Για το Περιμένοντας τον Γκοντό  του Σάμιουελ Μπέκετ

 Η συνήθεια μεγάλος σιγαστήρας

                                             Μπέκετ

 

ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ…

 

Ποιοι είναι αυτοί οι δύο τύποι ντυμένοι επίσημα που σου δίνουν την εντύπωση πως είναι καθηλωμένοι σ’ έναν έρημο τόπο μ’ ένα δέντρο στην άκρη που έχει ένα φύλλο κι ύστερα κανένα και κάθε που θέλουν ν’ αποχωρήσουν υπενθυμίζουν ο ένας στον άλλο:

-δε μπορούμε

-γιατί;

-περιμένουμε τον Γκοντό

Φαίνεται πως βιώνουν μια φυσιολογική κατάσταση. Πώς μπορούν να φύγουν αφού περιμένουν επισκέπτη; Ακόμα κι αν αργεί να έρθει οι κανόνες ευγένειας δεν το επιτρέπουν. Αυτοί οι δύο περίεργοι τύποι δεν είναι αυτό που δείχνουν τα μαύρα κοστούμια και τα μελόν καπέλα τους. Δεν είναι τίποτα ιδιόρρυθμοι απρόσιτοι τύποι που κυκλοφορούν ινκόγκνιτο, αλλά στην πραγματικότητα είναι  καλλιεργημένοι, πλούσιοι, γόνοι καλών αστικών οικογενειών που βαρέθηκαν τις συμβατικότητες και ντύθηκαν ένα άλλο ρόλο, διαφορετικό από αυτόν που τους επιφύλαξε η μοίρα. Δεν είναι μεταμφιεσμένοι, όπως συχνά συμβαίνει στο θέατρο, όπου ένας κακομοίρης παίζει το ρόλο του βασιλιά. Ένας ανεπρόκοπος υποδύεται τον πρωτοφανούς δραστηριότητας επιχειρηματία που έχει εξουσία στους εργάτες του εργοστασίου του.

 

ΤΟΝ ΓΚΟΝΤΟ

 

Ένα ζεύγος κοινών ανθρώπων είναι, αν και μάλλον περιθωριακών. Δυο αλήτες που προσπαθούν να μην τα βάλουν με τη μοίρα τους τώρα μάλιστα που περιμένουν τον Γκοντό. Γιατί κάθε αναμονή πρέπει να έχει ένα σκοπό που θα της δίνει ένα κάποιο νόημα. Είναι διατεθειμένοι να περιμένουν έναν άγνωστο που τους έδωσε ένα αόριστο ραντεβού σ’ ένα έρημο τόπο, αν και αμφιβάλλουν κάποια στιγμή πως περιμένουν στο σωστό μέρος. Επιδιώκουν μόνο να περάσουν μια ακόμη μονότονη μέρα που δεν θα θυμούνται τι έκαναν την επομένη. Μια μέρα που να μην αφήσει ίχνη στον πληγωμένο τους εαυτό. Μια αναίμακτη, ανέφελη μέρα.

Γεμίζουν οι δυο τους μόνο μια άδεια σκηνή. Με κείνο το γυμνό δέντρο στην άκρη.

ΟΝΟΜΑΤΑ ΚΑΙ ΥΠΟΚΟΡΙΣΤΙΚΑ

 

Από πού έρχονται; Ποια η καταγωγή τους; Ονόματα; Ας προφέρουμε τα ονόματά τους. Αυτά που δίνουν στους ανθρώπους μια ταυτότητα. Ο Βλαδίμηρος κι ο Εστραγκόν. Αν και ο πρώτος αποκαλεί τον δεύτερο Γκογκό, κι αυτός τον πρώτο Ντιντί. Ονόματα χωρίς σαφή καταγωγή. Τα γελοία υποκοριστικά φανερώνουν μια βαθιά τρυφερότητα που αναπτύσσουν δυο φίλοι, άρρενες πάντα.

