Μεγάλη περιοχή

Πώς να κοιτάξεις μια περιοχή της νύχτας που σέρνεται στο πάτωμα μπρούμυτα αλληθωρίζοντας στο στενό σανίδι; Σε μια φέτα σανιδιού μακρόστενη, γέλα αν μπορείς με γέλιο έστω νευρικό σαν νευρόσπαστο που εγώ κρατώ τους σπάγκους στα δάχτυλά μου και σε παίζω, σε κάνω να χορεύεις ένα βαλσάκι με τα χέρια άδεια χωρίς παρτενέρ ή ένα λυσσασμένο ταγκό που σπάει τους τοίχους του δωματίου ανοίγει μια τρύπα στο δάπεδο και χώνεται και σέρνεται παγιδευμένο χωρίς ξεσπάσματα και κλάματα. Τα κύματα πότε σε σηκώνουν ψηλά να φτάνεις στην οροφή κι ύστερα ξαφνικά σε βυθίζουν εκεί στο βυθό ενός ονείρου σ’ έχουν τυλίξει σε σελοφάν συσκευασίας διάφανο και θολό σε ετοιμάζουν να σε ταχυδρομήσουν στη λεωφόρο Αιχμής αριθ. 632. Αλλά στο σπίτι που υψώνεται εκεί δε μένει κανείς. Ο τελευταίος ένοικος τελεύτησε μόλις 632 μέρες συν μία, την ημέρα των γενεθλίων του.

Σπάσε ένα ακόμη δόντι στην πολυδοντική σου κτένα όπως όταν έγραφες στο τρίτο πρόσωπο δε θα μου πάρετε εμένα τα μυαλά έχω ταξιδέψει εγώ που λες με τον Οδυσσέα και τις σειρήνες σιωπηλές δεμένες στο κατάρτι αντί για τον Οδυσσέα. Η κραυγή δεν είναι ποίημα κι ας σε ταράζει κι ας σε αναστατώνει το τραγούδι μάλιστα. Είδες το βάζο με τα σπασμένα κοτσάνια των ανθέων που αυτοκτόνησαν μ’ ένα κουτί ασπιρίνες στο πάτωμα κι αυτό.

Αλλά εσύ δε βλέπεις το προφανές δεν καταλαβαίνεις το αλλοσούσουμο δεν ακούς το ακουσμένο. Τυφλός κουφός κι αδιάφορος ψάχνεις σκυμμένος νομίσματα στην άμμο. Αλλά σου διαφεύγει η ύλη, η ίλη να το ιππικό με τα κανελιά άλογα παραλογίζεσαι άλλη μια από τις 362 ξέρεις τουλάχιστον να κουνάς τα χείλη βάφεις τα χείλη τα δόντια κάτασπρα τσακίζουν λιόσπορους διαβάζοντας την Ιλιάδα παθαίνεις ειλεό. Ωστόσο όσο νάναι ένας σπόρος είναι πάντα χρήσιμος ενδέχεται να βλαστήσει ή να ξεραθεί πριν προλάβει να βγάλει το κεφάλι λίγα εκατοστά πάνω από την επιφάνεια. Στέκεις αμήχανος δεν ξέρεις τι να κάνεις τα χέρια σου τα χώνεις στις τσέπες ενός ντρίλινου παντελονιού.

Ερατώ, Λάχεσις πού θα μας ξαναβρείς; Κλειώ Μέλπω μόνο στο Άνεσις μπορείς να παρακολουθήσεις έναν έρωτα ανάμεσα σε μια γυναίκα κι έναν άντρα ώσπου ένας καρδιολόγος παθαίνει έμφραγμα η οθόνη σβήνει και η ανακοίνωση με το στόμα της πολιτικής προστασίας που δεν οικοδομήθηκε για να σε προστατέψει ανακοινώνει το τέλος της διαδικασίας ποιάς διαδικασίας ρωτάς το διπλανό σου κι ο διπλανός σου ρωτά το διπλανό του κι αυτός τον παραδιπλανό γιατί το διπλανό του κάθισμα είναι άδειο και ξαναβρίσκεσαι μέσα στο πλήθος πιο μόνος από πριν αφού το πλήθος σε αγνοεί.

Τα σήματα της τροχαίας κυκλοφορίας και κείνα της πεζοπορίας δείχνουν τόξα αντίθετα το ένα δείχνει αριστερά και στέλνει τα πλήθη στο αριστερό φαρδύ  πεζοδρόμιο το άλλο στο δεξί εξίσου άνετο και φαρδύ όσο πάει.

Οι αριστεροί κοιτούν ευθεία και λίγο προς τα κάτω και βαδίζουν εύτακτα έκτακτα χωρίς διαπληκτισμούς ομονοούντες σιωπηλοί σε τετράδες οκτάβες δεκαεξάδες μεγάλο πλήθος που του πλέκουν δεκαπεντασύλλαβους.

Στο δεξί πεζοδρόμιο το πλήθος πολυπληθές έκτακτο εύτακτο σιωπηλό βαδίζει με το βήμα της χήνας επελαύνει στο στόχο που βρίσκεται εμπρός του δεν είναι ακόμα ορατός αλλά οι υπεύθυνοι ουδόλως ανησυχούν το κατευθύνουν ευθεία να συναντήσει κάποιους ανεπιθύμητους μάγκες που κανείς δεν ξέρει από πού ξεφύτρωσαν και πόθεν έσχον δηλαδή από πού κρατά η σκούφια τους αν και όλοι ανεξαιρέτως  είναι ξεσκούφωτοι αλλά απαθείς τείνοντες τους οφθαλμούς με μια στάλα αισιοδοξίας προς το μέλλον.

Πλήθος διχασμένο χειραγωγούμενο.

Βάζω το χέρι στην πετούγια τυλίγω γύρω της την παλάμη μου και πιέζω προς τα κάτω. Πίσω από την πόρτα εμφανίζεται ένα άδειο δωμάτιο.