εγώ είμαι, είπα

Εγώ είμαι, είπα. Το 'χεις ξεχάσει. Θαρρώ πως πάντα το ξέχναγες. Παλιότερα πριν φύγεις και πριν εγώ το καταλάβω ήσουν σίγουρος πως δεν καταλάβαινα. Ήσουνα σίγουρος πως η γοητεία σου θα διαρκούσε πάντα. Ήταν σαν να με είχε φυλακίσει όχι σε κάποιο κλειδωμένο δωμάτιο αλλά στο μυαλό σου. Ήταν σαν να είχες ανοίξει το σώμα σου όπως ανοίγουν το στήθος για να επισκευάσουν την καρδιά σου και με είχες βάλει μέσα. Αλλά όχι μαζί της για να μη βλέπω ό,τι ένιωθε για να μην ακούω τα συχνά σκιρτηματά της... αλλά δεν μπορούσες ποτέ να καταλάβεις πώς ένιωθα και τον παραμικρό θόρυβο που έφτανε στ' αυτιά μου. Ένα πουλί που κελαηδούσε σιγανά χωμένο στα χαμόκλαδα, το μουρμούρισμα του νερού όταν το κατάπινε η ρουφήχτρα της αποχέτευσης. Ξέρεις πώς κάνει το νερό; τραγουδάει. Όπως σου τραγουδούσα όταν ήθελα να σηκώσεις τα μάτια σου και να με κλείσεις μέσα τους χωρίς να τ' σφαλίσεις. Και τώρα τραγουδάω. Στους άδειους τοίχους. Ξέρεις ότι έχουν αδειάσει τα όνειρά μου; από την παρουσία σου. Πάντα νόμιζες ότι δεν το λέω καλά. Πάντα νόμιζες ... Μόνο που ποτέ δεν ήξερες, ποτέ δεν ένιωθες, ποτέ δεν ήσουνα εκεί στ' αλήθεια ή στα ψέματα. Και τώρα δε ξέρω αν όλα αυτά είναι αλήθεια ή ψέματα. Μας έχουν πει τόσα που έχω χάσει το λογαριασμό. Μας είπαν να κλειστούμε μέσα και να κλειδώσουμε. Ν' αφήσουμε τα σώματά μας να μαραζώσουν στο σκοτάδι. Ξέρεις πώς είναι το σκοτάδι στο νου; Ξέρεις πώς είναι να είσαι σκοτισμένος στα σκοτεινά; Όπως όταν σηκώνεσαι απ' το κρεβάτι και το δωμάτιο κολυμπάει στη νύχτα και θέλεις να πας στο ψυγείο έχεις ξεχάσει πως είναι το ψυγείο, έχει ξεχάσει το πρόσωπο του ψυγείου γιατί πάντα είναι νύχτα όταν κατευθύνεσαι σ' αυτό. Σκοτεινά. Είναι σκοτεινά αλλά αυτό είναι άσπρο και φωτίζει το σημείο που βρίσκεται. Είναι σαν να σου λέει: -Εδώ είμαι! Έπειτα αν στήσεις αυτί θ' ακούσεις το κελάρυσμα του νερού στα σωληνάκια. Ξέρεις τι μου θυμίζει; Τότε που ψάρευες στη λίμνη, στα γλυκά νερά που δεν κάνουν ποτέ τον ίδιο θόρυβο με τα αλμυρά. Όταν κάτι, το δόλωμα ας πούμε, πέφτει μέσα τους. Πλαφ! Ακούς; Είναι διαφορετικό. Έχει γλυκό ήχο… στη λίμνη- σχεδόν ξελιγωτικό. Σαν να 'χεις βάλει μια κουταλιά ζάχαρη στο στόμα σου και να την αφήνεις εκεί να λιώσει χωρίς να την καταπίνεις. Το βλέμμα σου στο δικό μου. Πάντα έτσι, πάντα αλλιώς, ποτέ εντελώς. Χασκογέλαγες όταν σου έλεγα γλυκόλογα. Ήμουν λίμνη και ήσουν θάλασσα, Ήμουν ρυάκι και ήσουν το αυλάκι που μου επέτρεπε να τρέχω μέσα του. Είδες τι λέω; Συναισθησία εγώ, Αναισθησία εσύ! Ποιά είμαι όταν ξυπνώ τη νύχτα πριν δω το πάτο του πηγαδιού όπου όλα είναι