Του Έρωτα και του Θανάτου

Η ποίηση είναι άχρονη. Ο έρωτας είναι άχρονος. Το ίδιο και το παραλήρημα της Αγάπης. Το παραλήρημα του χρόνου είναι η ιστορία. Η ιστορία αφηγείται σεισμούς, λιμούς, καταποντισμούς. Ο έρωτας έχει τα λόγια του και τις σιωπές του. Ο θάνατος μια μαχαιριά στο πλευρό του κόσμου.

 

«Γύρισε πίσω, γύρισε Σουλαμίτισσα, γύρισε,

Γύρισε, γύρισε, να σε κοιτάξουνε!

Τι την κοιτάζετε την Σουλαμίτισσα;

Ως σαν χορός με δυο σειρές;

Όμορφα που είναι τα πόδια σου

στα σάνταλά τους αρχοντοπούλα!

Ο γύρος των μηρών σου είναι γιορντάνια,

Δουλειά τεχνίτη

Ο αφαλός σου κάλυκας τορνευτός

Δεν του λείπει κρασί πιπεράτο

Η κοιλιά σου στάρι θημωνιά

Με φράχτη από κρίνα

Τα δυο βυζιά σου είναι δυο νεβροί

Δίδυμοι της ζαρκάδας

(...)

Και τα μαλλιά σου είναι πορφύρα,

Στις πλεξούδες τους

Δεμένος βασιλιάς.»

 

 

 Αυτά λέει ο χορός στο πέμπτο τραγούδι του «Άσματος Ασμάτων» σε μεταγραφή Γιώργου Σεφέρη.  

 

«Όλα μεταμορφώνονται, όλα αγιάζουν, κέντρο του κόσμου κάθε κάμαρα είναι

Κάθε μια πρώτη νύχτα, πρώτη μέρα

Γεννιέται ο κόσμος όταν δυο φιλιούνται,

Μια στάλα φως στα διάφανά μας σπλάχνα

Η κάμαρα σαν φρούτο μοισανοίγει

Ή εκρήγνυται

Σαν σιωπηλό αστέρι

Κι οι νόμοι φαγωμένοι απ’ τα ποντίκια,

Κάγκελα τραπεζών, δεσμωτηρίων,

Συρματοπλέγματα, χάρτινες γρίλλιες,

τ’ αγκάθια, τα κεντριά και οι σφραγίδες, το μονόχορδο κήρυγμα των όπλων, μελίρρυτοι σκορπιοί με πετραχείλι,

ο τίγρης με το υμίψηλο που ηγείται,

(...)

ο Ηγέτης, το τσακάλι, ο εργολάβος

Του μέλλοντος, το ένστολο γουρούνι,

ο Υιός ο εκλεκτός της εκκλησίας

Που πλένει μ’ αγιασμό τα μαύρα δόντια

Και ακούει μαθήματα αγγλικών κατ’ οίκον

Ή και δημοκρατίας, αθέατη τύχη

Και σάπιες προσωπίδες που χωρίζουν,

Τον άνθρωπο απ’ τους άλλους ανθρώπους», λέει ο Οκτάβιο Πάζ.

Και ιδού, ίππος χλωρός, και ο

Καθήμενος επάνω αυτού, όνομα αυτώ ο θάνατος,

Και ο Άδης ηκολούθει μετά αυτού,

Εδώθη αυ-

τής εξουσία επί το τέταρτον της γης αποκτεί –

ναι εν ρομφαία και εν λοιμώ και εν θανάτω και

υπό των θηρίων της γης.», λέει ο Ιωάννης στην «Αποκάλυψη».

 

Το 1933, ο Χίτλερ, άρπαξε την εξουσία στην Γερμανία.

‘’ο θάνατος είναι πρωτομάστορας απ’ την Γερμανία. Το μάτι του

είναι μπλε

σε βρίσκει με μολυβένιες σφαίρες σε βρίσκει στο σταυρό

ένας άντρας κατοικεί στο σπίτι τα χρυσά σου μαλλιά Μαρ-

γαρίτα

ρίχνει τα σκυλιά του επάνω μας

χαρίζει ένα τάφο σε μας

στον αέρα

παίζει με τα φίδια κι ονειρεύεται ο θάνατος είναι πρωτομά-

στορας απ’ τη Γερμανία»

 

υποστηρίζει, παίζοντας μια «Φούγκα Θανάτου» ο Πάουλ Τσέλαν.

Ο όρος είναι μουσικός και προέρχεται από την λατινική λέξη “Fuga”, που σημαίνει φυγή, τροπή, απόδραση, ενώ στα γερμανικά από όπου κατάγεται σημαίνει αρμός ‘’fuge’’. Χρησιμοποιήθηκε ως ένα είδος αντιστικτικής σύνθεσης που βασίζονταν στη μίμηση, και ειδικότερα το είδος που ονομάζουμε κανόνα. Ο κανόνας είναι ένα πολυφωνικό έργο, στο οποίο όλες οι φωνές τραγουδούν, την ίδια μελωδία, αρχίζουν όμως η μία μετά την άλλη με διαφορά φάσης κάποιων μέτρων. 

