Το ρολογάκι

Καθυστέρησα να σηκωθώ. Είχε φτάσει μεσημέρι. Ένα αμφίθυμο μεσημέρι που έμοιαζε πολύ με τη διάθεσή μου. Πάντα ήμουνα αμφίθυμος όταν άνοιγα τα μάτια μου στο φως που είχε ήδη αρχίσει να δυναμώνει. Καμιά φορά όμως ακόμα και το προχωρημένο μεσημέρι ήταν μουντό, θαμπό και το φως του γαλακτώδες. Αυτό μου δημιουργούσε μια αίσθηση τεμπελιάς. Το μυαλό μου βρισκόταν σε σύγχυση, η φαντασία μου κοιμόταν πάνω στο μαξιλάρι μου, αντί για μένα. Τι άλλο; Τα πόδια μουμούτε σε αργή κίνηση δεν έλεγαν να κατέβουν απ' το κρεβάτι.

Κι άξαφνα το μυαλό μου φωτίστηκε. Μια αχτίδα αχαμνή ήταν αυτή που έπεσε εκεί, δίπλα στη φρουτιέρα με τα μωβ μήλα. Κοίταξα το ρολόι στο τοίχο αλλά το βλέμμα μου είχε εγκλωβιστεί σε κείνο το αντικείμενο που δεν το διέκρινα ακόμη καλά, αλλά η φαντασία μου είχε προλάβει να το συλλάβει. Ένα γυναικείο ρολογάκι. Λεπτό όπως ο καρπός της. Με λευκό δερμάτινο λουράκι. Με φωλίδες σαν να ήταν δέρμα από φίδι. Που μπορεί να ήταν.

Η Έρση. Αυτηνής ήταν το ρολογάκι. Το είχε βγάλει και το είχε αφήσει δίπλα στη φρουτιέρα που ήταν ογκώδης σε σχέση με κείνο και το ηλεκτρικό φως δημιουργούσε μία σκιά που το εξαφάνιζε. Γι' αυτό το είχε ξεχάσει. Ήταν χαρούμενη και γεμάτη από μια νύχτα έρωτα που είχε περάσει μαζί μου. Ο έρωτας της είχε πάρει τα μυαλά. Το μόνο που δεν την ενδιέφερε καθόλου ήταν πόση ώρα είχε περάσει. Έπρεπε όμως να φύγει πριν ξυπνήσει ο άντρας της. Θυμήθηκα γιατί είχε βγάλει το ρολόι. Γιατί η μικρή αγκράφα του γρατζούνισε το στήθος μου καθώς το χάιδευε αλλά αντί να βγάλω εγώ μια φωνή έβγαλε εκείνη, σαν να ήταν εκείνη που πόνεσε.

Τώρα κατάλαβα γιατί ήμουν τόσο νωθρός, γιατί δεν είχα καμία διάθεση να σηκωθώ, γιατί σκεφτόμουν ένα σωρό δικαιολογίες για να μη το κάνω, ενώ ήταν μεσημέρι και είχα τόσες δουλειές. Αναλογιζόμουν και ανέλυα, αναστοχαζόμουν, νοσταλγούσα την προηγούμενη νύχτα, που δεν ήταν ορφανή όπως άλλες, αλλά γλυκιά και σκανταλιάρικη όπως η Έρση.

Που δε μπορούσα βέβαια να την πω δικιά μου, γιατί δεν ήταν μόνο αυτό, γιατί τη μοιραζόμουν με τον νόμιμο σύζυγό της εδώ και πολύ καιρό. Και φαίνεται πως αυτός το υποψιαζόταν, αν δε το ήξερε κιόλας. Γιατί σίγουρα ένας σύζυγος πάντα μυρίζεται την απιστία της γυναίκας του. Αν και όχι εγκαίρως. Λένε μάλιστα πως ο σύζυγος - ειδικά αυτός - το μαθαίνει τελευταίος. Αλλά ο Μηνάς φίλος και συνάδελφος στη Τράπεζα δεν ήταν τόσο κοιμισμένος ούτε τόσο αδιάφορος. Η Έρση έπληττε όπως πλήττουν πολλές σύζυγοι όταν ο γάμος έχει μεταμορφώσει τη σχέση σε μια καθημερινή κανονικότητα, σ' ένα αδιαφόρετο τίποτα. Σ' ένα κενό που το νιώθουν κι οι δύο, το αντιλαμβάνονται χωρίς όμως να θέλουν να το παραδεχτούν. Το αποφεύγουν. Και υποκρίνονται συνεχίζοντας να παίζουν τους ρόλους τους. Δύο ηθοποιοί βαριεστημένοι χωρίς την αίγλη της σκηνής, χωρίς το βλέμμα του κοινού που θα χειροκροτήσει όταν πέσει η αυλαία. Αυλαία όμως στο γάμο του Μηνά και της Έρσης δεν υπήρξε, ή μάλλον θα αργούσε να πέσει. Κι ως τότε τα δικά μου βράδια μαζί της θα ήταν έξοχα σαν το χθεσινό.