λευκά λευκά, λευκασμένα, τόσο λευκό δεν είχα δει ποτέ μου. Ούτε τον πάτο του πηγαδιού πρόλαβα να δω. Όχι! τον είδα. Πάντα σ' άρεσε να με κόβεις όταν σου διηγιόμουν ένα όνειρο που δεν ήσουν μέσα, μια κατάσταση στην οποία δεν συμμετείχες, μια ώρα που δεν ήσουν εκεί. Ήσουν ποτέ εκεί; Τώρα είσαι παντού. Πουθενά. Τώρα δεν υπάρχει τίποτα και υπάρχουν όλα. Υπάρχω εγώ, υπάρχω; Σκέφτομαι. Θυμάμαι. Κλαίω. Γελάω. Ονειρεύομαι. Μας είπαν να κλειστούμε στα σπίτια και να κάτσουμε στα σκοτεινά. Δεν θα υπήρχε ποτέ πια φως. Ο θεός λέει... Πιστεύεις; πως θα διόρθωνε τη δημιουργία του. Είχε κάνει κάποιο λάθος την έκτη μέρα της δημιουργίας και του πήρε έτη φωτός για να το ανακαλύψει. Ο θεός σκέφτεται όπως τ' άστρα, δε βγαίνει στο φεγγαρόφωτο! Ο θεός είναι νύχτα. Εσύ ήσουν πρωί! Μεσημέρι! Απόγευμα! Ύπνος! Όνειρο! Κύμα! Αέρας! Βροχή! Στοιχείο της φύσης, στοιχειό της σκέψης, κεφάλι, σώμα, υπογάστριο, χέρια που μ' αγκαλιάζουν, ακροδάχτυλα που με χαιδεύουν, εσύ είσαι αυτός. Αυτός που έφυγε. Αυτός που ήταν. Και δεν θα γίνεις ποτέ ο ερχόμενος. Άναψε το φως. Άναψε το φως σου λέω! Δεν υπάρχει φως; Δεν είσαι στο φως; Είσαι άσπρος σαν το ψυγείο που γυαλίζει στο σκοτάδι. Δε μου δίνεις σημασία. Είσαι μακριά ή κοντά; Είσαι αλήθεια ή ψέμα; Είσαι δικός μου ή ... Ήσουν ποτέ; Ήσουν κάποτε. Όλα τα φτιάχνει ο χρόνος που κυλάει στ' αυλάκια του μυαλού σου. Ποτέ δεν τον υπολόγιζες. Ποτέ δε σου αρκούσε. Ποτέ δε σου ήμουν αρκετή. Τι είπα; Τι λέω! Ούτε το θεό δε μπορώ να επικαλεστώ. Δεν είναι ο ίδιος που ήταν χθες. Κι ας είναι άχρονος. Ας ζει στο σκοτάδι. Έσβησε το φως του Κόσμου. Το Κόσμημα που φιλοτέχνησε κανείς μας δεν θα το δει. Ακούς; Κανείς. Σ' αγαπάω ακόμα; Υπάρχω γιατί σκέφτομαι. Και αυτός ο Καρτέσιος μεγάλη κουβέντα είπε. Μας κάθισε βαριά. Γιατί υπάρχει αυτό που λέμε σκέψη. Ξεδιαλύνει τα πράγματα. Και δεν κάνει το νερό νεράκι. Το παιδί παιδάκι. Την πέτρα δάκρυα. Το κορμί σου είναι σφιχτό. Όπου το πιάσω, όπου το σφίξω δε μαλακώνει. Είναι σαν να διώχνει το χέρι μου από πάνω του. Είναι σαν να απαλλάσσεται απ' το άγγιγμά μου. Αλλάζει όταν το αγγίζω. Γεμίζει εκχυμώσεις, μώλωπες. Τώρα σε είδα καθαρά. Δεν έχεις φύγει. Είσαι εδώ κλειδωμένος μαζί μου. Ξαπλωμένος στη μεριά σου με το μαξιλάρι διπλωμένο στα δυο. Όταν άνοιγα τα μάτια έβλεπα τις τέσσερις κόγχες του μαξιλαριού. Ήταν σαν τα τέσσερα πόδια του τραπεζιού, όχι του κρεβατιού. Δεν πρόκειται να μ' ακούσεις. Τ' αυτιά σου δεν ακούνε. Το στόμα σου δεν ανοιγοκλείνει. Τα μαλλιά σου δεν αγκυλώνουν. Είσαι κρύος. Στο κρύο δωμάτιο. Στη σκοτεινιά της νύχτας που μπαίνει από παντού