπινη νόηση έχει όρια. Έτσι εγκαταλείπουμε ένα βαρύ φορτίο και γινόμαστε ταπεινοί». [10]

Ο ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΒΕΑΚΗΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΛΗΡ

 

 

 

Παραπομπές:

[1]  Στήβεν Γκρήνμπλατ, Τύραννος, ο Σαίξπηρ και η πολιτική, μτφρ. Βάιος Λιαπής, ΜΙΕΤ, 2021

[2] Γιαν Κοτ, Σαίξπηρ ο σύγχρονός μας, μτφρ. Αλέξανδρος Κοτζιάς, Ηριδανός, 1970

[3] 1. αυτός που υπόκειται στην εξουσία του κράτους ή ενός ηγεμόνα 2. αυτός που ακολουθεί πιστά τις εντολές κάποιου, ο αφοσιωμένος σε κάποιον ο ευπειθής, υπάκουος

[4] Στην ελληνική μυθολογία, οι Χάριτες ήταν οι θεές της γοητείας, της ομορφιάς, της φύσης, της ανθρώπινης δημιουργικότητας και της γονιμότητας. Ως Χάριτες αναφέρονται η Αγλαΐα η νεότερη, η Ευφροσύνη και η Θάλεια, αλλά ορισμένες φορές αναφέρονται και άλλες, όπως οι Αυξώ, η Χάρις, η Ηγεμόνη, η Φαένα και η Πασιθέα. [ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ]

[5] Η Κλωθώ ήταν η νεώτερη από τις τρεις Μοίρες της ελληνικής μυθολογίας. Οι άλλες δύο ήταν η Λάχεση και η Άτροπος. Σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησίοδου ήταν κόρες της Νύχτας. [ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ]

[6] Η Νυξ ήταν κυρίαρχη, αρχέγονη και κοσμογονική οντότητα, την οποία σεβόταν και φοβόταν ακόμη και ο ίδιος ο θεός Δίας. Σύμφωνα με τη Θεογονία του Ησιόδου, η Νυξ είχε γεννηθεί από το Χάος. [ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ]

[7] μτφρ. Βάιος Λιαπής

[8] μτφρ. Βασίλης Ρώτας

[9] Στήβεν Γκρήνμπλατ, ό.π. σελ. 161-162

[9] μτφρ. Ερρίκος Μπελιές

[10] Πήτερ Ακρόυντ, Σαίξπηρ, η βιογραφία, μτφρ. Σπύρος Τσούγκος, Μικρή Άρκτος, 2010-