Γενέθλιες τρεις

Πολλά χρόνια, όχι και πάρα πολλά. με μια απόχη στη θέση της ομπρελοθήκης. Αναπάντεχο. Τρία σε μια αύξουσα σειρά. Φθίνοντος του αιώνος του απατεώνος. Τι τα θες όμως; Οδηγούσα όταν συνέβη, όχι πολύ γρήγορα ωστόσο το σπέρμα ποσότητος μεγάλης και ποιότητος αρίστης. Μα τι λέω τώρα θα λέτε κι όμως κατω από γαλανό νέφος ασκήσεις γεννήσεων, λοιπόν… τα’ ομολογώ μ’ ένα τρόπο σ’ ένα σταθμό του μετρό την είδα την Έδα, ε δα δεν ήταν κι τόσο δύσκολο να την αναγνωρίσω… μα ήμουν σίγουρος πως ήμουν υπερβολικά καχύποπτος γιατί τότε θάπρεπε να φάω μισή λέξη τριών συλλαβών και τριών τετάρτων όπως της είπα εκεινής θα έκανα μια προσπάθεια να την πλησιάσω της είπα μην …όχι, ναι μα φυσικά έξω από το κομμωτήριον  το «Ειρηνικό ψαλίδι» με μια φαλτσέτα την κυνηγούσε ή μήπως ήταν μαρκαδόρος από κείνους που κουδουνίζουν; Άναβε φωτιές η Έψιλον, η Μίλενα - όχι του Κάφκα – μια κουρούνα που γουργούρισε χωρίς ν΄ αφήσει ίχνη στο χιόνι, ένα αυτί που κόπηκε χωρίς να μειώσει διόλου την ακοή, μια κόρη που περίμενε υπομονετικά να βγει στον αφρό των ημερών στην οδό εκείνης της Αγίας που πετά στον ουρανό κι έχει το βαφτιστικό όνομα μιας μέρας της εβδομάδας. Σώνει και ντε τώρα δηλαδή να γεννηθεί όχι Μεγάλη- ευτυχώς, αλλά Αγία γεννηθείσα εις Πύργο - όχι της Ηλείας - αλλά πρίγκιπος μικρογράμματου σε όχι και πολύ δύσκολους καιρούς τότες -που λες κι εσύ, προσθέτοντας ένα μάλλον περιττό τελικό σίγμα, μια ομπρέλα κλειστή να την ακούσεις να κάνει κλικ-ακούς;- ε, λοιπόν μετά δυσκόλεψαν καιροί, ολόπλευροι ολολυγμοί, ωδίνες - τοκετός εννέα τετάρτου χίλια εννιακόσια ογδόντα τέσσερα ο τίτλος της αντισταλινικής προφητείας του Μπλαιρ, του συγγράψαντος σ’ έναν, αργότερα, μέσα σε πολυτελή κότερα: πρώτη. Ύστερα η υστερίες, τώρα καταργημένες, και κάθε αγόρι υπεράνω κάθε περιγραφής λογοτεχνικής ή άλλης και τέλος ο Βενιαμίν ο τελευταίος έβδομος στη σειρά μετά τον πέμπτο και πριν την ενάτη –όχι του Μπετόβεν… επτά πέμπτου χίλια εννιακόσια ενενήντα, δυο μικρά ίχνη στην άμμο και μια μελωδία  από ηχηρό κλειδοκύμβαλο σιωπής, δραπετεύσασα κι ο τελευταίος αλλά όχι έσχατος, ο ερχόμενος ωστόσο επτά εβδόμου χίλια εννιακόσια ενενήντα και  ύψους ένα και ενενήντα δύο εκατοστών: Χριστόφορος- άσος στο τιμόνι- Βεατρίκη-όχι του Δάντη ούτε του Αρταφέρνη ασφαλώς με πλεξούδα σφιχτοπλεγμένη να κρέμεται ως το πάτωμα της ξυπόλητης γραφής, μεγαλογράμματης πάντα, και ευεπίφορης σε παρανοήσεις και πλούσιες κι ευρηματικές πλεύσεις.