Αύγουστος Στρίντμπεργκ, «Η πιο δυνατή» [1889] ένα έργο δωματίου, ένας μονόλογος με δύο πρόσωπα και μια σερβιτόρα.

Μια γωνιά σ’ ένα καφέ για κυρίες στη Στοκχόλμη του 1880.

Δύο μικρά σιδερένια τραπεζάκια, ένας μικρός καναπές από κόκκινο βελούδο, μερικές καρέκλες.

Δύο γυναίκες. Η μια με γυρισμένη την πλάτη στο κοινό. Η άλλη απέναντί της με το πρόσωπο μισοκρυμμένο από το πίσω μέρος του κεφαλιού της πρώτης γυναίκας που έχει τον αγκώνα της ακουμπισμένο στο μαρμάρινο καπάκι του σιδερένιου μικρού τραπεζιού. Η γωνία που σχηματίζει το αριστερό της χέρι κρύβει  τα γαντοφορεμένα χέρια της άλλης που ακουμπάνε πάνω στο τραπεζάκι.

Η γυναίκα με την γυρισμένη πλάτη είναι η κυρία Χ, ηθοποιός, παντρεμένη μ’ αυτόν για τον οποίο κάνει λόγο.

Η άλλη είναι κι αυτή ηθοποιός, ανύπαντρη που υπήρξε η ερωμένη του περί ου ο λόγος άντρα πριν παντρευτεί τη Χ αλλά και μετά το γάμο τους. Η Υ κάθεται στην αρχή του μονόπρακτου πριν μπει η Χ στη σκηνή και διαβάζει ένα εικονογραφημένο περιοδικό. Μπροστά της μια μπύρα.

Η Χ μπαίνει ντυμένη χειμωνιάτικα, με καπέλο κα παλτό κι ένα γιαπωνέζικο καλάθι αντί για τσάντα.

Όταν καθίσει η κυρία Χ και πάρει τη θέση που ήδη περιγράψαμε, θα παραγγείλει μια ζεστή σοκολάτα θα χαμογελάσει και θα πει στην Υ:

«Χ: Μπα! Μίλλυ αγαπημένη μου, κάθεσαι εδώ παραμονή Χριστουγέννων, σαν ένας φτωχός εργένης;»

Η Υ σηκώνει τα μάτια την κοιτά με το μισό της πρόσωπο με τ’ άλλο μισό συνεχίζει την ανάγνωση του τάχα συγκλονιστικά ενδιαφέροντος περιοδικού.

Στη συνέχεια η Χ θ’ αφηγηθεί μια σκηνή που έζησε στο Παρίσι πριν χρόνια μ’ ένα νιόπαντρο ζευγάρι που η νύφη διάβαζε ένα περιοδικό κι ο γαμπρός έπαιζε μπιλιάρδο. «Ω. Θέε μου είπα: αν αρχίζουν έτσι, ποια θα είναι η συνέχεια και ποιο το τέλος!».

Κάπως έτσι αρχίζουν κάποιοι γάμοι. Και δεν είναι απαραίτητο πως θα εξελιχθούν ή θα τελειώσουν άσχημα. Αλλά φυσικά όταν αρχίζουν με μπιλιάρδο και περιοδικό ενδέχεται να έχουν άσχημη συνέχεια.

Υπάρχουν κι άλλοι που ξεκινούν καλά  με μεγάλες προσδοκίες μάλιστα και ξεπέφτουν αργά ή γρήγορα στην ανυποληψία. Πολλοί επιβιώνουν για λόγους συμφέροντος, αλλά είναι νεκροί.

Σε κάποιους οι σύζυγοι χάνουν το ερωτικό ενδιαφέρον τους κι ας πιστεύουν πως θα ζήσουν μαζί ως το θάνατο, ή όπως υπόσχονται ενώπιον του Θεού μαζί στα καλά και στα άσχημα. Σε άλλους οι σύζυγοι χάνουν το ενδιαφέρον τους ο ένας για τον άλλον όταν φέρνουν παιδιά στον κόσμο.

Οι γάμοι είναι συνήθως ένα μακρόσυρτο πληκτικό καθημερινό παιχνίδι όπου δεν υπάρχει νικητής στο τέλος της παρτίδας.

Οι σύζυγοι είναι όλοι εκείνοι που χάνουν.

Ο συγγραφέας έκανε τρεις γάμους. Και οι τρεις απέτυχαν παταγωδώς.

 

Στην «Πιο δυνατή» έχουμε να κάνουμε μ’ ένα γάμο στον οποίο παρεισφρέει η φίλη της συζύγου, ανύπαντρη. Σ’ έναν ιδιοφυή μονόλογο της ανώνυμης συζύγου αποκαλύπτεται η μάλλον οικτρή  κατάσταση του γάμου της και πώς κατάφερε να τον σώσει. Απομάκρυνε την ανύπαντρη ερωμένη υιοθετώντας όλα αυτά που της άρεσαν: παντόφλες με τουλίπες για τον άντρα της, καλοκαίρια σε λίμνες, ακόμα και το μοναδικό παιδί πήρε το όνομα του πατέρα της ερωμένης.

«Να γιατί έπρεπε να φορώ τα χρώματα που σ’ αρέσουν, να διαβάζω  τους συγγραφείς που προτιμάς, να πίνω ποτά της αρεσκείας σου… σαν τη σοκολάτα σου. […] Το κάθε τι, το κάθε τι ήρθε σ’ εμένα από σένα ακόμα και τα πάθη σου! Η ψυχή σου τρύπωσε  μέσα στη δική μου σαν το σκουλήκι στο μήλο, και τρώει, τρώει, σκάβει όλο σκάβει ώσπου τίποτα δε μένει παρά η φλούδα και μια μαύρη μούχλα».

