Τριαντάφυλλα στην άμμο

 

Σίγησε η φύση για χάρη της κυρίας ολίγον ευτραφούς με μια ομορφιά που δεν την έβλεπες πια αλλά τη φανταζόσουν αφού ανάγονταν σε αρχαίες εποχές.

Το σπυρί άνοιξε σαν να κεντήθηκε από μια βελόνα και το πύον χύθηκε στο πάτωμα που η ρύση του ήταν τέτοια, ξέρετε τώρα, πρώτα το άλφα και μετά όλα τα άλλα αρχινισμένα απ' την αρχή, αχ! αχ! τι να πεις για όσους έμειναν μονάχα στην αρχή μ' ένα σπυρί ανοιχτό με μια πληγή στα στήθη, μ' ένα φόρεμα κοντό ή μακρύ με περίεργα άνθη σαν ανθοδέσμη του βυθού σαν ασφοδίλι που θυμίζει επέκεινα, σαν τριαντάφυλλο της άμμου ή σαν το τετράφυλλο τριφύλλι του λυτού ποιητή Ελύτη κι ύστερα τα πόδια της την πήγανε στον κήπο, όπου έκανε τη γνωριμία που της άλλαξε τη μοίρα της και έκτοτε η χήρα του φαρμακοποιού Γαβριήλ μετεβλήθη σε σκύλα ευμεγέθη, μαύρη και τρομακτική που εγαύγιζε τα άνθη, τον ανθό τους, τη χλωροφύλλη τους, την ύστατη μητέρα  φύση που φυσούσε και ανάδευε το κέντημα μιας αρχαίας λαλιάς που νόμιζε πως ήταν η Πηνελόπη, η Αγαύη, η Εκάβη, οι Βακχίδες, ο ξέστρωτος λειμώνας, ο αυχμηρός τόπος του εκεί που κάθονταν κουκουβισμένος,  απαυδισμένος πια απ' τους σταθμούς του ταξιδιού που μόνο ο οίστρος του Ομήρου του επέβαλε, που μόνο η Κίρκη μπόρεσε να τον μαγέψει και αυτός με το μαχαίρι του έβγαλε το μάτι το μοναδικό του Κύκλωπα και μουρμούρισε στ' αυτί του, Ο ΚΑΝΕΝΑΣ, κάπως σαν τη Μήδεια και τα δυο παιδιά της που σφιχταγκάλιασε πριν τα μακελέψει και ο δρόμος προς τη Δαμασκό εμπόδια γεμάτος και άκανθες και νύμφες, αλλά κυρίως εκείνες οι εντελώς σιωπηλές σειρήνες  που ανοιγόκλειναν τα στόματά τους άηχα, πλατάγιζαν τη γλώσσα  παράγοντας ήχους που μπορεί και να 'λεγαν, ο σώζων εαυτόν σωθήτω. Όχι ούτε η μοίρα τον οδήγησε ούτε η πέτρα της υπομονής έγινε προσκεφάλι του ούτε ο ασβέστης που ήταν σπαρμένος σ' ολόκληρη τη διαδρομή της Αττικής οδού, ο κατεργάρης Νέστορας και ο πλανημένος Νίκος εκέρδισε πέφτοντας πρώτος πάνω στο φώτο φίνις.