 

Παίχτε το θάνατο γλυκά ο θάνατος είναι ο Χίτλερ απ’ τη Γερμανία. Ο έρωτας είναι τα «χρυσά σου μαλλιά Μαργαρίτα»

 

«τρεμουλιαστές μορφές έρχεστε πίσω

Σεις που νωρίς είδε η ματιά η θολή.

Να δοκιμάσω εδώ να σας κρατήσω;

Τρέφει η καρδιά μια ελπίδα απατηλή

«ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: καιρό μου θλίβεται η καρδιά, που σε βλέπω σε τέτοια συντροφιά

(...)

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: όσον έχω να βλέπω εσένα πόθο,

Τόσον τρόμο κρυφό νιώθω»,

Μιλάει η Μαργαρίτα στον «Φάουστ» για τον Μεφιστοφελή με τον οποίο αυτός έχει κάνει την γνωστή συμφωνία. Ο Μεφιστοφελής είναι το φίδι του θανάτου, το αυγό του φιδιού. Η Μαργαρίτα, ο αγνός έρωτας του Φάουστ στο ομώνυμο έργο του Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε. Το έργο αυτό ανήκει στον Κανόνα της λογοτεχνίας. Η «Αποκάλυψη» του Ιωάννη είναι βιβλίο της Καινής Διαθήκης – έτσι και αλλιώς έργο που ανήκει στον Κανόνα.

 

Ο Ιωάννης στην Πάτμο θαρρείς είναι «ένας άντρας (που) κατοικεί στο σπίτι παίζει με τα φίδια γράφει όταν σκοτεινιάζει στη Γερμανία τα χρυσά σου μαλ-

λιά Μαργαρίτα»  

 

 Ο Ιωάννης θαρρείς είναι εκείνος που στον ίδιο τόπο που έγραψε την «Αποκάλυψη» γράφει για την Γερμανία του Χίτλερ. Για τον Χίτλερ στη Γερμανία. Αυτόν τον πρωτομάστορα του θανάτου. Μαζί με το εσμό των κολάκων, των παρατρεχάμενων. Αγκαζέ με τον Γκομπινό και με όλους τους αντισημίτες ακούγοντας Βάγκνερ. Στο Μπαϊρόιτ. Το φεστιβάλ. Εκεί στον ίδιο τόπο, εκεί, στην ίδια πόλη, που παρακολουθούν  τον θρύλο των Νιμπελούνγκεν του Βάγκνερ... Καθημαγμένη Ευρώπη. Έντρομοι ευρωπαίοι, αδιάφοροι ευρωπαίοι, ακούνε την ‘’Φούγκα Θανάτου’’. Όχι μια φούγκα του Μπαχ. Αυτήν την ακούει ο Ρούντολφλ Ες, διοικητής του στρατοπέδου του Αουσβιτς όταν διατάζει να στείλουν Εβραίους στους φούρνους. Οταν κάνει έρωτα στην Σόφι, την ηρωίδα του Γουιλιαμ Στάιρον. Ο θάνατος εγκαταστάθηκε στη Γερμανία. Σκόρπισε τον τρόμο και τη φρίκη...

«Τι ωραία που είν’ η αγάπη μου

 Με το καθημερνό της φόρεμα

Και ένα χτενάκι στα μαλλιά

Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία

 

Κοπέλες του Αουσβιτς

Του Νταχάου κοπέλες

Μην είδατε την αγάπη μου;

Την είδαμε σε μακρινό ταξίδι

Δεν είχε πια το φόρεμά της

Ούτε χτενάκι στα μαλλιά

 

Τι ωραία που ειν’ η αγάπη μου

η χαιδεμένη από τη μάνα της

Και του αδελφού της τα φιλιά

Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία

 

 

Κοπέλες του Μαουτχάουζεν,

Κοπέλες του Μπέλσεν,

Μην είδατε την αγάπη μου;

 

 

Την είδαμε στην παγερή πλατεία

Με ένα αριθμό στο άσπρο της το χέρι

Με κίτρινο άστρο στην καρδιά

 

 

Τι ωραία που είναι η αγάπη μου,

η χαιδεμένη από τη μάνα της

Και τ’ αδελφού της τα φιλιά

Κανείς δεν ήξερε πως είναι τόσο ωραία.» έγραφε ο Ιάκωβος Καμπανέλης σε ένα χαρτάκι, σε ένα μικρό κομμάτι χαρτιού πίσω μπρος, τσαλακωμένο βλέποντας από το συρματόπλεγμα τις κουρεμένες κοπέλες του Μπεργκεν Μπέλσεν του Άουσβιτς, του Μαουτχάουζεν, του Άουσβιτς...

