Για τη Σαχαλίνη του Τσέχοφ

Εκτός απ’ την αγάπη μου για τη ρωσική γλώσσα, αυτό που με ώθησε να μεταφράσω τη Σαχαλίνη ήταν ο πάσχων άνθρωπος, -δικαίως ή αδίκως έγκλειστος, δεν έχει και τόση σημασία-, γιατί σε αυτό το βιβλίο καταγράφονται και εξετάζονται οι συνθήκες εγκλεισμού του και τα δεινά του. Βεβαίως σε όλα τα ποινικά συστήματα υπήρχαν φρικτές βιαιότητες αλλά για τον Τσέχοφ το ζητούμενο δεν ήταν να δικαιώσει ή να κατηγορήσει το ποινικό ρωσικό σύστημα αλλά να περιγράψει τον παραλογισμό των ποινών που εξόντωναν σωματικά και ηθικά τους κρατουμένους.

Ένα δεύτερο στοιχείο ήταν ο θαυμασμός μου για τον ανθρωπιστή γιατρό Αντόν Τσέχοφ που αφιέρωσε τόσο χρόνο και έσκυψε με αφοσίωση για να καταγράψει τις ταλαιπωρίες αλλά και τα καθημερινά, τα ανθρώπινα, να φέρει τους ανθρώπους στο προσκήνιο με όνομα και επίθετο, όχι με γενικόλογες σκέψεις, αλλά με στοιχεία για την καθημερινότητά τους. Ο κατάδικος είναι ο Ιβάν, ο Γκιόρκι, ο Βλαντίμιρ: εργάτης, σύζυγος, πατέρας, αδελφός που πονάει. Είναι οι δέκα απαγχονισμένοι και δεν είναι «μια μεγάλη γιρλάντα» όπως έλεγε ο νομάρχης. Καταγράφει τα νοσοκομεία, τον ιατρικό εξοπλισμό, το προσωπικό, τη φαρμακοθεραπεία. Παντού και πάντα καταγράφει τον ανθρώπινο πόνο. Περιγράφει ασθενείς, τραυματίες, την περίθαλψη, τους νοσοκομειακούς χώρους, τη συμπεριφορά του προσωπικού προς τους ασθενείς, το συσσίτιο των ασθενών, τους γιατρούς. Κάνει κάποιες μικρές χειρουργικές επεμβάσεις. Ελέγχει τα φάρμακα που παραλαμβάνουν από τη Ρωσία και διαπιστώνει ότι μερικά από αυτά ή είναι ακατάλληλα ή είναι αποσυρμένα. Παρατηρεί ότι φάρμακα που είναι σε επάρκεια δεν χορηγούνται αναίτια. Κρίνει, κατακρίνει και προτείνει συγκεκριμένες λύσεις, αυτός ο χαριτωμένος λεπτολόγος που άφησε τη ζωή στα 44 του χρόνια.

Σε αυτό το βιβλίο υπάρχει ένα υπέροχο ταξιδιωτικό κομμάτι από τη Μόσχα μέχρι το Κρασναγιάρσκ το οποίο ο Τσέχοφ ονομάζει  «Μέσα από τη Σιβηρία», ένα ταξίδι στο οποίο απολαμβάνουμε τον γνωστό μας συγγραφέα που με πολύ διεισδυτικό βλέμμα καταγράφει όχι μόνο εικόνες από τη φύση, αλλά και καταστάσεις από τη ζωή των Σιβηριανών των τόσο λογοτεχνικά εξωραϊσμένων από πολλούς Ρώσους συγγραφείς.

Στο δεύτερο μέρος που αφορά το κάτεργο (Με τον απλό τίτλο «Νήσος Σαχαλίνη») δεν ξεφεύγει από την έρευνα αν και μερικές φορές οι εικόνες που περιγράφει θυμίζουν έντονα τον δικό μας Τσέχοφ και αποτελούνε ένα ευχάριστο ιντερλούδιο ανάμεσα στη φρίκη. 

Ασχολείται επισταμένα με τις δυστυχισμένες γυναίκες που ακόμα κι όταν ακολουθούν εθελοντικά τους συζύγους τους, χωρίς να είναι εγκληματίες, έχουν χειρότερη μοίρα από τους κατάδικους άνδρες.

