Με το σεντόνι τραβηγμένο ως το σαγόνι ανάσκελα

Αγαπημένη,

Πεθαίνει για σένα και ας είσαι απάτη. Λιγνίτης είμαι και φωτίζω το δωμάτιό σου. Ορυχείο είμαι. Όλα μου τα υπάρχοντα στο υπόγειο. Όλη μου η ζωή μισοφωτισμένη γωνία Μιχαήλ Μητσάκη και Νταλί ένα τετράγωνο πιο πέρα στο κατάφωτο σπίτι πριν γίνεις εσύ. Μια μπάντα ολόκληρη παίζω μοναχός μου. Ένα τέταρτο δρόμος και φθάνω πριν σκοντάψω στο χαλάκι της πόρτας. ΓΙΑ ΟΛΑ ΦΤΑΙΕΙ ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ! Ισπανικά. El capital. Ένα τέταρτο δρόμος και φθάνω. Είμαι ο τέταρτος.

Καλησπέρα Θοδωρή! Στο κελί 39. Η πόρτα ορθάνοιχτη. Καλημέρα φθορά! Καλησπέρα Ερμιόνη. Νησί μου κορίτσι μου.

Ένα πράσινο υγρό με δυόσμο σε ψηλό ποτήρι στα χείλη του κολλημένη ζάχαρη. Κολλάει στα χείλη. Κάνει άσπρο το κόκκινο κραγιόν σου. Μη με διακόπτεις. Μη μιλάς. Άκου μόνο αγαπημένη. Το ποίημα μου γραμμένο σε χαρτοπετσέτα. Πάνω της πράσινα και μπλε λουλούδια σκορπισμένα στη μνήμη του Λόρκα. Ένα σκουλήκι στο δικό σου χαμηλό ποτήρι. Το φιλί που μου 'δωσες είναι του Ιούδα. Ένα πουλί μαύρο. Μέσα στο δωμάτιο έχει μείνει μόνο η φτερούγα του. Δεν κατάλαβα πως πέρασε η Κ. Δευτέρα. Τότε είχα βρεθεί σ' ένα καλαμιώνα. Ήσουν γυμνή από πίσω και εγώ σε κοιτούσα χωρίς να το ξέρεις από τις ρωγμές που άφηναν τα δεμένα με σύρμα καλάμια. Καταμεσήμερο. Ο ήλιος ανελέητος.

Καληνύχτα και καλή τύχη. Κλείσε τη πόρτα του κελιού, φρόντισε μόνο να είσαι από την έξω πλευρά όταν κλείσεις. Όλη τη νύχτα χθες άλειφες με  το δάχτυλό σου κάτι παλιά δερμάτινα παπούτσια. Δίχρωμα. Μπροστά λευκά και όλο το υπόλοιπο παπούτσι σκούρο καφέ. Σαν του Τσακ Μπέρι. Ακούς το σαξόφωνο. Την τρομπέτα του Μάιλς. Όταν έκλεισε πίσω σου η πόρτα του ασανσέρ άφησες μέσα του το δολοφόνο που έγινες, που ήσουνα, θα ξαναγίνεις. Την αναζητάς στη βροχή. Μια γωνία σας χωρίζει αλλά κανείς απ' τους δυο σας δεν το ξέρει. Δεν ξέρει ότι είστε τόσο κοντά. Στο τέλος. Ένα κελί για τον καθένα; ή Ένας έρωτας; Κλείσε την πόρτα. Φρόντισε μόνο να 'χεις διαλέξει τη σωστή πλευρά. Ασφάλισε το πόμολο, βάλε στη τσέπη σου τη φτερούγα του πουλιού. Το σακάκι ριγέ ριχτό στο ώμο. Κόκκινο σακουαγιάζ. Με ροδάκια. Μισοέτοιμος. Αποφασισμένος. Και ο κύριος Πενθήμερος ακόμα σε ψάχνει. Σε περίμενε ως πριν από λίγο γωνία Κωλλέτη και Καντίνσκι. Ο Κωλλέτης προγάστορ. Ο Καντίνσκι με τα στρογγυλά του γυαλιά. Αφήνει την τιγρέ γάτα που ως πριν λίγο χάιδευε να πηδήξει στο πάτωμα. Η γάτα χώνει τα νύχια της στην φρεσκοφτιαγμένη ελαιογραφία. Αφηρημένος εξπρεσιονισμός. Τα νύχια της έβαλαν την τελευταία πινελιά.