Ο έρωτας, ένας έρωτας από την Γερμανία. Ο θάνατος, ένας θάνατος από την Γερμανία.

 

«Ο ΑΝΤΡΑΣ 

Όμορφη που είσαι, αγαπημένη,

όμορφη που είσαι.

τα μάτια σου είναι περιστέρια.

 

Η ΝΥΦΗ     

Όμορφος που είσαι, αγαπημένε,

πόσο μεστός.

η κοίτη μας είναι φυλλωσιά.

 

Ο ΑΝΤΡΑΣ

Τα δοκάρια του σπιτιού μας κέδρο

και τα φατνώματά μας κυπαρίσσι

 

 

Η ΝΥΦΗ

Είμαι ο νάρκισσος του Σαρών

το κρίνο στο λαγκάδι.

 

Ο ΑΝΤΡΑΣ

Ωσάν το κρίνο ανάμεσα στα αγκάθια

η αγαπημένη μου μεσ’ τις κοπέλες

 

Η ΝΥΦΗ

Ωσάν μηλιά στα δέντρα του δρυμού

ο αγαπημένος μου στα παληκάρια

στον ίσκιο του λαχτάρησα και κάθησα

κι ο καρπός του γλυκός στον ουρανίσκο.

 

Μ’ έφερε στο σπίτι του κρασιού και ας κυματίζει απάνω μου η αγάπη.»

 

Και είδον ως θάλασσαν υαλίνην μεμιγμένην

Πυρί, και του νικώντας εκ του θηρίου, και εκ

Της εικόνος αυτού, και εκ του αριθμού του ονό-

ματος αυτού, εστώτας επί την θάλασσαν την

υαλίνην, έχοντας κιθάρας του θεού, και άδουσι

την ωδήν Μωσέως του δούλου του θεού, και την

ωδήν του αρνίου».

Μια στιγμή πάνω στην άλλη. Ακόμη μια στιγμή. Δυο στιγμές αγκαλιάζονται. Η μια στιγμή φορά κοντό κόκκινο φόρεμα. Η άλλη λευκό. Βαδίζουνε στην όχθη. Λούζονται στο ποτάμι. Και οι δυο θηλυκές. Η μια θηλυκιά και η άλλη αρσενική. Πράγμα που δεν έχει σημασία. Και η ραπτομηχανή ράβει μοναχή της. Και ένα κοστούμι για τον έτερο στιγμιαίο. Και ο στιγμιαίος πισωγυρίζοντας ζητά το πρόσωπό σου, όμως αυτό δεν αποκρίνεται γιατί

«ό,τι λέμε θεό, το ανώνυμο είναι,

Κοιτιέται στο μηδέν, το απρόσωπο είναι

Προβάλλει απ’ τον εαυτό του, ηλίων ήλιος, πληρότητα απ’ ονόματα και όντα

(...)

Πισωγυρνώ ζητώ το πρόσωπό σου.»  

 

 

Το 1939 ξεκίνησε ένας δεύτερος πόλεμος στον ίδιο αιώνα, με τον στρογγυλό αριθμό 20, ο δεύτερος πόλεμος.            

«και ο ήλιος

εγένετο μέλας ως σάκος τρίχινος, και η σελή –

νη, όλη εγένετο ως αίμα, και οι αστέρες του ου –

ρανού έπεσαν εις την γην»

Και το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη και ο Πύργος της Βαβέλ εσείσθη και τα μνημεία άνοιξαν και οι νεκροί πετάχθηκαν έξω «η Δευτέρα Παρουσία είναι κοντά». Αλλά αυτή δεν έγινε. Όχι αυτή τη φορά. Όχι ακόμα. Γι’ αυτό το Κακό συνεχίστηκε... «Μαύρο γάλα της αυγής σε πίνουμε τ’ απόγευμα

Σε πίνουμε μεσημέρι και πρωί σε πίνουμε τη νύχτα

Πίνουμε και πίνουμε

Σκάβουμ’ ένα τάφο στους άνεμους εκεί δεν είναι στριμωχτά

Ένας άντρας κατοικεί στο σπίτι παίζει με τα φίδια γράφει

γράφει όταν σκοτεινιάζει στη Γερμανία»

 

Πάντα σκοτεινιάζει στη Γερμανία ανάμεσα στο 1933 και στο 1945 και όσο ήταν σκοτεινά εκεί το τσεκούρι και η φωτιά έκαναν την δουλειά τους στα μέτωπα του κόσμου. Αλλά στον έρωτα δεν έκαναν τίποτα. Γιατί τίποτα δεν μπορούσαν να του κάνουν αυτουνού. Γιατί ο έρωτας είναι αήτητος ανίκητος στη μάχη.