 

ΟΙ ΜΠΕΚΕΤΙΚΟΙ ΗΡΩΕΣ

 

Οι χαρακτήρες του Μπέκετ είναι πάντα άντρες. Λίγες οι εξαιρέσεις  [εκτός από τη Γουίνι στις Ευτυχισμένες Μέρες, τη Νελ στο Endgame και τη Λούλου της Πρώτης αγάπης οι άλλες βρίσκονται στην φαντασία των ανδρών ή σ’ ένα κάποιο ευτυχισμένο παρελθόν, εκείνο του Κραπ που μιλά με το μαγνητόφωνό του]. Άνδρες μόνοι τους: Βατ, Μέρφυ,  Μοράν, Μακμάν, Μπελάκουα, Μολόυ, Μαλόν, ή ζευγάρια Μερσιέ και Καμιέ, Εστραγκόν και Βλαδίμηρος, Πότζο και Λάκυ, Κλοβ και Χαμ, Ναγκ και Νελ…

«Όλες αυτές οι ιστορίες με ταξιδιώτες, οι ιστορίες με παράλυτους είναι δικές μου», λέει ο συγγραφέας στον Ακατανόμαστο.

Το Περιμένοντας τον Γκοντό είναι μια μάλλον ζοφερή φάρσα με χοντροκομμένο χιούμορ.

 

ΝΕΥΡΟΣΠΑΣΤΑ ΠΟΥ ΥΠΟΦΕΡΟΥΝ

 

Αν ο Εστραγκόν κι ο Βλαδίμηρος είναι «νευρόσπαστα που υποφέρουν στο Καθαρτήριο», όπως διατείνεται ο Λουδοβίκος Ζανβιέ τότε δραπέτευσαν από την Κόλαση και προετοιμάζονται για τον Παράδεισο.

«Ο αστεϊσμός εδώ είναι η ζωή αυτή καθαυτή και ένα κακόβουλο σύμπαν την επιβάλλει σ’ ένα πλήθος, αδύναμα κι ανήσυχα θύματα. […] Τα δεινά τους προκαλούν και το γέλιο και τη φρίκη». [*]

 

ΣΚΗΝΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ

 

«Δρόμος στην εξοχή, ένα δέντρο. Βράδυ». Από κει και πέρα ο Εστραγκόν προσπαθεί αγκομαχώντας να βγάλει το παπούτσι του. Λαχανιάζει. Ξεκουράζεται και ξαναρχίζει. Παρατάει την προσπάθεια και καθώς βλέπει να μπαίνει ο Βλαδίμηρος λέει: « Δε γίνεται τίποτα», μια τυπικά μπεκετική φράση, εναρκτήριο λάκτισμα στο έργο που η συνέχειά της είναι «Κανείς δεν έρχεται κανείς δε φεύγει, είναι τρομερό». Μια καθηλωτικά απεγνωσμένη διαπίστωση πολύ βαριά για μια φάρσα. Αλλά πώς είναι η ζωή, ο κόσμος, η σχέση δυο απορριμμένων ανθρώπων, δυο εξόριστων, η αναμονή, η ματαίωση, η απουσία του Θεού, η σωτηρία;

Κι από κει και μετά και μέχρι να πέσει η αυλαία, λόγια, λόγια, λόγια. Αλλά όχι σαν του Άμλετ. Λόγια ξεφούσκωτα, τρυφερά, ανόητα, φληναφήματα, στοχαστικά,  έπεα πτερόεντα. «Πιασμένοι χέρι χέρι θα πέφταμε απ’ τον πύργο του Άιφελ …τώρα είναι πολύ αργά».

Κινήσεις τρυφερότητας, φιλοφρονήσεις, πείσματα, εγωισμοί, φαιδρότητες, επισκέψεις. Παύσεις. Πάει να πει σιωπές. «Μη μ’ αγγίζεις! Μη με ρωτάς! Μη μου μιλάς! Μείνε μαζί μου», λέει ο Εστραγκόν. Ο απλοϊκός, ανυποψίαστος, αλλά και συναισθηματικός Εστραγκόν.

 

Εστραγκόν: Μήπως θες να μου μιλήσεις; […] Έλα Ντιντί, μίλα μου.

[…]

Εστραγκόν: Θύμωσες;[…] Έλα τώρα Ντιντί … Φίλησέ με. [Αγκαλιάζονται] Βρωμάς σκόρδο.

Βλαδίμηρος: Κάνει καλό στα νεφρά. Τι θα κάνουμε τώρα;

Εστραγκόν: Θα περιμένουμε. Τι λες κρεμιόμαστε;

Βλαδίμηρος: Αυτό θα μας ανύψωνε.