Το γυναικείο ζήτημα είχε τεθεί στη Ρωσία από τις αρχές του 19ου αι. Ο Τσερνισέφσκι το 1863 αναφερόταν σε απολύτως ισότιμες σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων στο διήγημά του «τι να κάνουμε», έναν τίτλο που πήρε ο Λένιν αργότερα για να γράψει το ομώνυμο θεωρητικό του βιβλίο, αναφερόμενος σε προβλήματα εντελώς διαφορετικά από αυτά που είχε διαπραγματευτεί ο Τσερνισέφσκι. Κι άλλοι διανοούμενοι στη Ρωσία έθεταν «το γυναικείο ζήτημα» και πολλές φορές το έθεταν μέσω του λογοτεχνικού τους έργου. Ο Τσέχοφ σεβόταν τη γυναίκα στην πράξη και όχι θεωρητικά. Σεβάστηκε την εργασία της γυναίκας του, της μεγάλης ηθοποιού Όλγας Κνίπερ, και όταν πολύ άρρωστος έπρεπε να φύγει στον ηπιότερο κλιματικά νότο για να εγκατασταθεί στη Γιάλτα της Κριμαίας είπε: «η γυναίκα μου θα μείνει στη Μόσχα μόνη, κι εγώ φεύγω μονάχος. Κλαίει, αλλά δεν θα της επιτρέψω να πετάξει το θέατρο».

 

Το κεφάλαιο 16 του βιβλίου έχει μια μεγάλη αναφορά στο πρόβλημα των γυναικών.

 

Θα αρχίσω με την απαξιωτική ρήση ενός τοπικού διοικητή, που αποτελούσε μια γενικευμένη αντίληψη για τις γυναίκες:

 

Για τους άντρες που διανυκτερεύουν στη φυλακή και για τους ανύπαντρους στρατιώτες, οι εξόριστες γυναίκες ή αυτές που συγκατοικούν με εξορίστους είναι τα «απαραίτητα αντικείμενα για την ικανοποίηση των φυσικών αναγκών τους» …

 

Για την κοινή μοίρα των γυναικών, ελεύθερων και κρατουμένων, ο Τσέχοφ γράφει:

 

Δεκαπέντε με είκοσι χρόνια νωρίτερα, οι γυναίκες κατάδικοι, με το που έφταναν στη Σαχαλίνη έμπαιναν σε πορνεία. «Στα νότια της Σαχαλίνης» έγραφε ο Βλάσοφ στην αναφορά του «οι γυναίκες, από έλλειψη ειδικού χώρου, τοποθετούνται στο κτίριο του αρτοποιείου … Ο διοικητής του νησιού Ντεπρεράντοβιτς διέταξε να μεταφέρουν το γυναικείο τμήμα της φυλακής στο πορνείο». Για καμιά άλλη εργασία δεν θα μπορούσε να υπάρξει τόση σιγουριά αφού «μόνο αυτές που δεν άρεσαν στους άντρες ή έκαναν παραπτώματα» εργάζονταν στις κουζίνες, ενώ οι υπόλοιπες υπηρετούσαν τις «ανάγκες» των αντρών ....

