Ελβίρα Σίλβα G. (1891)- José Asunción Silva

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΙΣΠΑΝΙΚΑ: ΒΙΒΙΑΝ ΠΕΛΕΤΛΗ

Νεκρολογικό σημείωμα του συγγραφέα με αφορμή το θάνατο της αδερφής του Ελβίρας, δημοσιευμένο στο El Telegrama, Mπογκοτά, Ιανουάριος 1891.

https://www.cervantesvirtual.com/obra-visor/cuentos-y-prosas-breves/html/  (ισπανικό κείμενο)

                Ο καιρός πέρασε. Προσκυνητής που κατευθύνεται στην αιωνιότητα, ποτέ δεν σταματάει την πορεία του. Έφτασε για το κορίτσι η ηλικία που η συστολή γίνεται αυγή στα μάγουλα και που το συναίσθημα φωνάζει στην καρδιά. Όπως το λουλούδι που με τη γέννηση της άνοιξης ανοίγει τα σατέν πέταλά του στα χάδια του ζαφειριού, έτσι όμορφη είναι η Ελβίρα. Δεν έχει εκείνη την ομορφιά που προκαλεί ίλιγγο στις αισθήσεις, αλλά εκείνη που κάνει αυτόν που την κοιτάει να σηκώνει τα μάτια στον ουρανό για να ψάξει την αρμονία του γαλάζιου και το λαούτο του υπέροχου αιθέρα που έχει φτιάξει τη νότα που ακούγεται, το αστέρι που έχει ενσαρκωθεί στη μορφή που θαυμάζεται.

                Όλοι όσοι ονειρεύονται και καλλιεργούν έναν κόσμο ψευδαισθήσεων στο χρώμα των τριαντάφυλλων την κοιτούν, κι έπειτα κατεβάζουν το βλέμμα σαν σπασμένη βελανιδιά. Είναι ότι πλέον δεν έχουν αποστολή στον κόσμο, είναι ότι πλέον πρέπει να αποχαιρετήσουν τα όμορφα όνειρα που επιπλέουν στο μυαλό τους, αόριστοι κι αναποφάσιστοι όπως η ομίχλη πάνω στην επιφάνεια μιας λίμνης, είναι ότι βλέπουν σε αυτήν τα ιδανικά τους πραγματοποιημένα και, πραγματοποιημένο αυτό, ω! η ζωή είναι ένα φορτίο για εσάς που έχετε χλωμό πρόσωπο και θλιμμένο βλέμμα.

                Αυτή περνάει κι από εκεί που περνάει αφήνει το φέγγος της ομορφιάς της όπως ο ήλιος αφήνει τη λάμψη του. Η ζωή της είναι σαν ύμνος, γιατί ναι το σώμα της είναι όμορφο, η ψυχή της τέλεια, και από αυτή την αρμονική ένωση γεννιέται η χαρά του σπιτιού της, η παρηγοριά των φτωχών και η ελπίδα αυτών που υποφέρουν. Κάθε μία πράξη της σκουπίζει ένα δάκρυ ή διαλύει μία λύπη. Ο άγγελος την αποκαλούν οι φτωχοί, Ελβίρα την αποκαλεί η μητέρα της γεμίζοντάς την με φιλιά, και ο πατέρας της… Α! ο πατέρας της την αποχαιρέτησε υπερβολικά νωρίς, αλλά όταν αποχαιρετίστηκαν δώσανε ένα ραντεβού.

                Ο ουρανός είναι υπέροχος, η φύση χαμογελαστή.

                Μέσα από πένθιμα παραθυρόφυλλα διεισδύουν οι ακτίνες του ήλιου και ξεχωρίζουν πάνω στο λυπηρό και σκιερό φόντο του δωματίου τα περιγράμματα ενός φέρετρου. Τα κεριά σπινθηροβολούν και κλαίνε. Φαίνεται πως η σιωπή θα είχε πάρει θέση σ’ αυτό το δωμάτιο. Από καιρό σε καιρό η ηχώ φέρνει στα φτερά της κάτι σαν διαμαρτυρία, σαν μια κραυγή απόγνωσης και αγωνίας: Ελβίρα μου! Κόρη μου! Με εγκαταλείπεις!

                Α! είναι πια ότι έχει περάσει η διορία του ραντεβού που της έδωσε ο πατέρας της κι έχει πετάξει μαζί του. Προς τα πού; Στον ουρανό , πατρίδα και των δύο.

                Φτωχή μητέρα! Δίκαιο είναι να κλαις, τα δάκρυά σου ν’ αγκαλιάζουν τα κρύα μάγουλα της κόρης σου, ώστε η καρδιά σου ν’ αποφορτίζεται και να μην εκρήγνυται, άφησε όμως να μπει στην ψυχή σου μια αχτίδα παρηγοριάς! Εκείνη σε συντρόφευσε αρκετό καιρό. Θυμάσαι τις φορές που καθόταν μόνη και σκεπτική κοιτώντας τον ουρανό; Ήταν ότι ένιωθε τη νοσταλγία της απούσας πατρίδας. Δεν θυμάσαι ακόμα που ύστερα από πολλούς διαλόγους με το άπειρο, έτρεχε στην αγκαλιά σου, σε χάιδευε, γέμιζε με φιλιά το μέτωπό σου και κρατούσε το κεφάλι σου στο παρθένο στήθος της; Ήταν ότι δεν ήθελε να σ’ εγκαταλείψει, ήταν ότι σ’ αγαπούσε!

                Αλλά η απουσία της από τον ουρανό γινόταν πολύ μεγάλη, τα’ αδέρφια της δεν μπορούσαν πια να συμβιβαστούν με το να είναι τόσο μακριά. Όταν πια η αναπνοή της έγινε αργή, όταν τα μάτια της σε κοίταξαν για τελευταία φορά, δεν ένιωσες ότι την άρπαξαν από την αγκαλιά σου;

Ναι! Αυτοί ήταν, τ’ αδέρφια της, αυτοί που άρπαξαν την Ελβίρα σου!