Χωρίς εικόνες

Χωρίς λευκά περιθώρια να οριοθετούν την εκτύπωση, και με την αλλαγή ενός γράμματος μόνο, την εντύπωση που σου προκαλεί το αντικείμενο, όταν πρόκειται για υποκείμενο κιόλας: τι σχέση μπορεί να έχει δηλαδή - όχι ο άνθρωπος με το έργο, αλλά η φωτογραφία του μ’ αυτό. Δηλαδή η φωτογραφία του προσώπου του δημιουργού. Γιατί τι άλλο έχει να επιδείξει ένας άνθρωπος πέρα από το πρόσωπό του. Που δεν είναι έργο των χειρών του. Απλώς του δόθηκε κι ίσως δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να το αλλάξει εν’ όλω ή επί μέρους, εκτός κι αν είναι πλαστικός γιατρός ή γλύπτης που φτιάχνει γλυπτό του εαυτού του. Ο πλαστικός χειρουργός εξαιρείται γιατί αναδημιουργεί δεν δημιουργεί εξ υπαρχής. Υπάρχει ακόμα ο κατασκευαστής μασκών. Μια μάσκα αλλάζει άρδην ένα πρόσωπο ή τονίζει ακόμη περισσότερο τα ελαττώματά του. Έπειτα μπορεί να την κρεμάσει κανείς στο πορτ-μαντό μπαίνοντας στο σπίτι του και ν’ ανασάνει ανακουφισμένος που κανείς δεν τον αναγνώρισε, αν και κάθε άλλο παρά απαρατήρητος πέρασε φορώντας την. Τ’ άκουσε αυτός τα σχόλια –κολακευτικά τα περισσότερα - για την καλλιέπεια του προσώπου.

Είπα πως μόνο το πρόσωπό του έχει να επιδείξει κανείς στον κόσμο. Έλα όμως που είδα κάποτε μια φωτογραφία που έδειχνε την πλάτη ενός μάλλον μετρίου αναστήματος άντρα που φορά ένα ψαροκόκαλο ημίπαλτο να περπατά στις γραμμές του τραίνου. Πρώτη φορά έβλεπα τόσο εκφραστική πλάτη. Ο φωτογράφος είχε κατορθώσει να μεταδώσει στο θεατή μια αίσθηση στοχαστικότητας, μοναξιάς κι ίσως μελαγχολίας ενός ανθρώπου που βαδίζει σ’ έναν οριοθετημένο χώρο, τις σιδηροτροχιές, χωρίς να περιορίζεται από αυτές. Ο άνδρας αυτός ήταν ο Φριτς Λανγκ. Κι είχε πολλές φορές δει την κάμερα με την οποία γύριζε τις ταινίες του να τροχοδρομεί σε κάπως πιο στενές σιδηροτροχιές.

Αλλά έχω αφήσει αναπάντητο ακόμη το ερώτημα που έθεσα αρχικά. Τη σχέση της φωτογραφίας ενός καλλιτέχνη με το καλλιτέχνημά του. Τώρα που η φυσική θέα εξέλιπε ας ρίξουμε ένα βλέμμα εξεταστικό στην έσω θέα. Όλοι είναι φυτά εσωτερικού χώρου, ακόμα κι όταν βρίσκονται σε εξωτερικούς χώρους, όπως ο Άγγελος Τερζάκης που φωνάζει πως έχει βγει μόλις από το ντοστογιεφσκικό υπόγειο. Στο φόντο βιβλία ή πίνακες. Γυαλιά, ένα τσιγάρο στην άκρη του στόματος. Ένα επιφυλακτικό ή πολύ σοβαρό ύφος.