Ο κύριος Πεσόα με γυαλιά καπέλο και μουστάκι σιχτιρίζει τον έρωτα υψώνοντας απειλητικά το μπαστούνι του. Όχι! Όχι! Όχι τον έρωτα, την Αγάπη! Μόλις τελείωσε την τριακοστή πρώτη επιστολή προς εκείνη. Κάθεται και διαβάζει ξαπλωμένη στο κρεβάτι της.

Επιτέλους το νερό υπερπήδησε το εμπόδιο. Το ποτάμι ξανάρχισε να κυλάει αν και ποτέ δε τους είχε σκεφτεί μαζί. Εξάλλου δεν ήταν ποτέ μαζί. Εκείνος έγραφε επιστολές που άρχιζαν με τη λέξη Αγαπημένη μου. Εκείνη διάβαζε την επιστολή αλλάζοντας το φύλλο της προσφώνησης. Πάντα κολυμπούσα στο ποτάμι του Αριστοτέλη. Ο Πλάτων μου έδινε στα νεύρα και ο Σωκράτης. Διαβάζοντας Ηράκλειτο πάθαινα επιληψία.

Το νερό προδόθηκε. Όχι ένα αλλά τριακόσια ένα εμπόδια για να το εμποδίσουν να στρίψει και να χυθεί στη θάλασσα.

Ο πρίγκηπας πάνω στο καφέ άλογό του. Άλαλος. Πάντα μόνος. Δε θα μπορέσει να περάσει τη διέλευση. Κανείς τους. Ούτε εκείνος ούτε το άλογό του. Είδαν το τρένο να έρχεται καταπάνω τους. Κανείς τους ούτε το άλογό του ούτε εκείνος δεν είδαν το κάρο με τα κατακίτρινα άχυρα που κουβαλούσε κάποιος σκυμμένος άντρας που φορούσε καπέλο με πλατύ μπορ ούτε τους ήλιους είδαν να στροβιλίζονται. Είχε προ πολλού αποδημήσει αυτός. Ή μάλλον είχαν αποδημήσει μαζί αφού αποδόμησαν τον κόσμο. Αυτός και ο Αρτώ. Αυτός ο Αρτώ και η τρέλα τους. Τι θα έκανα χωρίς εσένα; Αν ήσουν εδώ θα έβλεπες όσα δεν είδα καβάλα στο καφετί άλογό μου φορώντας τα δίχρωμα παπούτσια του Τσακ Μπέρι. Άσπρα και καφέ. Πώς το λένε οι Γάλλοι; Καφέ ολέ! Το πουκάμισο λευκό. Μία μέλισσα ακίνητη στο μέρος της καρδιάς. Το πουκάμισο κυρία. Ένας διάλογος. Η πριγκίπισσά του ένα παιχνιδάκι, ένα άθυρμα δίπλα στο κινέζικο βάζο. Και τα δυο τους πάνω στο ντουλάπι. Με τις νυχιές της γάτας. Δύο παραστάτες με πέτσινα μπουφάν ακίνητοι στις δυο άκρες. Το βλέμμα του Αρθούρου να με κοιτάζει αυστηρά. Το επώνυμό του Σοπενχάουερ. Ο άλλος Αρθούρος με κοιτάζει ξεκαρδισμένος στα γέλια.

 

Αγαπημένη, σου γράφω από ένα τόπο μακρινό. Μισώ τις αποστάσεις. Αγαπώ τη βροχή σου. Ακούω τη λαλιά σου καθώς γράφω. Σε βλέπω πίσω απ' τον καλαμιώνα γυμνή.