 

«Θα αστειεύονται αυτοί

Που μιλούν για τον έρωτα ωσάν μια ιστορία σαχλή

(...)

 Όταν κάθε ανάσα καταντά τραγωδία

Οταν της μέρας τα χρώματα είναι ό,τι ένα γέλιο τα κάνει

Ένας αέρας μιας σκιάς σκιά μια λέξη ριγμένη

Σαν όλα καίγονται

Και λες να καούν όλα

Και ο ουρανός έχει τη γεύση της διάσπαρτης άμμου

Ο έρωτας για σας βρωμιάρηδες

Ο έρωτας είναι μαζί να πλαγιάσετε τέλος

Τέλος

(...)

Σε ένα φιλμ που δεν πάει καιρός είδα

Ένα ένα

Το ρόδο θνήσκει λευκό ως το κόκκινο ρόδο

Τι τάχα λοιπόν τόσο πολύ με συγκινεί

Στις ύστερες τούτες λέξεις

Η λέξη ύστερη ίσως λέξη που μέσα της

Όλα είναι φρικτά φρικτά ανεπανόρθωτα

Και σπαρακτικά Λέξη πάνθηρας Λέξη ηλεκτρική

Καρέκλα

Η ύστερη λέξη του έρωτα για φανταστείτε

(...)

Το ύστερο βλέμμα

Η φρίκη η φρίκη η φρίκη

Ας φτύσουμε θες

Σε ό,τι μαζί αγαπήσαμε

Ας φτύσουμε τον έρωτα

Τα ξέστρωτα κρεβάτια μας

Την σιγή μας

Τα λόγια που ψελλίσαμε

Τα αστέρια και ας ήταν

Τα μάτια σου

Τον ήλιο και ας ήταν

Τα δόντια σου

Την αιωνιότητα και ας ήταν

Το στόμα σου

Τον έρωτά μας και ας ήταν

Ο έρωτάς σου. Ας φτύσουμε θες.» παραληρεί ο Αραγκόν για τον χαμένο έρωτά τους στην συλλογή η «Μέγιστη Χαρά» (1929)

 

Στο παραλήρημα της ποίησης «μαβιά ακτίνα των Ματιών Της!» του Αρθούρου Ρεμπώ που η αλχημεία του «τυπώνει τα μεγάλα, μελετηρά μέτωπα».  Η αλχημεία των φωνηέντων του, των χρωματιστών φωνηέντων: μαύρο άλφα, λευκό έψιλον, κόκκινο γιώτα κυανό όμικρον, πράσινο ύψιλον. Η σκιά της σκιάς. Κόλποι σκιάς και αφέλειες των έργων και των σταθμών. Οι αποχαιρετισμοί και οι λέξεις που είναι μαχαίρια και οι ποιητές έμβολα που πηγαινοέρχονται και μπαινοβγαίνουν σε λιβάδια σκιερά, σε μαύρα δάση. Στη Γερμανία, ένας έρωτας που καταστρέφεται. Στην Ιταλία το ίδιο. Το δέρμα των ονείρων το έρμα ενός πλοίου που γέρνει. Το καλοζυγισμένο βάρος της οπλής ενός παράλογου αλόγου που τρέχει στην απέραντη έκταση πηδώντας από δεκαετία σε δεκαετία κακοειδωμένο κακοειπωμένο. Ειπωμένο ωστόσο:

«Οι άνθρωποι είναι πλασμένοι για να ακούγονται

Να νιώθονται για να αγαπιούνται

Έχουν παιδιά που θα γενούν πατέρες ανθρώπων

Έχουν παιδιά ανέστια, άσπιτα

Που θα εφεύρουν ξανά τη φωτιά

Που θα εφεύρουν ξανά τους ανθρώπους

Την φύση και την πατρίδα

Την Πατρίδα όλων των ανθρώπων

Την Πατρίδα όλων των καιρών», λέει ο Πωλ Ελυάρ.

Ανέστιος είναι ο έρωτας. Ο τόπος του είν’ η νύχτα. Είν’ η αυγή. Είν’ το άσμα. Ο χρόνος του είναι το πρωί. Η σιέστα του μεσημεριού, ο πόθος του δεν είναι πλήρης είναι εκπληρωμένος. Η πείνα του αχόρταστη. Η καρδιά του γενναία. Τα μάτια του ορθάνοιχτα. Ο έρωτας είναι ανίκητος. Και ο ουρανός φαρδύς.

«Η γη θα ξαναπάρει το σχήμα των ζωντανών κορμιών μας

Ο άνεμος θα μας υποστεί

Ο ήλιος και η νύχτα θα διαβούν στα μάτια μας

Χωρίς ποτέ να τ’ αλλάξουν». Ο Ελυάρ πάλι και πάντα. 

 

«Ευφρανθείτε λοιπόν ουρανοί»

Κοιτάζω το Τέρας που γλείφεται

(...)