Τώρα, όταν φτάνει ένα τμήμα γυναικών στο Αλεξάντροφσκι, πρώτα πρώτα οδηγείται μεγαλοπρεπώς από την αποβάθρα στη φυλακή. Οι γυναίκες, κοψομεσιασμένες από το βάρος των μπόγων και των σάκων, σέρνονται στον κεντρικό δρόμο, δυσκίνητες, μην έχοντας ακόμα συνέλθει από τη ναυτία, και πίσω απ’ αυτές, σαν κωμικοί σε πανηγύρι, περπατούν πλήθη από γυναίκες, άντρες, μικρά παιδιά και υπαλλήλους της διοίκησης. Η εικόνα θυμίζει τις ρέγγες σε περίοδο αναπαραγωγής, που, καθώς περνούν από τον κόλπο του Ανίβα, τις ορέγονται και τις κυνηγούν κοπάδια φαλαινών και δελφινιών. Οι άντρες άποικοι πηγαίνουν πίσω από το πλήθος έχοντας μία ειλικρινή και απλή σκέψη: χρειάζονται νοικοκυρά. … Οι γραμματείς και οι επόπτες χρειάζονται «κορίτσια» … Τις κλειδώνουν σ’ έναν θάλαμο που έχουν προετοιμάσει και όλη τη νύχτα στη φυλακή και στο φρούριο συζητάνε για την καινούρια ομάδα, για την ομορφιά της οικογενειακής ζωής, για την αδυναμία να καταφέρεις το νοικοκυριό χωρίς γυναίκα, και άλλα τέτοια. Τα πρώτα εικοσιτετράωρα, πριν να φύγει το ατμόπλοιο για το Κόρσακοφσκι, γίνεται η μοιρασιά των γυναικών στους τρεις νομούς. Τη δουλειά την κάνουν οι υπάλληλοι του Αλεξάντροφσκι, και γι’ αυτό παίρνουν τη μερίδα του λέοντος σε ποιότητα και σε αριθμό. Κάπως μικρότερο και χειρότερο είναι το μερίδιο του κοντινού Τίμοφσκι. Στον Βορρά γίνεται προσεκτική επιλογή. Εκεί, σαν να έχουν περάσει από φίλτρο, μένουν οι μικρότερες και οι ομορφότερες, έτσι που, αν ζεις στον νότιο νομό, να σου πέφτει ή κάποια μεγάλη σε ηλικία ή καμιά που «δεν αξίζει ματιά». …

Οι γυναίκες που φτάνουν στο Φρούριο Κόρσακοφσκι τοποθετούνται σε παραπήγματα. Ο νομάρχης μαζί με τον επόπτη του χωριού αποφασίζουν ποιος από τους αποίκους και τους γεωργούς είναι άξιος να πάρει γυναίκα. Προτεραιότητα έχουν αυτοί που είναι τακτοποιημένοι, νοικοκυρεμένοι και με καλή συμπεριφορά. Σ’ αυτούς τους λίγους που έχουν επιλεγεί… -και που με κάποια ειρωνεία τούς ονομάζουν γαμπρούς και νεόνυμφους-  στέλνεται διαταγή να πάνε μια συγκεκριμένη ημέρα και ώρα στη φυλακή για να παραλάβουν γυναίκα…  Όταν όλοι φτάσουν στο φρούριο, τους οδηγούν στα παραπήγματα και τους αφήνουν με τις γυναίκες. Για ένα τέταρτο με μισή ώρα βρίσκονται σε σύγχυση, έχουν ένα αίσθημα αμηχανίας. Οι γαμπροί τριγυρίζουν στις κουκέτες ρίχνοντας σοβαρά και σιωπηλά ματιές στις γυναίκες, που κάθονται με σκυμμένο το κεφάλι. Ο καθένας διαλέγει, χωρίς ξινές γκριμάτσες, χωρίς ειρωνικά χαμόγελα, απολύτως σοβαρά, δείχνοντας τον «ανθρωπισμό» του απέναντι στην ασχήμια, τα γηρατειά και την όψη της κρατούμενης. Εξετάζει με προσοχή και θέλει να μαντέψει από το πρόσωπο ποια είναι καλή νοικοκυρά! Βρίσκει κάποια νεαρή ή μεγάλη που του «καλαρέσει», κάθεται κοντά της και αρχίζει μια ειλικρινή κουβέντα. Αυτή τον ρωτάει αν έχει σαμοβάρι, τι στέγη έχει στο σπίτι του, αν είναι ξύλινη ή αχυρένια. Της απαντάει ότι έχει… και εκείνη διστακτικά τον ρωτάει:

—Θα με δέρνετε;

Η συζήτηση τελειώνει. Η γυναίκα εγγράφεται στον τάδε άποικο, σε εκείνο το χωριό και ο «πολιτικός γάμος» έχει τελεστεί. Ο άποικος φεύγει με τη συγκάτοικό του για το σπίτι και, για να μην του πέσει στις λάσπες, νοικιάζει ένα κάρο, συχνά με τα τελευταία του χρήματα. Η πρώτη δουλειά της συγκατοίκου στο σπίτι είναι να βάλει το σαμοβάρι, και οι γείτονες, κοιτάζοντας τον καπνό, θα συμπεράνουν με φθόνο ότι ο τάδε έχει πια γυναίκα …