Μια λάμπα γραφείου με καπέλο δεξιά όπως μπαίνει το βλέμμα σου στην εικόνα. Αριστερά ο Σεφέρης. Δεξιά το κεφάλι της Μαρώς με την κοτσίδα δεμένη σφιχτά γύρω από το κεφάλι σαν στεφάνι δάφνης. Ο ποιητής με φόντο δεμένα κι άδετα βιβλία βαλμένα με τάξη στα ράφια της βιβλιοθήκης. Βλέμμα καρτερικό, διαρκείας. Πόσες φορές δεν είπα μέσα μου για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη ακούγοντας νοερά τον ποιητή να το απαγγέλει κελαρυστά, μακρόσυρτα, με μια φωνή ανάμεσα τενόρου και βαρύτονου. Ένωνε τις λέξεις άλλοτε διατηρώντας κι άλλοτε κομματιάζοντας το μέτρο και τη μουσική που άλλοτε υπογράμμιζε το στίχο κι άλλοτε τον σκέπαζε σαν να ήταν κύμα που φούσκωνε μανιασμένο. Κι α με δικάσε τε να πιω φαρμάκι… είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας… κι η φωνή κατέβαινε στον κήπο στο ύφος της μέρας. Στην άλλη χωρίς εκείνα τα γυαλιά, μισά με σκελετό από ταρταρούγα μισά από σύρμα, βυθισμένος ολότελα στην ποιητική του συνείδηση: …γιατί αύριο η ψυχή μας κάνει πανιά. Νομίζω πως τώρα που εξετάζω την κάθε λεπτομέρεια της φωτογραφίας του βρίσκω πως ακόμα κι όταν ήταν έξω από το ξενοδοχείο Παρκ στην Κωνσταντινούπολη, Σεπτέμβρη του 1949, μπροστά στο φακό του Μάριο Βίττι, με το δεξί χέρι χωμένο στην τσέπη ενός τουίντ σακακιού με δερμάτινα κουμπιά και την αρχή ενός χαμόγελου ν’ ανατέλλει αμυδρά στα χείλη, είναι πάλι ο αναστατωμένος ποιητής της Κίχλης ή του Καταστρώματος ή του Μυθιστορήματος ή ο σίγουρος αλλά ερμητικός ποιητής των Κρυφών ποιημάτων, διαφορετικός από τον χοντρό διπλωμάτη με το τριχωτό χέρι κύριο Σεφεριάδη ή τον Σμυρνιό έμπορα, κύριο Ευγενίδη του Έλιοτ. Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης που δυσκολεύτηκε αλλά τα κατάφερε να ξεκολλήσει από τον άλλο του εαυτό και που δε δυσκολεύτηκε και τόσο να ανέβει την κλίμακα όπου τον περίμενε ο διθύραμβος, έμοιαζε πάντα κουρασμένος, βαρύς, στοχαστικός ή λίγο ενοχλημένος, όπως ακριβώς στις φωτογραφίες του Βίττι.

Ο Μόραλης που τ’ όνομά του σε πάει στην ηθική, στον μοραλίστα, ποζάρει μπροστά σε μια γυναικεία φιγούρα, ένα δικό του πίνακα σκεφτικός με τα μάτια του μεγάλα για να βλέπει πιο καλά από το μικρό του στόμα που φθεγγόταν σταράτες κουβέντες και δεν φειδόταν επαίνων σε μαθητές του όταν είχαν τελειώσει τις σπουδές τους και έπαιρναν το δικό τους δρόμο. Πήγαινε πάντα στα εγκαίνια των ατομικών τους εκθέσεων. Γενναιόδωρος. Κάπως αινιγματικός ίσως στην γεωμετρική του περίοδο, τότε που διακοσμούσε και τα εξώφυλλα των βιβλίων του Σεφέρη.

Στην άκρη μια αφισέτα διαφημιστική της μπύρας Corona, στο κεντρικό φόντο μια δίφυλλη πόρτα, είσοδος οινομαγειρείου μάλλον, και μπροστά της τρεις άντρες: Από τα δεξιά ο νεοελληνιστής και μεταφραστής της Αισθηματικής αγωγής του Φλωμπέρ Παν. Μουλλάς, δίπλα του ο Γιώργος Χειμωνάς κι οι δυο προφίλ τριών τετάρτων και αντίκρυ στο φακό αν και με χαμηλωμένο βλέμμα ο σκηνογράφος Νίκος Πολίτης γιος του Λίνου Πολίτη στην Αθήνα του 1965. Είναι ακόμα πολύ νέοι, εικοσπεντάρηδες. Οι δυο πρώτοι στωικοί και εσωστρεφείς έχουν κατέβει από τη Θεσσαλονίκη. Ο τρίτος με επιθετικό ύφος και θεατρικό στήσιμο. Θα έλεγα ψέματα αν έλεγα πως διέκρινα κάτι σ’ έναν από όλους έστω. Είναι ακόμη πολύ νωρίς.

Τελικά αυτό που βλέπεις σε κάθε πρόσωπο είναι περισσότερο κι από τη δική σου διεισδυτικότητα η οπτική γωνία του φωτογράφου.

Ωστόσο η παρατήρηση αποδεικνύει πως πολλές φορές άνθρωπος και έργο ταυτίζονται, το αντίθετο θα ήταν σχιζοφρενικό.