Ο φωσφορισμός είναι το κλειδί για τα μάτια του Κτήνους

Που γλείφεται

Κι η γλώσσα του το ξεμένει ποιος ξέρει από πριν πού

Είναι ένα σταυροδρόμι από καμίνια

Από κάτω ατενίζω τον ουρανίσκο μου

Σαν από λάμπες μέσα σε σάκους

Και κάτω από το θόλο σε γαλάζιο βασιλικό χρώμα

(...)

Η πόρτα ήθελα να πω το Τέρας γλείφεται κάτω απ’ τη φτερούγα από κάτω

Και βλέπεις τάχα από γέλιο να χτυπιούνται από σπασμούς κλέ-

φτες βαθειά σε μια ταβέρνα

Ο αντικατοπτρισμός που μ’ αυτόν είχαν φτιάξει την καλοσύνη

Διαλογίζεται

Είναι ένα κοίτασμα υδραργύρου

Θα μπορούσες να το γλείψεις μονομιάς

(...)

Το κτήνος γλείφει το όργανό του δεν είπα τίποτα». Το ποίημα του Αντρέ Μπρετόν  λέγεται «Πόλεμος».

 

Ο πόλεμος και ο ψυχαμοιβός, η Κίχλη και ο καιρός περνά και δε περνά και τα ρολόγια πού να σταματήσουν. Δεν σταματάνε τα ρολόγια. Οι άνθρωποι να ονειρεύονται και οι γυναίκες να ονειρεύονται τους άντρες και τα παλληκάρια τους. Και να γεννούν άλλα και άλλους. Σε δίσεκτους καιρούς. Στην Γερμανία. Όλα παίζονται, εκεί. Στη Γερμανία. Και αυτός απ’ τον μέλανα δρυμό. Ω, Γερμανία χλωμή μητέρα ξανθή μητέρα «ξανθιά χλωμή Γερμανία Εσύ» και αυτό σε εισαγωγικά, του Μπρεχτ.

 

«Ω γη των ψοφιμιών, λάκκε της δυστυχίας!

Η ντροπή πνίγει τη θύμησή σου και μεσ’ τους νέους που δεν έχεις καταστρέψει

Ξυπνάει η Αμερική!»

Οι ήλιοι του ύπνου του ελαφρού είναι μπλέ σαν τα μαλλιά

Σου μια ώρα πριν ξημερώσει.

(...)

Τους καλεί το παιχνίδι, που παίζαμε και εμείς ηδονικά στα

Πλοία του ονείρου

Στα άσπρα βράχια του χρόνου τους βρίσκουν και αυτούς τα

στιλέτα

(...)

Οι ήλιοι του θανάτου είναι άσπροι σαν τα μαλλιά του παι-

διού μας

Ηρθε μαζί με τη θάλασσα, όταν έστησες μια σκηνή

Στους αμμόλοφους

Κράτησε το μαχαίρι της ευτυχίας επάνω μας με μάτια σβή-

σμένα.»

λέει σε ολόκληρο τον κόσμο ο Πάουλ Τσέλαν.

«Γύρισε στον καθρέπτη την πλάτη της, διότι μισούσε την ματαιοδοξία του καθρέπτη.»

«‘’Τα πάντα ρει’’, ακόμα και η ίδια τούτη  σκέψη, και μήπως αυτή δεν κάνει και πάλι τα πάντα να ακινητούν»;

Ποια είναι η μοναδική μας πατρίδα, αν όχι η παιδική μας ηλικία;

Η αιώρηση ενδεχομένως μπορεί ν’ αποδειχθεί ανεπίστροφη. Όπως μια μέρα ένα παιδάκι που έκανε τραμπάλα με τ’ αδερφάκι του. Εκείνο ήταν κάπως πιο βαρύ και πιο σωματώδες. Ενώ λοιπόν η τραμπάλα ανεβοκατέβαινε μ’ αυτόν  τον ανυπόφορα ανιαρό ρυθμό – αν και καθόλου τέτοιος δεν ήταν για το παιδάκι εκείνο το ελαφρύτερο εννοείται το αδερφάκι του έσκασε κάτω με πάταγο και συνέβη κάτι που δεν είχε μέχρι εκείνη τη στιγμή συμβεί το ελαφρύ παιδάκι πετάχθηκε με μεγάλη ώθηση σαν να καθόταν σε ελατήριο και τινάχθηκε ψηλά στον καταγάλανο ουρανό και παρότι το βαρύτερο παιδί σήκωσε το βλέμμα του στον ουρανό δεν κατάφερε να το ξαναδεί, ούτε να το ξανακατεβάσει εκεί μαζί του. Έτσι έμεινε χωρίς σύντροφο στη τραμπάλα, χωρίς σύντροφο στα παιχνίδια, χωρίς αδερφό και ήταν απαρηγόρητο και είχε μια ενοχή για την εξαφάνιση του αδερφού του.

