Ο ήλιος ο ηλιάτορας’

Η ποιητική συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη με τον χαρακτηριστικό τίτλο 'Ο ήλιος ο ηλιάτορας', αποτελεί ίσως την πλέον 'παιγνιώδη' ποιητική του συλλογή..

Δίδοντας έμφαση στην ομοιοκατάληκτη μορφή, ο ποιητής διατρέχει τους χρόνους και την περιεχομενικότητα μίας ελληνικής φυσικής μαρτυρίας η οποία δύναται να προσλάβει χαρακτηριστικά μίας 'αξιο-γένεσης' στην πέτρα και στη θάλασσα, ενώ, ως εύρημα νοηματοδότησης μίας ιστορίας που διαπερνάται από την διαπεραστική μνήμη, ο Ελυτικός[1] ποιητικός λόγος συγκροτεί 'αντικειμενοποιημένους' αφηγητές που απαντούν σε μία θεμελιώδη λειτουργία: στην αναπαραγωγή τόπων και ανθρώπινων υποκειμένων που παράλληλα προσιδιάζουν στην ανα-κατασκευή μίας ιστορικής ελληνικής 'οντοπολογίας', ήτοι στην ιδιαίτερη αίσθηση της εκ-θεμελίωσης του ορίου..

Στον 'παιγνιώδη' και διαμορφούμενο προτρεπτικά 'ήλιο', στον 'ηλιάτορα' ως υποκοριστικό της μίας ευκαιρίας, ως εγγύτητα με τις εκφάνσεις ενός 'κοσμο-συστήματος' αναφορών, ως συσχέτιση με τις όψεις μίας χαμένης γενεαλογίας, ο ποιητής εκφράζει τους όρους μίας 'δυναμολογίας' της μορφής, με τον ενεστωτικό 'ηλιάτορα' να εκ-φεύγει από δεσμεύσεις επανεπινοώντας τους όρους του μνημειώδους: δοτικός ενθουσιασμός και συνάμα περίσκεψη, κεκαλυμμένη ιστορικότητα και εμπρόθετη αναπαράσταση ενός γίγνεσθαι που συνιστά πρωτίστως μομφή, 'πόλεμο' στον 'πόλεμο του πνεύματος'. 

Ο Friedrich Nietzsche στην πραγμάτευση του της αρχαίας ελληνικής γραμματείας θα αναφέρει πως «[2]Όταν μιλάμε για τους Έλληνες, μιλάμε αθέλητα για το σήμερα και το χθες: η πασίγνωστη ιστορία τους είναι ένας απαστράπτων καθρέφτης ο οποίος αντανακλά πάντα κάτι το οποίο δεν βρίσκεται στον ίδιο τον καθρέφτη. Χρησιμοποιούμε την ελευθερία να μιλούμε για αυτούς, ώστε να μπορούμε να σιωπάμε για άλλα πράγματα - ώστε να μπορούν τώρα αυτά τα ίδια να ψιθυρίζουν κάτι στο αυτί του σκεπτόμενου αναγνώστη. Έτσι, οι Έλληνες διευκολύνουν στον σύγχρονο άνθρωπο την κοινοποίηση κάποιων πραγμάτων δύσκολα κοινοποιήσιμων και αμφίβολων».

 Εάν για το Νιτσεϊκό φιλοσοφικό πράττειν οι Έλληνες στέκονται ενώπιον του ειδώλου, προσδιορίζοντας τις οντολογικές πτυχές της ερμηνείας και της εν-συναισθηματικής πλευράς των πραγμάτων, σημασιοδοτώντας την ''κοινοποίηση'' προ της ίδιας της κοινοποίησης, την αλυσιτελή μορφή ενός αγώνα με και δίχως θεατές ορίζοντας και μία ιδιαίτερη στοχαστική μοναξιά, για τον Οδυσσέα Ελύτη, οι Έλληνες, εντός του περιεχομένου του 'ήλιου του ηλιάτορα', καθίστανται υποκείμενα τα οποία, ενώπιον του σπαρακτικού ειδώλου συναντούν τις διαστάσεις μίας καθημερινής επί-γευσης ιστορίας, μίας ιστορίας 'ανοίκειας' όσο και 'λυτρωτικής', οικειοποιούμενοι την συμβολική και αισθητική παρουσία τους, όντας δυνάμει 'πρωτόπλαστοι' ενός τόπου παρθένου και 'ευφρόσυνου', και, όντας προσδιοριστικοί και δοτικοί μίας ιστορικής επωδυνότητας, του αίματος που σημαίνει γενιές.. «[3]Όμορφη και παράξενη πατρίδα Ωσάν αυτή που μου 'λάχε δεν είδα Ρίχνει να πιάσει ψάρια πιάνει φτερωτά Στήνει στη γη καράβι κήπο στα νερά Κλαίει φιλεί το χώμα ξενιτεύεται Μένει στους πέντε δρόμους αντρειεύεται Κάνει να πάρει πέτρα τήνε παρατά Κάνει να τη σκαλίσει βγάνει θάματα Μπαίνει σ' ένα βαρκάκι πιάνει ωκεανούς Ξεσηκωμούς γυρεύει θέλει τύραννους Πέντε μεγάλους βγάνει πάνω τους βαρεί Να λείψουν απ' τη μέση τους δοξολογεί».

