Κασσίτερος

Καμιά φορά κι οι εξηγήσεις που ανάβουν τη νυχτερινή λάμπα δημιουργούν παράξενες σκέψεις που γκρεμίζονται από μικρό ύψος, αλλά μένουν ακίνητες εκεί που έπεσαν.

Ολοκάθαρα τις βλέπει,ς τις βλέπεις στον καθρέφτη του μπάνιου, στο πάτωμα της κρεβατοκάμαρας, στα χλωμά φώτα του διαδρόμου, στα μυγοφτυσμένα φανάρια των οδών, των κάθετων και των παράλληλων.

Ολοκάθαρα ανάβουν σαν ολογράμματα πίσω απ’ το τραπέζι με την φρουτιέρα  και τα αρχαιόθεμα βιβλία πίσω του να κάθονται κορδωμένα και περήφανα.

Εκεί η αραχνοΰφαντη γυναίκα με χέρια αλλά χωρίς πόδια. Παρόλα αυτά στέκει στο ύψος της, Η έλλειψη των άκρων τη βάζει στον πειρασμό να γίνει άγαλμα. Κρατώ στα χέρια ένα κεφάλι πιο βαρύ, πιο αλύγιστο από το πραγματικό. Μια παραίσθηση μια φορά, σαν ζαχαρένιο παραμύθι που πικράθηκε όταν ο γέρος πίσω από το παραβάν ξεψύχησε.

Όταν η μέρα πλήθαινε  η νύχτα υφίστατο τρομερή αφαίμαξη κι από κόκκινη έγινε γκρι κι ύστερα μαύρη και το σώμα οριζοντιώθηκε στο ντιβάνι της υπομονής του.

Σαν να ήταν η 1002η ή η 1003η νύχτα που η Χαλιμά, πρώτη της φορά αφηρημένη, ξέχασε ν’ αφηγηθεί.