Γαλάζιο (1888)- Rubén Darío (1867-1916) Το βέλο της βασίλισσας Μαμπ

Μετάφραση από ισπανικά: Βίβιαν Πελετλή

Η βασίλισσα Μαμπ, στην άμαξά της φτιαγμένη από ένα μοναδικό μαργαριτάρι, που
την τραβούσαν τέσσερα σκαθάρια με χρυσούς θώρακες και φτερά με πολύτιμους λίθους,
καθώς βάδιζε σε μια αχτίδα φωτός, γλίστρησε από το παράθυρο μιας σοφίτας όπου
βρισκόντουσαν τέσσερις άνδρες αδύνατοι, μουσάτοι και αυθάδεις, που θρηνούσαν σαν
δυστυχισμένοι.
Εκείνο τον καιρό, οι νεράιδες είχαν μοιράσει τα δώρα τους στους θνητούς. Σε
κάποιους είχαν δώσει τα μυστηριώδη ραβδιά που γεμίζουν χρυσό τα βαριά σεντούκια του
εμπορίου; σε άλλους θαυματουργά στάχυα που όταν τα σκόρπιζαν γέμιζαν τ’ αμπάρια με
πλούτη; σε άλλους κάτι κρύσταλλα που τους έκαναν να βλέπουν στα σωθικά της μητέρας
γης χρυσάφι και πολύτιμους λίθους; σε άλλους πλούσια κόμη και μύες σαν του Γολιάθ, και
τεράστια εργαλεία για να συνθλίβουν το πυρακτωμένο σίδερο; και σε άλλους δυνατές
φτέρνες και ευκίνητα πόδια για να πηδούν πάνω στα γρήγορα άλογα που καταπίνουν τον
άνεμο και που ανεμίζουν τη χαίτη τους στο δρόμο.
Οι τέσσερις άνδρες παραπονιόντουσαν, στον έναν έτυχε ένα λατομείο, στον άλλο η
ίριδα, στον άλλο ο ρυθμός, στον άλλο ο γαλάζιος ουρανός.
Η βασίλισσα Μαμπ άκουσε τα λόγια τους. Έλεγε ο πρώτος: -Ωραία! Να’ μαι λοιπόν
εδώ στον μεγάλο αγώνα των μαρμάρινων ονείρων μου! Απέσπασα το κομμάτι του βράχου
κι έχω τη σμίλη. Όλοι έχετε ο ένας τον άλλο, άλλοι την αρμονία, άλλοι το φως; εγώ
σκέφτομαι τη λευκή και θεϊκή Αφροδίτη, που δείχνει τη γύμνια της κάτω από το
χρωματιστό ουράνιο θόλο. Εγώ θέλω να δώσω στην άμορφη ύλη τη γραμμή και την
υπέροχη πλαστικότητα; για να κυκλοφορήσει στις φλέβες του αγάλματος το άχρωμο αίμα
όπως αυτό των θεών. Εγώ έχω το ελληνικό πνεύμα στο μυαλό μου, και αγαπώ τα γυμνά
που η νύμφη τρέχει μακριά και ο φαύνος απλώνει τα χέρια του. Ω! Φειδία! Είσαι για μένα
μεγαλοπρεπής και σεβάσμιος σαν ημίθεος, στον περίβολο της αιώνιας ομορφιάς, βασιλιάς
ενός στρατού ομορφιάς που στα μάτια σου αντανακλάται ο υπέροχος χιτώνας δείχνοντας
το μεγαλείο της μορφής στα σώματά τους από τριαντάφυλλα και χιόνι.

Εσύ χτυπάς, πληγώνεις και δαμάζεις το μάρμαρο, και ακούγεται το χτύπημα
αρμονικό όπως ο στίχος, και σε κολακεύει ο τζίτζικας εραστής του ήλιου που κρύβεται μέσα
στα αμπελόφυλλα του παρθένου αμπελιού. Για σένα είναι ο ξανθός και φωτεινός
Απόλλωνας, και η μεγάλη και σοβαρή Αθηνά. Εσύ, σαν μάγος, μετατρέπεις το βράχο σε
ομοίωμα και το ελεφαντόδοντο σε γιορτινό κύπελλο. Και όταν βλέπω το μεγαλείο σου
νιώθω το μαρτύριο της μικρότητάς μου. Γιατί πέρασαν οι δοξασμένοι καιροί. Γιατί τρέμω τα
βλέμματα του σήμερα. Γιατί συλλογίζομαι το απέραντο ιδανικό και τις εξαντλητικές
προσπάθειες. Γιατί καθώς σμιλεύω το μάρμαρο με κυριεύει η απελπισία.
Και έλεγε ο άλλος:
-Σήμερα θα σπάσω τα πινέλα μου. Τι να την κάνω την ίριδα κι αυτή τη μεγάλη
παλέτα του ανθισμένου χωραφιού, αν στο τέλος του πίνακά μου αυτός δεν θα γίνει δεκτός
στο σαλόνι; Έχω γυρίσει όλες τις σχολές, όλες τις καλλιτεχνικές εμπνεύσεις. Έχω
ζωγραφίσει το πρόσωπο της Άρτεμης και το πρόσωπο της Παρθένου Μαρίας. Ζήτησα από
την ύπαιθρο τα χρώματά της, τους τόνους της; κολάκεψα το φως σαν μια ερωμένη και το
αγκάλιασα σαν μια αγαπημένη. Λάτρεψα το γυμνό, με το μεγαλείο του, τους τόνους της
σάρκας και τις φευγαλέες του αποχρώσεις. Έχω σχεδιάσει στους καμβάδες μου τα
φωτοστέφανα των αγίων και τα φτερά των αγγέλων. Ω, μα πάντα η τρομερή απογοήτευση!
Το μέλλον. Να πουλήσω μια Κλεοπάτρα δύο πεσέτες για να γευματίσω; κι εγώ που θα
μπορούσα, στο ρίγος της έμπνευσής μου, να σχεδιάσω το μεγάλο πίνακα που έχω εδώ
μέσα!
Και έλεγε ο άλλος:
-Χαμένη η ψυχή μου στις μεγάλες ψευδαισθήσεις των συμφωνιών μου. Εγώ ακούω
όλες τις αρμονίες, από τη λύρα του Τερπάνδρου μέχρι τις ορχηστρικές φαντασίες του
Βάγκνερ. Τα ιδανικά μου λάμπουν μέσα στο θράσος της έμπνευσής μου. Έχω την αντίληψη
του φιλοσόφου που άκουσε τη μουσική των άστρων. Όλοι οι θόρυβοι μπορούν να
αιχμαλωτιστούν, όλοι οι ήχοι είναι επιρρεπείς στους συνδυασμούς. Όλα ταιριάζουν στη
γραμμή της χρωματικής μου ζυγαριάς.
Το ζωηρό φως είναι ύμνος, η μελωδία του δάσους βρίσκει έναν απόηχο στην
καρδιά μου. Από το θόρυβο της καταιγίδας μέχρι το κελάηδισμα του πουλιού, όλα
μπερδεύονται και συνδέονται στον άπειρο ρυθμό.
Εντωμεταξύ, δεν βλέπω παρά το χλευασμό του πλήθους, και το κελί του
τρελοκομείου.