 

Ποια είναι η μοναδική μας πατρίδα, αν όχι η γλώσσα; Ο Τσέλαν είχε για πατρίδα τα γερμανικά. Τα γερμανικά ήταν και η γλώσσα του δήμιου της μητέρας του και αυτός ήταν μάρτυρας. Τι σημαίνει να είσαι μάρτυρας του Άουσβιτς;

“Niemand

Zeugt fur den

Zeugen»

(«Κανένας

δεν μαρτυρεί για τον

μάρτυρα»)  

Η γλώσσα έγινε μια άλλη γλώσσα απ’ αυτήν του Χαίντερλιν, του Σίλερ, του Γκαίτε του Μπίχνερ, μολύνθηκαν τα γερμανικά απ’ τον Γκαίμπελς και τον Χίτλερ. Μια άλλη γλώσσα.

«Βαθειά

Στη ρωγμή του χρόνου

Μέσα

Στην παγοκερύθρα

Περιμένει, ένα κρύσταλλο Ανάσας,

Η δικιά σου αδιάψευστη

Μαρτυρία»

Πάουλ Τσέλαν, «ποιος μαρτυρεί για τον μάρτυρα;»

Ο δίκαιος Πρίμο Λέβι καταθέτει την μαρτυρία του «... η θλίψη του να θυμάμαι, η παλιά άγρια θλίψη του να είμαι άνθρωπος, που ορμά πάνω μου σαν σκύλος όταν αφυπνίζεται η συνείδηση. Τότε παίρνω το μολύβι και το τετράδιο και γράφω αυτό που δεν θα μπορούσα να πω σε κανέναν» Ο Πρίμο Λέβι ξαναμιλά: «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος» Σ’ ένα κόσμο μη ανθρώπων, σ’ ένα κόσμο χωρίς μέλλον, σ’ ένα κόσμο χωρίς αύριο, σ’ ένα κόσμο που ο χρόνος τελείωσε, σ’ ένα κόσμο χωρίς ιστορία, χωρίς ποίηση, χωρίς ανθρωπιά, χωρίς ανθρώπους. Στην κόλαση. «Είμαι στο στρατόπεδο», χορεύουν λέει στο μυαλό του Πρίμο Λέβι δυο στίχοι που έγραψε ένας φίλος του

«... μέχρι που μια μέρα

Νόημα δεν θα χει να πεις: αύριο»

Νωρίς το πρωί στο Λάγκερ ή έξω απ’ το Λάγκερ πελαργοί, βατράχια διαφωτισμός τι εξυπονοείται; Εξομολόγηση. Σας χαιρετώ. Ξαναγυρίζω.

«Αγνώστου πορθητές μην ανεχθείτε

Το ευγενικό μας σπέρμα να προδώστε

Σα ζώα δεν πλαστήκατε να ζείτε

Τον Άνθρωπο άνθρωποι θα δικαιώστε

Αν αρετή και γνώση ακολουθείτε» λέει στο Canto ΧΧVI, της θείας Κωμωδίας του Δάντη.

«kamaraden, ich bin der letzte!» («Σύντροφοι είμαι ο τελευταίος!»)

Ο τελευταίος Επιζών που είδε ένα δεκαπεντάχρονο παλληκάρι να το απαγχονίζουνε στη μέση της πλατείας του στρατοπέδου. Ο Πρίμο Λέβι, που έκανε γνωστή τη μαρτυρία του ο μάρτυρας μεμαρτύρηκε. Κι ύστερα στα εβδομήντα τρία του αφού τέλειωσε τη θητεία του στο εργοστάσιο ως χημικός, αφού ολοκλήρωσε την μαρτυρία του πλήρωσε το τίμημα του επιζώντος. Έπεσε στο φρεάτιο εκουσίως. Ο Πάουλ Τσέλαν πήδηξε από μια γέφυρα του Σηκουάνα στο ποτάμι και πνίγηκε. Όπως και το παιδί στην τραμπάλα. Είχε και αυτός ολοκληρώσει την μαρτυρία του. Ήταν πια περιττός

«Ενα Τίποτα

Είμαστε,

Είμαστε για πάντα

Θα μείνουμε, που ανθίζει:

Του τίποτα,

του κανενός το ρόδο

Με

το στύλο φως ψυχής

Το στήμονα έρημου ουρανού,

Την στεφάνη κόκκινη

Από την λέξη προφύρα,

Που τραγουδούσαμε

Πάνω, ω πάνω

Απ’ το αγκάθι».