 

Μέσα σ’ όλη αυτή τη μαυρίλα ένα γέλιο. Ειρωνεία καλύτερα. Σαρκασμός. Γι αυτούς τους δύο άλλωστε τίποτα δεν είναι σοβαρό. Όλα τα βλέπουν φυσικά. Άλλωστε ποια είναι η τάξη του κόσμου. Πότε διασαλεύτηκε; Γιατί όλα ακούγονται παράξενα και την ίδια στιγμή φυσιολογικά. Μήπως η ζωή την κάθε μέρα της δεν είναι μια σισύφεια προσπάθεια; Ποιος αρέσκεται να σπρώχνει μια πέτρα στην κορυφή του λόφου κι ύστερα αυτή να ξαναβρίσκεται στα πόδια του. Γιατί τάχα όλες οι θρησκείες, όλες οι φιλοσοφίες έχουν μια τιμωρητική  πλευρά; Γιατί ο άνθρωπος πρέπει να υποφέρει; Να πονάει; Να επανέρχεται. Τίποτα να μην τελειώνει. «Το τέλος βρίσκεται μες στην αρχή κι όμως συνεχίζουμε».

Ώσπου να εξαντληθούμε.

«Οι χαρακτήρες του Μπέκετ», λέει ο Ντελέζ «παίζουν με το δυνατό χωρίς να το πραγματώνουν». Στο μεταξύ πρέπει κάπως να εξαντλούνται και σωματικά. Σαν μια βδέλλα να πίνει το αίμα τους. Κι έπειτα «ύστερα» δεν υπάρχει. Ούτε «μέσα». Ένα «έξω» που μόνο αόριστα υπονοείται. Όλα βρίσκονται σε μια αδρανή εγρήγορση. Ωστόσο είναι νωρίς ακόμα για να τελειώσει. Θα τελειώσει. Ακόμα κι αν δεν είναι νωρίς αλλά πολύ αργά. Κάποτε όλα τελειώνουν. Αυτό όμως προϋποθέτει ένα χρόνο που κάθε του λεπτό έχει περάσει βασανιστικά αργά. Είναι ο χρόνος της αναμονής που θα εξαντληθεί στο τέλος της. Εν πάση περιπτώσει ως την αναμενόμενη έλευση του Γκοντό.

Ο χρόνος «αυτό το δικέφαλο τέρας της καταδίκης και της σωτηρίας». [**]

 

 

Ο Γκοντό είναι ένα καλό άλλοθι για να υπομείνουν οι ήρωες το αβάσταχτο βάρος της εξορίας τους. Γι αυτό στην παράσταση του σε αμερικανικές φυλακές οι κρατούμενοι παρακολούθησαν το έργο σα να μιλούσε γι αυτούς. Γι αυτούς ο Γκοντό ίσως και να ήταν η αποφυλάκιση. Αλλά οι ισοβίτες πρέπει να ένιωσαν μέχρι το βάθος της ύπαρξής τους αυτούς τους δύο χαμένους που μπορούν να παλεύουν με το χρόνο περιμένοντας.

 

 

ΠΟΤΖΟ - ΛΑΚΥ

 

Πριν περάσει η πρώτη μέρα της αναμονής εμφανίζεται ένα άλλο ζευγάρι ο Πότζο κι ο Λάκυ. Ο ένας τυφλός ο άλλος μουγγός. Ο Πότζο κρατά δεμένο το Λάκυ μ’ ένα μακρύ σκοινί. Ο Λάκυ κουβαλά μια ασήκωτη βαλίτσα, ένα πτυσσόμενο σκαμνί, ένα καλάθι κι ένα παλτό. Ο Πότζο ένα μαστίγιο. Ο συμβολισμός διαφανής. Παρά το ‘τυχερό’ του  όνομα ο Λάκυ είναι εξαρτημένος από τον Πότζο. [Και ο Χαμ, ο κύριος στο Endgame  είναι τυφλός κι έχει δεμένο τον γιό του-υπηρέτη του με μια αόρατο νήμα]. Έχουν μια σχέση κυρίου και δούλου. αφεντικού και υπηρέτη [αλλά και οδηγού]. Σχέση λακέ-άρχοντα. Ο Λάκυ είναι ενεργούμενο του τυφλού κυρίου  αντίθετα από τον Εστραγκόν και τον Βλαδίμηρο που είναι ίσοι. Αλλά επίσης αλληλοσυμπληρούμενοι. Ο αγαθός Εστραγκόν κι ο ‘διανοούμενος’  Βλαδίμηρος. Στην αρχή του έργου κάνουν λόγο για τους δύο ληστές τους συσταυρωθέντες με τον Ιησού. Ο ένας σώνεται γιατί ζητά συγχώρεση για τα αμαρτήματά του. Οι δύο αναμένοντες έχουν υποβάλει στον Γκοντό μια αίτηση χάριτος. Είναι ικέτες. Αλλά και το νεοεισελθέν ζεύγος είναι κι αυτό αλληλοσυμπληρούμενο εξ ανάγκης, έχουν άλλη  συνθήκη συνύπαρξης που καταλήγει στην εξάρτηση. Η σχέση του Εστραγκόν και του Βλαδίμηρου εδράζεται στην φιλία, τη συντροφικότητα και την εμπιστοσύνη. Είναι ανιδιοτελής σχέση. Ωστόσο και οι δύο σχέσεις καταδείχνουν την ανάγκη της ύπαρξης του Άλλου. Και ο ισχυρός Πότζο έχει ανάγκη να καταπιέζει τον Λάκυ και ο ανυποψίαστος Εστραγκόν έχει ανάγκη το Βλαδίμηρο να τον ποδηγετεί. Οι ανά ζεύγος σχέσεις αν και διαφορετικές είναι συμπληρωματικές. Επομένως σχέσεις που μέλλεται να διαρκέσουν.

