Κι ήτανε πριν...

Κι ήτανε πριν από κείνη την αποφράδα Παρασκευή το ξημέρωμα που έψαχνα μια λέξη στο λεξικό, κάποιος είχε σκίσει τη σελίδα, έτσι βρήκα τη λέξη όταν επτά χρόνια αργότερα έψαχνα μια άλλη, εισβολή, μα το λεξικό δεν είχε φτάσει ακόμα στο έψιλον, πριν είχα δει από τα θολά τζάμια ενός μπλε λεωφορείου στην οδό Ακαδημίας την κηδεία του Παναγούλη, Πρωτομαγιά στη στροφή στη συμβολή, στην αποβολή, σκοποβολή, αμμοβολή, πες μου Γ… ποιος ήταν που τραγούδησε το Κάντο Χενεράλ πριν λίγο μέσα στο δεξί μου αυτί; κι ο Νερούδα γράφει Ωδή στο Λόρκα, κι ήτανε πριν ο Φιντέλ εισέλθει νικητής στην Αβάνα, πριν ο Κένεντυ αποφασίσει, προσπαθήσει να τον ξεφορτωθεί, πριν ο Γκεβάρα κολυμπήσει δίπλα στους κροκοδείλους γιατί ο Τσε δεν βρέθηκε ποτέ νεκρός, δε βρέθηκε ο τάφος του Λίμπνκνεχτ, κι η Ρόζα κολυμπά στο Ρήνο, στην Κασπία, στη Μαύρη θάλασσα, εσχάτως και στις θάλασσες του Νότου, πλάι στα σώματα των πνιγμένων, είναι μαζί με το κοριτσάκι που αφέθηκε να σβήσει από τον πυρετό στους βάλτους, το εξάχρονο αγόρι που κολύμπησε 349 ναυτικά μίλια με το φάρο αναμμένο να το περιμένει, αλλά δεν έφτασε ποτέ σ’ αυτόν, τι υπάρχει άλλο που ξεχνώ, 8:30 μ.μ. τώρα Ιούλιος ’65, Σεπτέμβριος ’22, πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες, κι ήτανε πριν ο Καρυωτάκης πάει στην Πρέβεζα, πριν ο μολυβένιος μου στρατιώτης κουτσός πέσει στη μάχη, πριν ο Βασιλιάς εμφανιστεί χωρίς ρούχα, και το πλήθος να σπάει τα παραθύρια, πριν την Πολιτιστική επανάσταση στην Κίνα, πριν το λιμό στο Κίεβο, στη Μόσχα του ’21, όταν χάθηκε ο Μπλοκ των 12, πριν κρεμαστεί η Τσβετάγιεβα, αφήνοντας τον Μουρ στην καλοσύνη των ξένων, πριν ο Πάστερνακ γράψει τον Ζιβάγκο, όχι δεν είναι ρούχο για το πάνω μέρος του σώματος, άνθρωπος είναι στο μυαλό του, κι ενώ τα τραμ βαδίζαν προς τα τέρματα κατάμεστα, κάποιος ξήλωσε τις ράγες, φύτεψε πολυώροφα κτίρια κι έφυγε νύκτωρ για τα Παρίσια, γιατί ποιος κυβερνούσε αν όχι αυτός, δύσκολο πόντο πόντο να σε φτάσω , κι ήτανε πριν ο Ιωάννης ο βίαιος σκοτώσει στην οδό με τ’ όνομα του Γεωργίου Β’, του βασιλέως βεβαίως, εκείνη την άτυχη γυναίκα στις 4 το πρωί την πιο βαθιά σκοτεινή ώρα της νύχτας, κι ήθελε ακόμα πολύ φως να ξημερώσει στη Βασιλίσσης Σοφίας, μηδέποτε σοφής αν μ’ εννοείς, κι η Πηνελόπη περιμένει ακόμα τον Ίωνα μέσα στου Βάλτου τα μυστικά, ψέματα λες και λέγοντάς τα φτάνεις από την πίσω πόρτα την αλήθεια καθισμένος 18 ώρες στον καναπέ στο πιο βαθύ σημείο του, έχει βουλιάξει θα σε καταπιεί, θα σε σαρώσουν απ’ το πάτωμα μ’ ένα σάρωθρο και δε θα μείνει ούτε λεκές, κι ο Κάφκα δεν είχε πάει ακόμα στη Βιέννη με τη Ντόρα, ποιος ο Μερσώ, ο Μπερανζέ κι ο βασιλιάς πεθαίνει ακούς; δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα και τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα μας εκδικούνται συνασπισμένα, Γκραγκάντα, ακούς Γραγκάντα, κι ήτανε τότε αλλά εγώ φεύγω τώρα μη με διαβάζετε δεν έχω άλλο στήθος… ή εγώ φεύγω Εσείς να δούμε τώρα: Κύπρος, κι άλλη μια Λωζάνη, κι άλλη Σμύρνη, Βουρλά, τόσος κόσμος σφαγμένος, μια λέξη ακόμα Κωνσταντινούπολη, κι ο εκχριστιανισμός στην Ευρώπη, την ώρα που ο Αριστοφάνης ο πρώτος κριτικός σπέρνει το πρώτο μη εφήμερο σπέρμα, Κωμωδία, το κείμενο μπορεί να συνεχιστεί ερήμην μου, όντας ατελεύτητο, ασυμπλήρωτο, ασαφές, διφορούμενο, ακατανόητο επειδή κι εγώ δεν μπορώ να κατανοήσω, αρνούμαι να καταλάβω το χειροκρότημα και τα συνθήματα που ακούγονται στους τίτλους τέλους…