Με μία χαρακτηριστική ποιητική δια-κράτηση του συγκείμενου αναφοράς, το ποιητικό πράττειν ανα-καλεί τις βαθυδομικές προεκτάσεις της 'συμβολαιακής' χώρας, εκθέτει την ίδια την ποίηση σε μία ή σε διάφορες ρητές αναφορές και σε διαφορικές προεκτάσεις 'απομάγευσης', ανασημασιοδοτώντας χαρακτηριστικά και ιστορικά ζεύγη αντιθέσεων, τις διαστάσεις μίας αντίληψης που απαντάται και πέραν της ποίησης και αρθρώνει εννοιολογικά τα πλέγματα εκείνα που αναφέρουν την ελληνική 'κακοδαιμονία' που εδράζεται στην 'εθνοκτόνο'  'διχόνοια', με μία τροπικότητα όμως της 'ηλιακής', ήτοι της κοινωνικά και ανθρωποποιητικά αποκαλυπτικής διαδικασίας.

Σε αυτό το πλαίσιο, ο ποιητής εγγράφει το επιγενόμενο ως ιστορία, αυτό που λαμβάνει χώρα ως προέκταση ενός θεληματικού εαυτού και της ιστορίας, δεικνύοντας προς τις κατευθύνσεις ανάδειξης της έριδας και των αντιθέσεων ως δεσποζουσών προϋποθέσεων μίας ιστορικογενετικής διαδικασίας συγκρότησης ενός 'γνωσιακού' εαυτού: όσο η έριδα διαχωρίζει αλλά τόσο δύναται να 'θρέψει', να 'γονιμοποιήσει' αυτό που θα αποκαλούσαμε ως 'ελληνικότητα' στον ιστορικό 'χωροχρόνο'.

Ενώπιον του ήλιου, 'εξατομικεύεται' η ευθύνη και 'συλλογικοποιείται' η ενοχή, καθίσταται ορατή η 'θρέψη' από τις σπειροειδείς και ετερογενείς εκβολές του όχι απόλυτου. Ο 'Χορός Γυναικών' αναφέρει: «Εμείς ψωμί δεν έχουμε και τέτοια δεν κατέχουμε Χρόνους πολλούς μας πολεμάν κι ανάσα δεν επήραμαν'', με την 'Γυναίκα' να συμπληρώνει: ''Φύγανε τα πουλιά γι' αλλού μα εγώ στο κύμα του γιαλού θεμελίωσα το σπιτικό να τ' αποσώσω δε μπορώ».[4]

Στις συνδηλώσεις της χρονικότητας στην Ελυτική ποίηση και δη στον 'ήλιο στον ηλιάτορα'[5], η πληθυντικότητα διασπείρεται σε διάστικτα 'εμείς' τα οποία όμως επανασυνθέτουν την κοινωνική πληθυντικότητα με τον τρόπο του αβίαστου 'καταγραφέα', την στιγμή όπου η θηλυκότητα εναλλάσσεται με την κοινωνιο-οντολογία του αίματος. Ο πόλεμος ως μέτρο σύγκρισης, η βία ως πεδίο συγκερασμού των ανατροπών, το αίμα και η απώλεια που 'δια-ρρηγνύουν' την 'αλήθεια' του τόπου και του βίου, με εκτατικά χαρακτηριστικά που υπενθυμίζουν την πρόσφατη πυρκαγιά στο Μάτι της Αττικής και την κοινωνική, βιοτική, υλική, φυσική και βαθιά ανθρώπινη καταστρεπτικότητα που επέφερε: «θεμελίωσα το σπιτικό να τ' αποσώσω δε μπορώ».

Η Ελυτική ποιητική δομή 'συνδιαλέγεται' με τα πλαίσια της καταστρεπτικότητας, ενώπιον του ήλιου της ενσυναίσθησης,  ο οποίος δεικνύει τις μαρτυρίες της ελληνικής ελλειπτικής διάρκειας.

 Στα ανεστραμμένα υποδείγματα της Ελυτικής ποιητικότητας, η «γλώσσα ονομάζει την δυνατότητα»[6], για να παραπέμψουμε στην ανάλυση του Gilles Deleuze, την δυνατότητα της ποίησης να ενέχει τους όρους επιτέλεσης της ανθρώπινης προσφοράς, της ιστορικής εμμένειας, της εκθετικότητας της χώρας εν καιρώ φραγής: η επωδυνότητα δύναται να συνυπάρξει με τον ενθουσιασμό της συμβαντικότητας και της μη-περιπτωσιολογίας, εκεί όπου η διαφορά (δίχως στοιχεία εξωτισμού ή 'εξαιρετισμού) δεν καθίσταται ο ήλιος, αλλά ο περίγυρος του ηλίου, η μορφή που προσδίδει στα πράγματα η ισορροπία στο κενό, το φως της εκζήτησης της βιο-κοινωνικότητας, πέραν αυτού που ο Lee Edelman ορίζει ως «καταναγκασμό της συμπόνιας».[7]

