Τα φύλλα της καρδιάς

Η καρδιά είναι ένας μυς στο μέγεθος της γροθιάς ενός σωματώδους άνδρα.

Αλλά είναι ένας μυς αιμάτινος. Ή μάλλον ένα μηχάνημα παλλόμενο που διακινεί αντί χαρτονομίσματα, αίμα. Δεν είναι όμως σαν τους μυς που οι άντρες έχουν στα μπράτσα τους. Αυτούς που λέμε ποντίκια. Αυτά βρίσκονται έξω από το σώμα. Ροκανίζουν όμως κάποτε ένα κουρασμένο άνδρα που κοιμάται ανάσκελα στο ντιβάνι του και που την άλλη στιγμή μπορεί να βρεθεί χωρίς πνοή. Η πνοή έχει να κάνει μόνο με τη ζωή. Το ίδιο και η καρδιά. Και οι επιθυμίες που έχεις εσύ που διαβάζεις αυτές τις γραμμές. Και που ένα τρένο απ' αυτά τα παλιά που έβγαζαν μαύρους καπνούς τρέχει ανάμεσά τους.

Ο μηχανοδηγός ταυτισμένος με τη μηχανή θαρρεί πως τίποτα αναπάντεχο δεν θα του συμβεί και βάζει το τιμόνι στον αυτόματο. Αλλά έχει άδικο. Τα τρένα εκτροχιάζονται. Οι μηχανοδηγοί πεθαίνουν απογοητευμένοι που δεν κατάφεραν να συγκρατήσουν το τρένο τους στις σιδηροτροχιές.

Οι άνθρωποι πεθαίνουν. Φεύγουν, λέμε, για να πάνε στην χοάνη απ' όπου δεν μπορούν να μας ακούσουν, δεν μπορούν να μας δουν. Δεν μπορούν να μας αγγίξουν. Μπορούν όμως να μας νιώσουν, γιατί μας ξέρουν. Γιατί έχουν ζήσει με εμάς. Έχουν ακούσει το χτύπο της καρδιάς μας που θυμίζει τον χαρακτηριστικό θόρυβο, εκείνο το ανιαρό επαναλαμβανόμενο τακ τακ τακ που δεν επιβραδύνει συνήθως αλλά επιταχύνει γιατί θέλει να βαδίσει στο χαμό του πριν σταματήσει το ρολόι του τοίχου πάνω απ' αναμμένο τζάκι που μπροστά του καθισμένοι οι ζωντανοί νιώθουν πως δεν ακούνε πια τον ήχο της παρουσίας του μηχανοδηγού. Ούτε αυτός πρόλαβε να ακούσει τον απίστευτα ταχύ χτύπο της καρδιάς του όταν συντρίφτηκε μαζί με το τρένο που οδηγούσε.

Αλλά η καρδιά είναι ένα όργανο ζωντανό και ας μη μπορείς να το αγγίξεις αλλά μπορείς να τ' ακούσεις και να το νιώσεις. Να νιώσεις στον αντίχειρά σου το σφυγμό της φλέβας που βρίσκεται στον καρπό και χύνεται σαν παραπόταμος στην καρδιά σου που ζει, επιθυμεί και ταξιδεύει με το τρένο ενώ τα ρολόγια δεν πάνε πίσω ούτε μπρος και ποτέ δεν σταματάνε. Και δεν συντρίβονται παρά μόνο σ' έναν κόσμο άηχο, όπου έχει αποδράσει η λύπη και ο στεναγμός και έχει μπει σε λειτουργία το ατελεύτητο του θανάτου. Εκεί είναι η βασιλεία του. Ξαπλώνει φορώντας τα ρούχα του βασιλιά πάνω στη χλόη, που δεν είναι πράσινη αλλά χλωμή. Ο τόπος αυτός δεν έχει ουρανό και κάτω από τη χλόη δεν υπάρχει τίποτα που να συγκρατεί τον κόσμο, τους ανθρώπους, τα πράγματα που βρίσκονται πάνω της. Παντού βασιλεύει μια κίτρινη σκόνη. Και ο Αίολος έχει χάσει τον ασκό του και δεν μπορεί να τη φυσήξει για να φύγει και να δώσει πνοή στους πεθαμένους για να τους ζωντανέψει πριν νεκρωθούν ολότελα.

Οι αρχαίοι πίστευαν πως ο πάνω και κάτω κόσμος είχαν μιαν σχέση αμφίδρομη. Έτσι πλέχτηκε στο πλεκτό της γιαγιάς ο μύθος του Ορφέα και της Ευρυδίκης.

- Πώς σε λένε;

-Ορφέα.

-Και τι θέλεις πιο πολύ απ' όλα;

- Να γυρίσει πίσω.

- Εννοείς να γυρίσει κοντά σου;

Και πήγε να τη βρεί.  Αλλά δεν έπρεπε να μπει σ' αυτή τη περιπέτεια, γιατί ζωή και θάνατος δεν είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Οι ζωντανοί δεν θα μάθουν ποτέ το μυστικό του κάτω κόσμου που κρατά τους απόντες δέσμιους. Ενώ το αντίθετο μπορεί φυσικά κάλλιστα να συμβεί αλλά είναι πια αργά. Γιατί οι πεθαμένοι πριν γίνουν νεκροί, σκουπίζουν το στόμα τους αλλά από κει δε βγαίνει τίποτα, καμιά πνοή, καθόλου αίμα και η ανάστροφη του χεριού τους είναι πελιδνή.  Και η καρδιά σιωπηλή. Ακίνητη. Χωρίς επιθυμίες. Χωρίς όνειρα. Αλλά ενώ νομίζουμε πως κάποτε τελειώνουν όλα, δηλαδή γίνονται τέλεια, τα πράγματα μας διαψεύδουν γιατί ποτέ τίποτα δεν γεννιέται τέλειο ούτε τελειώνει. Γιατί ποτέ δεν αρχίζει.