Ο Μάκβεθ δολοφονεί τον Ύπνο.

Κι εγώ άκουσα τη νύχτα να κλαίει. Ξέσερνε τη θάλασσα ως την προβλήτα. Ο φάρος καθυστερούσε ν’ ανάψει. Έτσι του φάνηκε. Ο σηματωρός σφύριξε την αναχώρηση. Ύπνος θάνατος μουρμούρισε. Ύπνος θάνατος. Το πρωί όταν ο ήλιος έσκασε το πρώτο του χαμόγελο φώτισε την Κλάρα και τον Μπενίτο κρεμασμένους ανάποδα.

Ο Ντάνκαν είναι νεκρός. Το κόκκινο κρασί είχε λεκιάσει το λευκό τραπεζομάντηλο.

Ο εξηντάρης Χοκουσάι τάραξε τόσο πολύ τη θάλασσα που έφριξε.

Καταργώντας  τα στερεότυπα και την καλλιγραφία δεν μπορείς να κολυμπήσεις ανάμεσα. Ούτε να πνιγείς.

Ο Μάκβεθ σκότωσε τον Ύπνο. Κι ο ύπνος πέθανε.