Νεοπτόλεμος Α'

Όλα ήταν σε ημερήσια διάταξη. Σαν όλα να ήταν προαποφασισμένα. Σχεδόν προφητικά. Είχαν προβλεφθεί. Και περίμεναν. Τα περίμεναν. Περίμεναν ν' αρχίσει μια ατέλειωτη βροχόπτωση, να πέσει τόση βροχή όση δεν είχε πέσει τα τελευταία 10 χρόνια. Και έπεσε. Και πλημμύρισαν όλα. Κι άνθρωποι πνίγηκαν. Αν και όλα είχαν προβλεφθεί. Δεν υπήρχε πρόληψη. Η ημερήσια διάταξη δεν περιλάμβανε κανενός είδους προληπτικό μέτρο. Όλα ήταν κατασταλτικά. Η διαταγή άνωθεν έλεγε: ''αφήστε τους να πνιγούν!''. Έτσι θα γλιτώσουμε τις ζημιές. Δε θα πληρώσουμε τίποτα. Ακολούθησαν σεισμοί μετά τους καταποντισμούς. Όσοι ήξεραν κολύμπι σώθηκαν απ' τις πλημμύρες αλλά κοιμόντουσαν στα άλση. Έμειναν άστεγοι.

Εγώ ήμουν ο Νεοπτόλεμος ο Α', βασιλεύς των Ελλάνων, ισχυρός, μακιαβελικός, προπαγανδιστής και προπαγανδισμένος. Δεν είχα σηκώσει ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι για να κάνω οποιαδήποτε πράξη. Για να υπογράψω ένα διάταγμα. Δύο υποστράτηγοι ερχόντουσαν και μου σήκωναν το δεξί χέρι, μου έβαζαν τα ματογυάλια καβάλα στη μύτη, περνούσαν ανάμεσα στον αντίχειρα το δείκτη και τον παράμεσο τη πένα που προηγουμένως είχα βουτήξει σε γαλάζιο μελάνι, ειδική παραγγελία από τη Κίνα, πλησίαζαν το χέρι μου με μεγάλη ευκολία γιατί ήταν σαν παράλυτο στο χαρτί, μου έπιαναν λίγο το σβέρκο, απαλά φυσικά, το πλησίαζαν λίγο περισσότερο στο χαρτί για να δω καλύτερα. Όση ώρα υπέγραφα, γιατί έκανα γύρω στα τρία τέταρτα για να βάλω την υπογραφή μου, μου διάβαζαν εναλλάξ τι έλεγε το χαρτί που υπέγραφα. Αλλά εγώ είχα συνήθως στ' αυτιά μου, γιατί μ' ενοχλούσαν οι θόρυβοι, ωτοασπίδες από κερί. Οπότε παρότι φώναζαν γιατί το ήξεραν ότι είχα βουλωμένα αυτιά, εγώ λίγα πράγματα άκουγα ακόμα λιγότερα καταλάβαινα κι εντέλει τι με ένοιαζε; Κανένα διάταγμα απ' αυτά που υπέγραφα δεν έλεγε ότι θα με κρεμάσουνε στην κεντρική πλατεία της πόλης. Άλλωστε τι είχα κάνει για να μου κάνουν κάτι τέτοιο. Είχα αφήσει μερικούς ανθρώπους να πνιγούν σε μια φυσική καταστροφή. Είχα αφήσει κάποιους άλλους, λίγους πάλι, άστεγους.

Η αλήθεια είναι μ' αυτές τις καταστροφές και με κάποιες ιογενείς αρρώστιες που ενέσκηψαν, έχασα αρκετό κόσμο, οπότε ο εναπομείνας έπρεπε να πληρώσει τα διπλά σε φόρους, άμεσους, έμμεσους, υπόγειους, υπέργειους, υπέρ - εμού, υπέρ της οικογενείας μου, υπέρ του χαρεμιού μου, υπέρ των φίλων μου, υπέρ των συμβούλων μου, και άλλων τέτοιων παρόμοιων. Οπότε, χρειάστηκε να αντιμετωπίσω και μια τόση δα, εξέγερση.

 

