Σκληρό χαρτί

Εδώ που είμαστε, εκεί που βρεθήκαμε κάποτε λίγες στιγμές, τι άλλο μπορούμε παρά να μιλήσουμε με τα δικά μας λόγια, αν κι όλα έχουν ειπωθεί, πώς το πες αυτό; αλλιώς αντιγράφεις. Έτσι κι αλλιώς το κάνεις ασυνείδητα, γιατί η γραφή είναι περίπλοκη ιστορία, η αφήγηση, τέτοια που είχε κατορθώσει η γιαγιά. Γιατί η γιαγιά λέγοντας έπεα πτερόντα δε μιλούσε στον σκληρό καθρέφτη του χαρτιού αλλά στις μούτες του εγγονού της. Αυτές τις εκφράσεις διάβαζε και γύριζε ανάλογα τα λόγια του παραμυθιού, αν και σ’ αυτά που έλεγε δεν υπήρχε παραμύθι, δεν υπήρχε Άντερσεν, αφοί Γκριμ, Περώ- μόνο ή ίδια υπήρχε κι η ευλυγισία της ν’ ακολουθεί τους παραπόταμους της αφήγησης μη φτάνοντας ποτέ στο βυθό εκεί που η αναπνοή της λιγόστευε και της κοβόταν η ανάσα. Η αφήγηση της γιαγιάς βρισκόταν πάντα στον αφρό κι όταν ο μικρός απόκαμε συνέχιζε να ιστορεί με πιο χαμηλή φωνή κοιτώντας το πρόσωπο του εγγονού της έξω από την κουβέρτα να βασιλεύει. Και αντί για τελεία έβαζε αποσιωπητικά κι η φωνή της έσβηνε και πνιγόταν στο σκοτάδι του δωματίου, όπως το φως της λάμπας στο κομοδίνο κατάφορτο με τα μολυβένια στρατεύματα του μικρού.
Εγώ αναγκασμένος να κοιτώ τη λευκότητα ή τις μουτζούρες του εκτυφλωτικά λευκού χαρτιού σκαλίζω ορνιθοσκαλίσματα και λεκιάζω την αθωότητα του λευκού χαρτιού. Πόσα λόγια θε μου. Πόσες ανακολουθίες. Και να κατάφερνα τουλάχιστον να βυθιστώ και να γνωρίσω τα μυστικά λημέρια των ψαριών. Αλλά ούτε να πνιγώ καταφέρνω. Πάντα επιστρέφω στον αφρό εκεί που κολυμπούν τ’ αφρόψαρα κι οι τσούχτρες και τα θαλάσσια ποδήλατα. Εκεί που δένουν τα καΐκια και προσθαλασσώνονται τα υδροπλάνα. Αλλά τα μάγια είναι στο βυθό και να τα λύσω δεν μπορ