Η εξέγερση της Μούσας (1891) - José Asunción Silva (1865-1896)

[η μετάφραση από τα ισπανικά είναι της Βίβιαν Πελετλή κι όχι η συγγραφή του κειμένου]

Στο απλό και στενάχωρο δωμάτιο, κοντά στο τραπέζι που είναι καλυμμένο με γραμμένα χαρτιά, το μάγουλο ακουμπισμένο στα χέρια, το βλέμμα καρφωμένο στα λευκά φύλλα, ο ποιητής διάβαζε το βιβλίο του, το βιβλίο που δούλευε εδώ και μήνες.

      Το σκοτάδι του δωματίου φωτίστηκε από το διάφανο φως του ηλιοβασιλέματος του Μαΐου, πλανήθηκαν στον αέρα οι μυρωδιές της άνοιξης, και η Μούσα, χαμογελαστή, λευκή και χαριτωμένη, αναδύθηκε και στηρίχτηκε στο τραχύ τραπέζι, και κίνησε τα καθαρά της μάτια, που αντανακλούσαν την απεραντοσύνη των ουρανών, πάνω από τα φρεσκοτυπωμένα φύλλα του ανοιχτού βιβλίου.

-Τι έχεις γράψει;…-του είπε.

      Ο ποιητής έμεινε σιωπηλός, προσπάθησε να αποφύγει εκείνο το βλέμμα, που πια δεν καρφωνόταν στα φύλλα του βιβλίου, αλλά στα κουρασμένα και θολά του μάτια.

-Έκανα- απάντησε, και η φωνή του έτρεμε σαν παιδιού τρομαγμένου κι έκπληκτου-, έκανα ένα σατυρικό βιβλίο, ένα αστείο βιβλίο… στο οποίο έδειξα την αχρειότητα και τα λάθη, τη μιζέρια και τις αδυναμίες, τις ελλείψεις και την ανηθικότητα των ανθρώπων. Εσύ δεν ήσουν εδώ … Δεν άκουσα τη φωνή σου όσο έγραφα, και με ενέπνευσαν το πνεύμα του μίσους και του γελοίου. Και τα δυο μου έδωσαν βέλη, που ήταν διασκεδαστικό να τα καρφώνω στις ψυχές και τα σώματα … Μούσα εσύ είσαι σοβαρή και δεν καταλαβαίνεις αυτές τις διασκεδάσεις; Εσύ ποτέ δεν γελάς; Κοίτα, τα βέλη όταν καρφώνονταν πληγώνανε και οι πληγωμένοι έκαναν αστείες γκριμάτσες και επώδυνες συσπάσεις; Ξεγύμνωσα τις ψυχές και τις εξέθεσα στην ασχήμια, έδειξα την κρυμμένη γελοιότητα, άνοιξα κλειστές πληγές; Αυτά τα κέρματα που βλέπεις πάνω στο τραπέζι, που λάμπουν, είναι ο καρπός της δουλειάς μου, και γέλασα κάνοντας τους ανθρώπους να γελάνε, βλέποντας ότι οι άνθρωποι κοροϊδεύουν ο ένας τον άλλον. Μούσα, γέλα μαζί μου… Η ζωή είναι αστεία…

      Και ο ποιητής γελούσε λέγοντας αυτές τις φράσεις, ενόσω μια μεγάλη λύπη σύσπασε τα ροδαλά χείλια κι έκλεισε τα βαθιά μάτια της Μούσας.