Απ’ την ίδια συλλογή παίζει θέλει να παίξει με την γλώσσα τη χαλασμένη. Μια λέξη του Χαίντερλιν Pallaksh: «αν ερχόταν

Ερχόταν ένας άνθρωπος,

Ένας άνθρωπος στον κόσμο σήμερα,

Με

Τα γένια από φως των

Πατέρων: Αυτός θ’ πρεπε

Αν μιλούσε για τούτο

Τον καιρό,

Θ’ πρεπε

Μόνον να τραυλίζει και να τραυλίζει,

Όλο -, όλο –

Ένα ένα.»

 

«Ο ΑΝΤΡΑΣ

Όμορφη που είσαι αγαπημένη,

Όμορφη που είσαι.

Τα μάτια σου είναι περιστέρια

Μέσα απ’ το πέπλο σου.

(... ωσάν την κόκκινη κλωστή τα χείλια σου

Και είναι γλυκειά η λαλιά σου

σαν την σκελίδα του ροδιού το μάγουλό σου

μέσ’ απ’ το πέπλο σου.

(...

Είσαι πανέμορφη αγαπημένη μου,

χωρίς ψεγάδι.»

«Εγώ είμαι του αγαπημένου μου

κι αυτός δι –

κός μου

που βόσκει το κοπάδι του στα κρίνα».

«Η ΝΥΦΗ

Εγώ είμαι του αγαπημένου μου

Και ο πόθος του για μένα»

«θες με ως σφραγίδα επί την καρδίαν σου, ως σφραγίδα επί τον βραχίονά σου,

Ότι κραταιά ως θάνατος Αγάπη,

Σκληρός ως Αδης ζήλος,

Περίπτερα αυτής περίπτερα πυρός,

Φλόγες αυτής, ύδωρ πολύ ου δυνήσεται σβέσαι την Αγάπην, και ποταμοί ου συγκλίσουσιν αυτήν.»

«Μαύρο γάλα της αυγής σε πίνουμε την νύχτα

Σε πίνουμε μεσημέρι και πρωί σε πίνουμε τ’ απόγευμα

Πίνουμε και πίνουμε

Ενας άντρας κατοικεί στο σπίτι τα χρυσά σου μαλλιά Μαρ-

Γαρίτα

Τα σταχτιά σου μαλλιά Σουλαμίτ παίζει με τα φίδια

Φωνάζει παίχτε το θάνατο γλυκά ο θανάτος είναι Πρωτο-

Μάστορας

Απ’ τη Γερμανία

Φωνάζει παίχτε τα βιολιά πιο σκοτεινά θ’ ανεβείτε στον

Αέρα σαν καπνός

Θα’ χετε ένα τάφο στα σύννεφα

Εκεί δεν είναι στριμωχτά

 

Μαύρο γάλα της αυγής σε πίνουμε την νύχτα

Σε πίνουμε το μεσημέρι

Ο θάνατος είναι πρωτομάστορας

Απ’ τη Γερμανία

Σε πίνουμε τ’ απόγευμα

Και το πρωί πίνουμε και πίνουμε

Ο θάνατος είναι πρωτομάστορας απ’ τη Γερμανία το μάτι του

Είναι μπλε

Σε βρίσκει με μολυβένιες σφαίρες σε βρίσκει στο σταυρό

Ενας άντρας κατοικεί στο σπίτι τα χρυσά σου μαλλιά Μαρ-

Γαρίτα

Ρίχνει τα σκυλιά του επάνω μας

Χαρίζει ένα τάφο σε μας

Στον αέρα

Παίζει με τα φίδια και ονειρεύεται ο θάνατος είναι πρωτομά-

στορας

απ’ τη Γερμανία

Τα χρυσά σου μαλλιά Μαργαρίτα

Τα σταχτιά σου μαλλιά Σουλαμίτ».

 

Εδώ τελειώνει η Φούγκα θανάτου. Ο τάφος είναι τώρα στα σύννεφα. Αυτοί που κάνανε τα εγκλήματα εκτός των πρωταιτίων ουδέποτε τιμωρήθηκαν στην Γερμανία ή αλλού και ο χλωρός ίππος με το όνομα θάνατος ακολουθούμενος από τον Αδη...

«και είδον γυναίκα

Καθημένην επί θηρίων κόκκινον, γέμονταν ονόμα-

τα  

βλασφημίας, έχων κεφαλάς επτά και κέρατα

Δέκα, και η γυνή ην περιβεβλημένη πορφυρούν

Και κόκκινον, και κεχρυσωμένη χρυσίω και λίθω

Τιμίο και μαργαρείτες, έχουσαν ποτήριον χρυ-

Σουν εν την χειρεί αυτής γέμον βδελυγμάτων, και τα ακάθαρτα της πορνείας αυτής, και επί το

μέτωπο αυτής γεγραμμένον, Μυστήριον

Βαβυλών η μεγάλη, η μήτηρ των πορνών και

Των βδελυγμάτων της γης, και είδον την γυναί-

Κα

Μεθείουσαν εκ του αίματος των Αγίων, και εκ

του αίματος των μαρτύρων».