Η Κα Χ έχασε την προσωπικότητά της προκειμένου να κερδίσει το παιχνίδι της επικράτησης πάνω στην ερωμένη. Κερδίζοντας την παρτίδα, δύσκολη και οδυνηρή με την ερωμένη και φίλη της ετοιμάζεται ν’ απολαύσει τον συζυγικό της βίο.

«Ήθελα ν’ απαλλαγώ από σένα μα δεν μπόρεσα. […] Βρισκόμουνα στο νερό με τα πόδια σφιχτοδεμένα κι όσο πάσχιζα με δυνατές κινήσεις να κρατηθώ ψηλά τόσο βούλιαζα βαθιά, βαθιά ώσπου  έφτανα στο βυθό όπου λούφαξες εσύ σαν ένας τεράστιος κάβουρας έτοιμος να μ’ αρπάξεις με τ’ αρπάγια σου».

Σκουλήκι στο μήλο ή κάβουρας έτοιμος να σ’ αρπάξει η φίλη είχε καταλάβει ορισμένως όλο το χώρο που αναλογούσε στην Κα Χ.

Κι εκείνη καθρεφτίστηκε  στο κάτοπτρο  της επιδραστικής ερωμένης, έκλεψε το είδωλό της και το φόρεσε παίζοντας το ρόλο εκείνης  στην δική της παράσταση και εντέλει επανέκτησε το χαμένο από μέρους της παιχνίδι με το σύζυγο και τον γαμήλιο βίο.

«Εσύ δεν πήρες τίποτα από μένα αντίθετα σκόρπισες πολλά απ’ τα δικά σου. Και τώρα συμβαίνει με μένα ότι και με τον κλέφτη,  καθώς ξύπνησες έχασες όλα όσα πήρα εγώ. Και να γιατί ό,τι άγγιξες στάθηκε στείρο και χωρίς αξία για σένα. [...] Δεν μπόρεσες να μάθεις τίποτα απ’ τους άλλους κι έτσι έσπασες σαν ένα ξερό κλαρί».

Η Χ γίνεται χαιρέκακη, πικρόχολη, κυνική θριαμβεύοντας επί της αντιπάλου της.

«Σ’ ευχαριστώ Αμέλια για ό,τι μ’ έμαθες. Σ’ ευχαριστώ που έμαθες στον άντρα μου πώς να μ’ αγαπά. Τώρα πηγαίνω σπίτι για να χαρώ την αγάπη του…».

Και πριν πέσει η αυλαία η Κα Χ βγαίνει αγέρωχα.

Κι ο συγγραφέας που μελέτησε κλινικά τα ζευγάρια, τους γάμους, τον έρωτα και τις απώλειες, τις απογοητεύσεις, τις αποτυχίες τους βρίσκει ξανά το στόχο του, μεταβάλλοντας τον σύζυγο που παίζει σημαίνοντα ρόλο αν και αφανής σε μάλλον άβουλο μήλο της έριδος.

Ένα ιψενικό τρίγωνο για άλλη μια φορά για να θυμίσω τον απόλυτο φθόνο που έτρεφε στον μεγάλο προκάτοχό του, τον μεγάλο Νορβηγό ο Στρίντμπεργκ. Αν και το λεγόμενο ιψενικό τρίγωνο αποτελούν δύο άντρες και μία γυναίκα. Εδώ έχουμε δυο γυναίκες για έναν άντρα.

Όπως έγραφε σ’ ένα θεατρικό του σημείωμα ο Άγγελος Τερζάκης, «η γυναίκα θ’ ασκήσει πάνω στη ζωή του Στρίντμπεργκ μια αλλόκοτη και αντιφατική έλξη […] Έχει συνειδητοποιήσει όσο κανένας άλλος το δραματικό, το σχεδόν μοιραίο βάρος του θηλυκού στοιχείου μέσα στη ζωή […] Έβλεπε στην πάλη άντρα – γυναίκας μια στοιχειακή αναμέτρηση, που παίρνει διαστάσεις φυσικού νόμου».

«Ο Στρίντμπεργκ», συνεχίζει ο Τερζάκης, «είναι από εκείνες τις μεγαλοφυΐες που φαίνονται ασύντακτες, γιατί δε χωράνε σε κανέναν ορισμό, σε κανένα σύστημα, σε καμιά καθιερωμένη μορφή. Τους λείπει και το κατώτερο έστω όριο του μέτρου. Έτσι, βλέπουμε το μεγάλο αυτό δραματουργό να επικοινωνεί δύσκολα με το ευρύτερο κοινό, να μη γίνεται ποτέ, ενόσω ζει, συγγραφέας ‘επιτυχίας’. Σ’ αντιστάθμισμα όμως, αν ξεπερνάει το μέτρο, ξεπερνάει και τα όρια της εποχής του. Πανθομολογουμένως, είναι ο πιο πρωτοπόρος δραματουργός του τέλους της εποχής του, αυτός που οδηγεί κατευθείαν στη δική μας την εποχή. Η επίδρασή του μένει ισχυρή κι ευανάγνωστη στους πιο σπουδαίους θεατρικούς συγγραφείς του καιρού μας. Ιδιαίτερα στους Αμερικανούς, από τον Ευγένιο Ο’ Νηλ και μετά».

 

«ΔΕΣΠΟΙΝΙΣ ΤΖΟΥΛΙΑ – Η ΠΙΟ ΔΥΝΑΤΗ»του  Αύγουστου Στρίντμπεργκ, μτφρ.: Πέλος Κατσέλης, προλογικά: Μπιέρνσον, Τερζάκης, Γ. Γ. Ιορδανίδης, εκδόσεις «Δωδώνη», 1979-