Και ο τελευταίος:
-Όλοι πίνουμε από το καθαρό νερό της πηγής της Ιωνίας. Αλλά το ιδανικό κυματίζει
στο γαλάζιο; Και για να απολαύσουν τα πνεύματα το υπέρτατο φως είναι απαραίτητο να
ανυψωθούν. Εγώ έχω το στίχο που είναι από μέλι, και αυτόν που είναι από χρυσό, κι αυτόν
που είναι από καυτό σίδερο. Eγώ είμαι ο αμφορέας του ουράνιου αρώματος: έχω την
αγάπη. Περιστέρι, αστέρι, φωλιά, κρίνος, εσείς γνωρίζετε την κατοικία μου. Για τις
αμέτρητες πτήσεις μου έχω φτερά αετού που σκορπίζουν με μαγικά χτυπήματα τον
τυφώνα. Και για να βρω σύμφωνα, τα ψάχνω στα δύο στόματα που ενώνονται; και
εκρήγνυται το φιλί; και γράφω τη στροφή, κι έτσι αν βλέπετε την ψυχή μου, θα
αναγνωρίσετε τη μούσα μου. Αγαπώ τις εποποιίες γιατί από αυτές πηγάζει η ηρωική πνοή
που σείει τις σημαίες που κυματίζουν στις λόγχες και τα λοφία που τρέμουν στα κράνη; τα
λυρικά τραγούδια, γιατί μιλούν για τις θεότητες και τους έρωτες; και τις εκλογές, γιατί
μυρίζουν λουίζα και θυμάρι και την ιερή ανάσα του στεφανωμένου με τριαντάφυλλα
βοδιού. Θα έγραφα κάτι αθάνατο αλλά με κατακλύζει ένα μέλλον μιζέριας και πείνας.
Τότε η βασίλισσα Μαμπ, από το βάθος της άμαξάς της φτιαγμένης από ένα
μοναδικό μαργαριτάρι, πήρε ένα γαλάζιο βέλο, σχεδόν ανεπαίσθητο, σαν φτιαγμένο από
αναστεναγμούς, ή από βλέμματα ξανθών και σκεπτικών αγγέλων. Κι εκείνο το βέλο ήταν το
βέλο των ονείρων, των γλυκών ονείρων, που κάνουν να βλέπεις τη ζωή με τα χρώματα των
τριαντάφυλλων. Και μ’ αυτό τύλιξε τους τέσσερις αδύνατους, μουσάτους και αυθάδεις
άνδρες. Κι αυτοί σταμάτησαν να είναι λυπημένοι γιατί στο στήθος τους φώλιασε η ελπίδα
και στο κεφάλι τους ο ευχάριστος ήλιος, με την απάτη της ματαιοδοξίας, που παρηγορεί τις
βαθιές απογοητεύσεις των φτωχών καλλιτεχνών.
Και από τότε, στις σοφίτες των φωτεινών δυστυχισμένων, όπου επιπλέει το γαλάζιο
όνειρο, σκέφτονται το μέλλον όπως την αυγή, και ακούγονται γέλια που απομακρύνουν τη
λύπη, και χορεύονται παράξενοι χοροί γύρω από ένα λευκό Απόλλωνα, ένα όμορφο τοπίο,
ένα παλιό βιολί, ένα κιτρινισμένο χειρόγραφο.

O Rubén Darío γεννήθηκε το 1867 σ’ ένα μικρό χωριό της Νικαράγουας. Υπήρξε
θεμελιωτής του ισπανόφωνου μοντερνισμού. Το έτος 1888, έτος κατά το οποίο εκδίδεται το
βιβλίο του azul, αποτελεί την επίσημη ημερομηνία γέννησης του κινήματος. Ο Darío στα
δεκατρία του χρόνια έγραφε ποίηση και ήταν γνωστός ως το παιδί-ποιητής. Στα δεκαεννιά

του μετοίκησε στη Χιλή, όπου εντρύφησε στη γαλλική λογοτεχνία. Έζησε στο Παρίσι, την
Ισπανία και το Μπουένος Άιρες. Πέθανε το 1916 από ασθένεια στην πατρίδα του.