Ο 'ηλιάτορας' δεν συνιστά άχρονη θεότητα, αλλά τον εξαντικειμενοποιημένο 'άλλο', αξιώνοντας τον ενσώματο έρωτα ως διάβημα 'κραυγής', την προτρεπτικότητα διαμέσου της ιστορικότητας και των αφηγήσεων περί 'θυσιαστικής' πολιτικής: «Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε μπήκαμε μέσ' στα όλα και περάσαμε Κι έχουμε πάντοτε στο κατάρτι μας βιγλάτορα παντοτινό τον 'Ήλιο τον Ηλιάτορα!»[8].

Ο 'ηλιάτορας', αυτή η επωνυμία του δοτικά ερωτικού, φέρει τους 'τόπους' της 'ενσάρκωσης', την ελληνικότητα ενός εκάστου περιβάλλοντος, την παράδοση της ανύψωσης, το αίμα του «αγώνα για αναγνώριση»[9], όπως αναφέρει ο Hegel.  «E σεις στεριές και θάλασσες τ' αμπέλια κι οι χρυσές ελιές ακούτε τα χαμπέρια μου μέσα στα μεσημέρια μου».[10] 

 'Ο ήλιος ο ηλιάτορας' δύναται να ανασυγκροτήσει την ελληνική χρονικότητα, να αρθρώσει τους συμβολισμούς του καίριου και του 'ακριβοδίκαιου' στοιχείου, προσδιορίζοντας την ιδιαίτερη παρουσία του: την παρουσία του μεταξύ γλώσσας και αίματος.

Η Ελυτική ποίηση, ρυθμική και εντατική, ανα-καλεί υποκείμενα που εγκαλούν όχι την 'φθορά', αλλά την πρωτόλεια δοκιμασία εν καιρώ 'κατακλυσμού'. Ο 'ηλιάτορας', επενεργεί εντός ενός γίγνεσθαι με όψεις εγγύτητας με τους ρυθμούς μίας πρωτοφανέρωτης πρακτικής: 'είμαι' εκ νέου, προς τα πάθη και προς το βίωμα, προς την αναπαράσταση ενός τόπου με και δίχως όνομα: στιγμαία όψη..

 

[1] Η ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη, τέμνει τα όρια της ανθρώπινης ‘ανατροφής’, συγκροτεί τους θεμελιωτικούς όρους μίας διαδικασίας ‘σύλληψης’ της αγωνίας του καιρού, επινοώντας τις τελετουργίες αυτού που θα αποκαλούσαμε ως ‘ορμητική  στοχαστικότητα’.

[2] Αναφέρεται στο: Γκιούρας Θανάσης, ‘Ελευθερία και Ιστορία. Με βασική αναφορά τις θέσεις Για την έννοια της ιστορίας του Walter Benjamin’, Εκδόσεις ΚΨΜ, Αθήνα, 2012, σελ. 179.

[3] Βλέπε σχετικά, Ελύτης Οδυσσέας, ‘Ο ήλιος ο ηλιάτορας’, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρεία, Αθήνα, σελ. 22.

[4] Βλέπε σχετικά, Ελύτης Οδυσσέας, ‘Ο ήλιος ο ηλιάτορας…ό.π., σελ. 11.

[5] Ο ‘ηλιάτορας’ δύναται να αναγνωστεί και ως ένα ιδιαίτερο φαλλικό σύμβολο το οποίο συνιστά προϋπόθεση επανάκλησης του σπερματικού γίγνεσθαι, ‘γονιμοποιώντας’ τους επάλληλους τόπους της ανοιχτότητας.

[6] Αναφέρεται στο: Μιχαήλ Σάββας, ‘Λέξεις των εσχάτων. Σκέψεις για τον Βύρωνα Λεοντάρη’, στο: Μιχαήλ Σάββας, (επιμ.), ‘Homo Liber. Δοκίμια για την Εποχή, την Ποίηση και την Ελευθερία’, Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα, 2016, σελ. 189.

[7] Αναφέρεται στο: Αθανασίου Αθηνά & Μπάτλερ Τζούντιθ, ‘Απ-αλλοτρίωση. Η επιτελεστικότητα στο πολιτικό’, Μετάφραση: Κιουπκιολής Αλέξανδρος, Εκδόσεις Τόπος, Αθήνα, 2016, σελ. 167.

[8] Βλέπε σχετικά, Ελύτης Οδυσσέας, ‘Ο ήλιος ο ηλιάτορας…ό.π., σελ. 29.

[9] Στο: Αθανασίου Αθηνά & Μπάτλερ Τζούντιθ, ‘Απ-αλλοτρίωση. Η επιτελεστικότητα στο πολιτικό…ό.π.

[10] Βλέπε σχετικά, Ελύτης Οδυσσέας, ‘Ο ήλιος ο ηλιάτορας…ό.π., σελ. 9.