-Ω! Τι βεβήλωση! Μουρμούρισε, περνώντας το λυπημένο βλέμμα της πάνω απ το τυπωμένο βιβλίο και βλέποντας το χρυσάφι - ; Ω! Τι βεβήλωση! Και για να καρφώσεις αυτά τα βέλη χρησιμοποίησες τις ιερές φόρμες, τους στίχους που εξυμνούν και γελούν, το ευκίνητο φτερούγισμα της ρίμας, τη συναρπαστική μουσική του ρυθμού; … Η ζωή είναι σοβαρή, ο στίχος ευγενικός, η τέχνη είναι ιερή. Γνωρίζω το έργο σου. Αντί των λαμπερών λίθων, των ζαφειριών και των οπάλιων, τα πολύχρωμα σμάλτα, τα ντελικάτα καμέο, τα χρυσά φιλιγκράν, αντί για τις δαντέλες που μοιάζουν υφασμένες από νεράιδες, τα χλωμά μαργαριταρένια περιδέραια που υπάρχουν στα σεντούκια των ποιητών, έβγαλες λάσπη εκεί όπου υπάρχουν ερπετά, ερπετά που εγώ σιχαίνομαι. Εγώ είμαι φίλη των πουλιών, των φτερωτών πλασμάτων που σκίζουν τους ουρανούς ανάμεσα στο φως, και που τα εμπνέω όταν τις καθαρές νύχτες του Ιουλίου τραγουδούν στ αστέρια μέσα από τις σκοτεινές κληματαριές; Αλλά απεχθάνομαι τα φίδια και τα ερπετά που γεννιούνται στους βάλτους. Εγώ εμπνέω τα πράσινα ειδύλλια, όπως οι ανθισμένοι κήποι, και τις μαύρες ελεγείες, όπως τα νεκρικά υφάσματα, που πάνω τους κυλούν τα δάκρυα των κεριών …, αλλά δεν σ ενέπνευσα. Γιατί γελάς; Γιατί έκανες τις προσβολές σου έργο τέχνης; Θα μπορούσες να έχεις εξυμνήσει τη ζωή, το βαθύ μυστήριο της ζωής; την ανησυχία των ανθρώπων όταν σκέφτονται το θάνατο; τις κατακτήσεις του σήμερα; τον αγώνα των καλών; τα από τον άνθρωπο εξημερωμένα στοιχεία; το σίδηρο, μαλακό στο χέρι του ανθρώπου; Τον κεραυνό, μεταμορφωμένο σε σκλάβο; τις ατμομηχανές, ζωντανές και οξείες, που απλώνουν στον αέρα νέφη καπνού; τον τηλέγραφο, που εκμηδενίζει τις αποστάσεις; το νήμα από το οποίο περνούν οι μυστήριες δυνάμεις της ιδέας. Γιατί είδες τους λεκέδες των αδερφών σου; Γιατί διηγήθηκες τις αδυναμίες τους; Γιατί διασκέδασες καρφώνοντας αυτά τα βέλη, πληγώνοντάς τους, ρίχνοντας λάσπη, ενώ αποστολή του ποιητή είναι να φιλάει τις πληγές, να φιλάει τους δυστυχισμένους στο μέτωπο, να γλυκαίνει τη ζωή με τα τραγούδια του, και να ανοίγει σε αυτούς που σφάλλουν, να τους ανοίγει διάπλατα τις πύλες της Αρετής και της Αγάπης; γιατί ακολούθησες τις συμβουλές του μίσους; Γιατί εξαφάνισες τις ιδέες σου με την ιερή φόρμα των στίχων, όταν οι στίχοι είναι φτιαγμένοι για να εξυμνούν την καλοσύνη και τη συγχώρεση, την ομορφιά των γυναικών και τις αξίες των αντρών; Και μη με νομίζεις για ντροπαλή. Είμαι η Μούσα που επίσης εμπνέει τις στροφές που χτυπούν σαν μαστίγια και τις στροφές που καίνε σαν καυτά σίδερα; Είμαι η Μούσα της Αγανάκτησης που υπαγόρευσε τους στίχους στον Γιουβενάλη και τον Δάντη; Εγώ εμπνέω τους αιώνιους Τυρταίους; Εγώ δίδαξα στον Ουγκώ να γράψει τους αλεξανδρινούς στίχους στους Castigos δυνατές κραυγές σαλπίγγων και βροντές που καπνίζουν; Εγώ τραγουδώ τους αγώνες των λαών, την πτώση των τυρράνων, το μεγαλείο των ελεύθερων ανθρώπων …, αλλά δεν γνωρίζω ούτε τις προσβολές ούτε το μίσος. Εγώ αφαιρούσα τα κείμενα που τοποθετούσαν άγνωστα χέρια στο βάθρο του αγάλματος του Πασκουίνο. Ας μείνει εδώ η δουλειά σου του μίσους και της περιφρόνησης, που δεν υπαγορεύτηκε από εμένα. Συνέχισε να βεβηλώνεις τους ιερούς στίχους και να τους κάνεις βέλη που πληγώνουν, ερπετά που δηλητηριάζουν, που χλευάζουν, ανακάτεψε τη λάσπη της ζήλειας, πάρε λάσπη και πέτα την ψηλά, με κίνδυνο να λερωθείς, εσύ που θα μπορούσες να φοράς φωτοστέφανο αν τραγουδούσες το μεγαλοπρεπές, ενεργοποίησε τους κοιμισμένους φθόνους. Κι εγώ θα πάω να ψάξω τους ποιητές, τους ερωτευμένους με την τέχνη και τη ζωή, τις μαρμάρινες Αφροδίτες που χαμογελούν στο βάθος των σκοτεινών δασών, και τις πραγματικές Αφροδίτες που χαμογελούν στα αρωματισμένα υπνοδωμάτια; Τα τραγούδια και τις μουσικές της φύσης, τα τρυφερά φιλιά και τους σκληρούς αγώνες; Τα πολύχρωμα μετάξια και τα σκληρά ξίφη; Ποτέ δεν θα με νιώσεις κοντά σου να σου υπαγορεύσω μία στροφή. Μείνε εδώ με την ιδιοφυία του μίσους και την ιδιοφυία του γελοίου.

      Και η Μούσα χαριτωμένη και λευκή, η Μούσα με τα ροδαλά χείλη, που τα μάτια της αντανακλούσαν την απεραντοσύνη των ουρανών, εξαφανίστηκε από το δωμάτιο, παίρνοντας μαζί της το διάφανο φως της αυγής του Μαΐου και τις μυρωδιές της άνοιξης, και ο ποιητής έμεινε μόνος, δίπλα στο τραπέζι το γεμάτο χαρτιά, κοίταξε απογοητευμένος το χρυσάφι και τις σελίδες  του σατυρικού του βιβλίου και με το μέτωπο ακουμπισμένο στα χέρια ξέσπασε σε λυγμούς απελπισμένα.

 

Ο Χοσέ Ασουνθιόν Σίλβα είναι ένας Κολομβιανός ποιητής που ανήκει στους πρώτους λατινοαμερικάνους μοντερνιστές. Από παιδί έγραφε στίχους κι επηρεάστηκε από τον Γκουστάβο Αδόλφο Μπέκερ. Ο Σίλβα αφιέρωσε τον χρόνο του στη μετάφραση των γάλλων ρομαντικών. Το 1883 ταξίδεψε στην Ευρώπη. Επιστρέφοντας στην Κολομβία έγραψε ποίηση, άρθρα και μεταφράσεις. Εκείνη την εποχή πέθανε πολύ νέα η αδελφή του και φίλη του Ελβίρα. Το ποιητικό του έργο Νοκτούρνο 1894 εκφράζει τα συναισθήματα του ποιητή όσον αφορά το θάνατο της Ελβίρας. Δύο χρόνια μετά την έκδοση, ο Σίλβα αυτοκτονεί.