 

Ο θάνατος δεν έχει παραλήρημα. Έχει σιωπή. Ολάκερη. Σιωπή γεμάτη αίμα. Ο έρωτας έχει παραλήρημα. Ο θάνατος σήπεται. Σκονισμένος στη σκόνη του καιρού. Και εγώ.

«Ψάχνω δίχως να βρίσκω, γράφω μόνος,

Γύρω κανείς, πέφτει η χρονιά, η μέρα, πέφτω με την στιγμή,

πέφτω στα βάθη,

αθέατες οδοί μεσ’ τους καθρέπτες,

και του ειδώλου μου δείχνουν τα κομμάτια

(...)

Μια ζωντανή ημερομηνία γυρεύω».

Και εμείς τα «ονόματά μας χάνουμε» ενώ ο κόσμος αλλάζει και δεν συμβαίνει τίποτα, ενώ εσύ σωπαίνεις. Λάουρα, Μελουζίν, Νατζά, Υβόννη, Εντίντα. Με δυό μάτια κοιτάζω τους αιώνες πίσω μου οι αιώνες. Βυθίζομαι στη στιγμή και στροβιλίζομαι με τη γεύση του χρόνου στα χείλη. Προσπάθησα να γράψω για τον έρωτα και το θάνατο εκκινώντας από τον πασίγνωστο στίχο του «Άσματος Ασμάτων» ότι «Κραταιά ως θάνατος Αγάπη» και από το στίχο της Αντιγόνης του Σοφοκλή το «Ερως ανίκατε μάχαν». Και παράλληλα με το θάνατο και τον τάφο στα σύννεφα της «Φούγκας Θανάτου» του Πάουλ Τσέλαν του μάρτυρα που μαρτύρησε, του επιζώντος. Και ύστερα πατώντας ανάμεσα σε στίχους άλλων ποιητών γιατί ‘’εγώ, λέξεις δεν έχω’’» και σε σένα μιλώ:

«Παραμυθένια μου, θα’ ρθει καιρός και γαληνή θα με θυμάσαι όπως σ’ αγάπησα (...)

Ένα ταξίδι θα μαι

Ενα ταξίδι ωραίο

Διπλά ωραίο γιατί έγινε δεν έγινε

(...)

Τότε να μ’ αγαπάς

Τότε να μ’ αγαπήσεις

(...)

Σαν μια υπόθεση ενός μέλλοντος

Που σπεύσαμε το σφαγιάσαμε

Με γενναιότητα απάνθρωπα φιλάνθρωπη

Για να μας μείνει προίκα επαχθέσταστη

Ένα άγρυπνο όνειρο

Δεν θα σβήσω αυτό το όνειρο

Και δεν θα το υπάρξουμε

(...)

Να ‘ρθει καιρός

Παραμυθένια μου

Να μ’ αγαπάς σαν το ψωμί

Σαν το νερό σου

Δεν το σκέφτεσαι αλλά υπάρχει

Και το δέχεσαι

Να’ ρθει καιρός

Και να’ σαι εγώ – διπλός στη μέσα μοναξιά μου που την άγιασες

Γιατί την δίκασες την αγριότητά της και την πόνεσες

Να’ ρθει καιρός

Θα ‘ρθει καιρός

Και θα’ ναι μέσα σου έτσι όπως το θέλησα να είμαι

Τα πάντα -  ως το τίποτα

Παραμυθένια μου». Και αφηγητής του παραμυθιού, ο Παντελής Μπουκάλας και εντέλει ρήμα, είναι μόνο του έρωτα το ρώτημα. Ρώτημα οδυνηρό, και απάντηση καμία δεν έχει γιατί απάντηση δεν υπάρχει. Ποτέ δεν διατυπώθηκε και ούτε θα διατυπωθεί. Και εγώ θα φυλάγω την αγάπη μου κάτω από το μαξιλάρι σου.

 

.

 

Περιέχονται:

- Ιωάννου Αποκάλυψις / Γιώργος Σεφέρης

-Άσμα Ασμάτων/ Γιώργος Σεφέρης

-Πάουλ Τσέλαν, Φούγκα θανάτου / Ιωάννα Αβραμίδου - Του Κανενός το Ρόδο/ Χρήστος Λάζος

-Γκαίτε, Φάουστ, Κων/νος Χατζόπουλος

-Αντρέ Μπρετόν, Χρήστος Λιόντος

Πωλ Ελυάρ/ Γιώργο Σπανός

-Ιάκωβος Καμπανέλλης, Μαουτχάουζεν

-Οκτάβιο Παζ, Ηλιόπετρα/ Κώστας Κουτσουρέλης

και Σάββας Μιχαήλ, Χέλντερλιν, Παντελής Μπουκάλας

-

-

 

 

 

 

 


     :