στο σπίτι. Κλείδωσα τον κόσμο έξω και είμαι εδώ μαζί σου. Αλλά εσύ .... Δεν είναι τίποτα οριστικό. Αυτό το οριστικό θα αργήσει. Πάντως αν ο θεός είναι νύχτα, αν είναι η νύχτα, αν είναι η ίδια η νύχτα, αν έχει το πρόσωπό της, τότε είναι και αυτός μαζί μας, αλλά έχει αποστρέψει το πρόσωπό του από μας. Δεν μας ευλόγησε χώρια. Μόνο όταν είμαστε μαζί είχαμε την ευλογία του, αλλά τώρα βλέπεις αποφάσισε να διορθώσει το δημιούργημά του και άφησε τα δημιουργήματά του στο έλεος της απουσίας του. Στο πένθος του χωρισμού. Στην οδύνη. Στον πόνο. Πενθώ. Μέσα μου. Δεν νοιάζομαι για τίποτα άλλο, παρά μόνο για το χαμό σου. Τη φυγή σου. Μου ασκεί μια παράξενη εξουσία. Δεν μπορώ τώρα να σε κατηγορήσω για τίποτα. Να σου γελάσω κατάμουτρα. Να σε φτύσω. Να σου δώσω ένα χαστούκι. Να σου τραβήξω τα μαλλιά. Να σου τσιμπήσω το μάγουλο σαν να 'σουν γιος μου. Σαν να σε είχα γεννήσει εγώ. Αλλά εσύ βγήκες πριν την ώρα σου. Εφταμηνίτικος, βιαστικός. Πάντα παρέλειπες να δεις τις λεπτομέρειες, απολάμβανες όμως το ποτό σου. Έπινες σαν σφουγγάρι. Πιο πολύ, περισσότερο όμως με πείραζε που δε μ' άκουγες. Κι αν άκουγες τι λέω, σκόνταφτες πάνω σε κάθε λέξη που έλεγα σαν να ήταν πέτρες σκορπισμένες στο πάτωμα. Σκεπασμένος πάντα εκεί, στη μεριά σου. Άσπρος σαν το πανί. Με κάτι κόκκινα στην άκρη του χείλους, εκεί που έχεις αφήσει τα γένια σου. Μαύρα και άσπρα. Ψαρά. Κολυμπάμε μαζί στο βάθος εκείνου του φεγγερού πηγαδιού. Και τι δε βρήκαμε στον πάτο του. Θυμάσαι; Κοχύλια που δεν είχαμε ξαναδεί. Πέτρες χαραγμένες με μια άγνωστη αρχαϊκή γραφή σαν και εμάς. Κάποτε γνωριστήκαμε και ύστερα άγνωστοι. Ποιός ήσουν αλήθεια; Ποιός είσαι τώρα; Είσαι αυτός μέσα στο κεφάλι μου. Τώρα είσαι ότι θέλω, όποιος θέλω. Είσαι όπως θέλω. Όπως θα ήθελα να ήσουν κάποτε. Αλλά θέλω να μείνεις εκεί. Έτσι, τέλειος. Τελειωμένος. Άγνωστη χώρα, γνωστά περίχωρα, ένα δάσος, ένας λαγός, που πηδάει ανάμεσα στα πεσμένα φύλλα. Τέλειωσε πια. Γιατί η όψη σου είναι πανιασμένη, ποτέ δεν ήμουν τόσο κοντά σου, τόσο μαζί σου, ποτέ δεν σε ένιωθα τόσο δικό μου. Είσαι ένας ξένος. Είσαι ένας ξένος. Ξένος ακούς; Κι εγώ σε φιλοξενώ. Εκεί στην άκρη του κρεβατιού. Ακίνητος. Είσαι παγωμένος όπως το ψυγείο. Ό,τι περιέχει έχει σαπίσει. Ακούω, βάζω το αυτί μου στα ρουθούνια σου. Τίποτα. Αφουγκράζομαι αυτό που βγαίνει απ' το στόμα σου. Ένα ρυάκι κατακόκκινο που βάφει το σεντόνι. Τώρα είσαι δικός μου. Μόνο δικός μου. Έπρεπε να 'ρθει η ώρα... να βρω την ευκαιρία, την ορμή να σε.... Καταλαβαίνεις γλυκέ μου; Η ευκαιρία ήταν πως ο θεός βρήκε την ώρα να διορθώσει τον κόσμο. Αυτά. Ναι