Γιατί ο κόσμος δεν είχε να πληρώσει, δεν είχε να φάει, δεν είχε να ντυθεί, δεν μπορούσε ν' αντιμετωπίσει τα καθημερινά του έξοδα, αλλά όπως συμβαίνει περιέργως πάντα, αυτός ο κόσμος ο εναπομείνας, δε με αγαπούσε απλώς, ήταν ερωτευμένος μαζί μου, όπως ερωτεύεται κανείς το τύραννό του, τον βασανιστή του, το σαδιστή του, αυτόν που κυριαρχεί το πνεύμα και το σώμα του. Εξάλλου, όλες αυτές οι καταστροφές μας είχαν φέρει πιο κοντά, αυτούς και μένα. Είχαν μείνει τόσοι λίγοι που άρχισα να μαθαίνω και τα ονόματα μερικών διότι μου έστελναν ερωτικές επιστολές. Εγκωμιαστικές επιστολές. Επιστολές που θα έστελναν μόνο σε κάποιον που θα ήταν πάνω από μένα, αλλά τέτοιος δεν υπήρχε, γιατί ο θεός είχε πεθάνει, ακόμα και αυτός που το ‘πε είχε πεθάνει, έτσι δεν μπορούσε να τον αναστήσει. Όλα τα μεγάλα πνεύματα είχαν πεθάνει προ πολλού, άλλωστε: ο Ναπολέων, ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Αττίλας, ο Νέρων, ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο Ιούλιος Καίσαρ,  ο Χίτλερ, ο Στάλιν, ο Φράνκο, ο Σαλαζάρ, ο Μάο, ο Πολ Ποτ, η Φρειδερίκη, ο Μεταξάς οι Ρομανώφ, άπαντες οι Λουδοβίκοι – και οι δεκαέξι [16], τους μέτρησε ο Πρεβέρ- η Ελισάβετ Β’ της Αγγλίας και εγώ αισθανόμουν τόσο μόνος φιλοσοφώντας στη βεράντα μου απέναντι στο αιμάτινο ηλιοβασίλεμα που μου θύμιζε αυτούς που είχα σκοτώσει - όχι εγώ. Οι υπουργοί μου, οι πραιτοριανοί μου, οι πραίτορες, οι δήμαρχοι και όλοι αυτοί που ασκούσαν εξουσία κάτω από εμένα, και εγώ τους έπαυα, όχι πολύ τακτικά είναι η αλήθεια, και όχι ύστερα από κάποιο ατόπημα που διέπρατταν, αλλά όταν ήθελα να φορτωθούν αυτοί τα δικά μου λάθη.

Είχαν κατασκευάσει σε ένα από τα εργοστάσια που ανήκαν στην προσωπική μου περιουσία, μία μεγάλη μυγοσκοτώστρα γιατί κάποιος προδότης είχε θάψει κάτω από το έδαφος του παλατιού μου σκουπίδια μαζί με ανθρώπους δηλαδή πτώματα, και οι μύγες είχαν κατακλύσει το βασίλειό μου, έτσι αυτές οι αθώες βρωμόμυγες σκοτωνόντουσαν η μία μετά την άλλη. Είχα μία ομάδα εξολόθρευσης μυγών και μία ομάδα απολύμανσης με πανάκριβα απορρυπαντικά τα οποία λίγοι στο βασίλειό μου μπορούσαν να αποκτήσουν αλλά σας διαβεβαιώ εγώ, ο Νεοπτόλεμος ο Α' ο βασιλεύς των Ελλάνων, ο οποίος δεν είχα την παραμικρή τύψη για όσα τυραννικά πράγματα είχα κάνει, για όσο κομμάτι του λαού μου είχα εξοντώσει - ήμουν όμως πολύ θλιμμένος - γιατί παρότι νέος, παρότι διέθετα τέτοια και τόση ισχύ, δεν είχα ακόμα βρει στα 35 χρόνια μου την αδελφή ψυχή, την οποία αναζητούσα σε όλη την ενήλικη ζωή μου. Αυτοί που με αγαπούσαν στο στενό μου περιβάλλον χωρίς να το ξέρω έψαξαν με βάση ορισμένες επιστημονικές έρευνες τα κατάλληλα πρόσωπα με τα οποία θα μπορούσα να ταιριάξω και να ζευγαρώσω. Νομίζω λοιπόν, ότι η θλίψη μου προερχόταν από αυτή την έλλειψη και από το γεγονός ότι μάλλον δεν είχα και πολλές ελπίδες να βρω κάποια που να μου αξίζει. Έτσι απεσταλμένοι μου ταξίδεψαν σε μακρινές χώρες της Ανατολής και μου έφεραν μετά από πολύ ψάξιμο ούτε λίγο ούτε πολύ πενήντα [50] νεαρές υποψήφιες. Τις πέρασα από casting σε διάρκεια πενήντα ημερών  [50]. Μετά το πρώτο ξεσκαρτάρισμα αποφάσισα ότι καμιά δεν άξιζε να σταθεί πλάι μου και τις σκότωσα όλες. Μου ανήκαν πλέον. Είχα άλλωστε σπαταλήσει πενήντα [50] ολόκληρες μέρες για να βρω την κατάλληλη. Πρώτη φορά είχα ασχοληθεί με γυναίκες μάλιστα τόσο πολύ. Δεν συνήθιζα ν’ ασχολούμαι με τίποτα άλλωστε, είτε αφορούσε εμένα ή το κράτος μου. Είναι το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο να μην κάνεις τίποτα. Παρόλα αυτά δεν ήμουν ευτυχής.

Έτσι έβαλα φωτιά στην πρωτεύουσα του βασιλείου μου. Κοιτώντας τις φλόγες θαρρούσα πως ανέβαινα στον ουρανό μ’ ένα τεράστιο λευκό μπαλόνι. Από τότε όταν είχα τις μαύρες μου έκαιγα, έκαιγα, έκαιγα. Και το κυριότερο δεν είχα καμιά τύψη προς τον ουρανό. Αφού ήταν άδειος και έπληττε αφόρητα χωρίς το δικό μου βλέμμα. Γιατί ήμουν πάντα άνω θρώσκων!