Ο Τσέχοφ συμπεραίνει πικρά:

Σ’ αυτόν τον τόπο έχουν μια ιδιαίτερη ματιά για τη γυναίκα κατάδικο, μια ματιά που ίσως να υπάρχει και σε όλες τις αποικίες των εξορίστων: η γυναίκα δεν είναι άνθρωπος, δεν είναι οικοδέσποινα, δεν είναι πλάσμα, είναι παρακάτω κι από οικόσιτο ζώο. Οι άποικοι του χωριού Σίσκα απηύθυναν στον διοικητή του νομού την παρακάτω παράκληση: «Εξοχότατε, σας παρακαλούμε ταπεινά να μας δώσετε κερασφόρα ζώα για άρμεγμα, … και θηλυκά για την οργάνωση του νοικοκυριού». Ο διοικητής του νησιού, συζητώντας μπροστά μου μ’ έναν άποικο … του υποσχέθηκε …:

—Όσο για γυναίκες, δεν θα σας ξεχάσω.

Κι ένας υπάλληλος μού είπε:

—Δεν είναι καλό που φτάνουν εδώ γυναίκες από τη Ρωσία φθινόπωρο... Τον χειμώνα δεν κάνουν τίποτε, δεν βοηθούν τον άντρα, είναι μόνο ένα περιττό στόμα....

Έτσι σκέφτονται το φθινόπωρο για τα άλογα εργασίας όταν προβλέπεται πως τον χειμώνα θα είναι ακριβές οι ζωοτροφές. …

Οι ελεύθερες γυναίκες που ήρθαν εθελοντικά στην αποικία είναι 697. … Εγκαταλείπουν την πατρίδα για να πάνε στην εξορία με τους καταδικασμένους συζύγους τους για διάφορους λόγους. Άλλες πηγαίνουν επειδή τους αγαπούν και τους λυπούνται, άλλες από την ισχυρή πεποίθηση ότι μόνο ο Θεός μπορεί να χωρίσει το αντρόγυνο, άλλες εγκαταλείπουν το σπίτι από ντροπή επειδή στο ζοφερό περιβάλλον του χωριού η ντροπή του άντρα πέφτει πάντα στη γυναίκα –για παράδειγμα, η γυναίκα του καταδικασμένου πλένει ρούχα στο ποτάμι και οι άλλες την κοροϊδεύουν λέγοντάς την κατάδικο– και άλλες πέφτουν στην παγίδα των αντρών τους, που τις εξαπατούν.

 

Όταν οι ελεύθερες γυναίκες φτάνουν στη Σαχαλίνη δεν τις υποδέχονται και τόσο ευγενικά. … Το1889 …έφτασαν στο Αλεξάντροφσκι τριακόσιες ελεύθερες γυναίκες, έφηβοι και παιδιά. Ταξίδεψαν από το Βλαδιβοστόκ για τρία τέσσερα εικοσιτετράωρα μέσα στο κρύο, χωρίς ζεστή τροφή και, σαν να μην έφταναν αυτά, μεταξύ τους ήταν, όπως με πληροφόρησε ο γιατρός, και είκοσι έξι άρρωστοι από οστρακιά, ευλογιά και ιλαρά. Το ατμόπλοιο έφτασε αργά το βράδυ... Ξεφόρτωναν από τις δώδεκα έως τις δύο. Κλείδωσαν τις γυναίκες και τα παιδιά στον σταθμό της προβλήτας, στην αποθήκη για τα εμπορεύματα, ενώ έβαλαν τους αρρώστους σε καραντίνα, κλείνοντάς τους σ’ έναν κατάλληλα διαμορφωμένο σταθμό. Τα πράγματα των ταξιδιωτών τα στοίβαξαν ανάκατα στη μαούνα... Το πρωί ανακάλυψαν ότι τα πράγματα είχαν κλαπεί.