 

Οι αναμένοντες νομίζουν πως ο Πότζο είναι ο Γκοντό. Ο Εστραγκόν μάλιστα είναι σίγουρος. Προς στιγμήν. Η φάρσα αγριεύει.

Η αναγνώριση των δύο βασικών ηρώων ότι ο Πότζο δεν είναι ο παράκλητος τους απογοητεύει. Ο Πότζο αντιλαμβάνεται πως είναι ανεπιθύμητος και προσπαθεί να τους επιβληθεί. Μετά κάνει να φύγει αλλά αποφασίζει «να καπνίσει άλλη μια πίπα», εξάλλου «ο δρόμος είναι για όλους».

Πότζο: Τι θα μπορούσα να κάνω εγώ γι αυτούς τους καλούς ανθρώπους που πλήττουν;

Εστραγκόν: Και κάνα εικοσάρικο καλό θα ήταν.

Βλαδίμηρος: Δεν είμαστε ζητιάνοι.

 

Ο Λάκυ είναι εκείνος που θα τους διασκεδάσει. Αλλά πώς; Αυτός δε μιλάει. Εξάλλου οι δυο άλλοι τον συμπονούν. Αν κι αυτός δεν είναι φιλικός απέναντί τους. Κάποια στιγμή τον ακούνε να κλαίει. Κι όμως υπάρχει ένα μυστικό που τον κουρντίζει. Το καπέλο του. Ο Εστραγκόν αρνείται να τον πλησιάσει.   Ο Βλαδίμηρος του φοράει το καπέλο κι απομακρύνεται όπως κι άλλοι. Αμέσως μετά από το στόμα του Λάκυ ξεχύνεται ένας ακατάσχετος μονόλογος χωρίς ανάσα ειπωμένος με μιας σε τόνους υψηλούς. Κάτι σαν παραλήρημα. Ασύνδετος μονόλογος με επιστημονικές και αθλητικές αναφορές. Όταν δυσανασχετούν του βγάζουν το καπέλο και σταματά απότομα; «Η αντισφαίρισις … οι λίθοι … τόσον ειρηνικώς …κονάρ …ημιτελή». Έχει απορυθμισθεί  σαν να βγάζεις τη μπαταρία από ένα παιδικό παιχνίδι.

Το νούμερο του Λάκυ είναι δανεισμένο από το τσίρκο. Ο Πότζο σε ρόλο θηριοδαμαστή. Οι Εστραγκόν και Βλαδίμηρος θυμίζουν γελωτοποιούς: ο ένας κάνει γκάφες ο άλλος τον συγκρατεί ή τον τσιγκλάει.

Η πρώτη πράξη τελειώνει μ’ ένα παιδί που τους λέει πως «ο κύριος Γκοντό μου είπε να σας πω πως δε θα ρθεί απόψε αλλά θα ρθεί οπωσδήποτε αύριο». Τώρα αρχίζουν να αμφιβάλλουν. Κάπως απογοητευμένοι σκέφτονται ακόμα και να χωρίσουν. Να τραβήξει ο καθένας το δρόμο του. Ύστερα μετανιώνουν.

ΜΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΙΔΙΑ

 

Η δεύτερη πράξη αρχίζει με τα παπούτσια του Εστραγκόν στο προσκήνιο. Πιο πέρα το καπέλο το Λάκυ. Μπαίνει φουριόζος ο Βλαδίμηρος που επιδίδεται σ’ ένα άσκοπο πήγαιν έλα. Έπειτα σταυρώνει τα χέρια στο στήθος και:

Βλαδίμηρος:

Σκυλάκι στραβοκάνικο

βούτηξ’ ένα λουκάνικο

μα ο μάγειρας το πιάνει

του κόβει το κεφάλι…

 

Σε λίγο αποφασίζουν πως είναι ευτυχισμένοι. Έπειτα καταλαβαίνουν πως χρειάζεται ο ένας τον άλλον. Το δέντρο θαρρούν πως άλλαξε θέση. Θυμούνται πως ήθελαν να κρεμαστούν στα κλαδιά του. Είναι ζήτημα αν θ’ άντεχαν.

«Το μόνο μου σφάλμα είναι το ότι γεννήθηκα και βρίσκω πως το να πεθάνω είναι μια ατελείωτη κουραστική ιστορία».

Μιλάνε αδιάκοπα για να μη σκέφτονται. Ο Βλαδίμηρος που σκέφτεται για λογαριασμό και του Εστραγκόν λέει: «Μήπως κοιμόμουνα όταν οι άλλοι υπέφεραν: Μήπως κοιμάμαι τώρα; Αύριο, όταν  μου φανεί πως ξύπνησα, τι θα λέω για τη σημερινή μέρα; Πως μαζί με τον φίλο μου τον Εστραγκόν, σ’ αυτό το μέρος, περιμέναμε τον Γκοντό μέχρι το σούρουπο; Πως πέρασε ο Πότζο με τον χαμάλη του και μας μίλησε. Αλλά πόση αλήθεια υπάρχει σ’ όλα αυτά;»

Το παιδί έρχεται πάλι και φέρνει το ίδιο μήνυμα από τον κύριο Γκοντό.

 

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΓΚΟΝΤΟ

 

Μα ποιος είναι επιτέλους αυτός ο Γκοντό με το όνομα του Θεού λίγο παραποιημένο που δεν τηρεί τις υποσχέσεις του; Τι Θεός ειν’ αυτός που δε σπλαχνίζεται τα πλάσματά του; Κωφεύει στις ικεσίες τους; Πάντως δεν έχω δει άλλη φορά θεό, με μικρό ή μεγάλο Θήτα, να κυκλοφορεί σε φάρσα.

Ποιος επιτήδειος τους κορόιδεψε κι αυτοί τον πίστεψαν; Η διαπίστωση του Εστραγκόν που η όλη κατάσταση κάτι του έμαθε αρχίζει να σκέφτεται, όχι με τον τρόπο του Λάκυ, εύστοχα:

 «Όλοι γεννιόμαστε τρελοί. Μερικοί παραμένουν».

 

 Αλλά τη χαριστική βολή τη ρίχνει ο Πότζο:

«Δεν θα πάψετε πια να με βασανίζετε μ’ αυτόν τον καταραμένο χρόνο. […] Μια μέρα δε σας φτάνει, μια μέρα σαν όλες τις μέρες. […]Μια μέρα γεννιόμαστε, μια μέρα πεθαίνουμε την ίδια μέρα την ίδια στιγμή. Γεννάμε καβάλα στον τάφο. Λάμπει το φως για μια στιγμή, κι έπειτα ξαναπέφτει η νύχτα».

 

[*]Jessica Milner Davis, Φάρσα, μτφρ. Ιουλία Ράλλη- Καίτη Χατζηδήμου, η Γλώσσα της Κριτικής αριθ. 28, Ερμής, 1984

[**]Ο Σάμουελ Μπέκετ για τον Μαρσέλ Προυστ, μτφρ. Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ, Ερμείας, χ.χ.ε.

 

 

Σημείωση:

Χρησιμοποιήθηκαν οι μεταφράσεις της Ελένης Βαρίκα που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Δωρικός [1970] και του Μάνθου Κρίσπη που είχε δημοσιευθεί στο περιοδικό Θέατρο [χρόνος Α’, τχ.3, 15/5/1962 και ανέβηκε από τον Κάρολο Κουν στο θέατρο Τέχνης το 1969, χρονιά της βράβευσης του Μπέκετ με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας.