Αντηλιά

Άνοιξα το παράθυρο για να φύγει μια μύγα που 'χε πέσει επάνω στο τζάμι με θόρυβο σαν μια παλάμη μικρού παιδιού ανοιχτή να είχε χτυπήσει το τζάμι. Η μύγα είναι τόσο τυφλή όσο και η παλάμη του παιδιού. Δε βλέπει ότι δε μπορεί να βγει στον αέρα. Δε βλέπει πως κάτι την εμποδίζει και μένει εκεί ακίνητη σαν να έχει μετανιώσει που ζει. Γιατί αν παραμείνει μέσα στο ζεστό δωμάτιο, αν περιπλανηθεί πάνω στα φώτα, τις λάμπες, τα αμπαζούρ θα βαρεθεί τόσο που θα νοσταλγήσει το φως και τον αέρα. Τη νύχτα και τα αστέρια. Οι μύγες δεν έχουν ονόματα. Είναι ανώνυμες. Όπως όλοι οι τυφλοί. Παρόλα αυτά νοσταλγούν το φως, μόνο το φως. Όπως οι τυφλοί νοσταλγούν την ανθρώπινη φωνή. Την ανθρώπινη παρουσία. Το χέρι που ζωγραφίζει το πρόσωπό τους. Το χέρι που δε βλέπουν.

Ένας σκύλος με κοιτάζει που έρχομαι προς το μέρος του. Δεν οπισθοχωρεί, αλλά ούτε επιτίθεται. Ένας μικρός σκυλάκος κρατημένος από ένα καφετί λουρί, αλλά η κυρία που το κρατάει είναι αόρατη. Βρίσκεται μόνο μέσα στο κεφάλι μου. Γίνομαι ο σκύλος. Για να τη γνωρίσω. Για να τη δω. Αλλά δεν είμαι σκύλος. Τι κρίμα! Πρέπει όμως να δω την αόρατη κυρία. Τότε ανακαλύπτω πως η αντηλιά που με τυφλώνει είναι εκείνη που με εμποδίζει να δω το λουλουδάτο φόρεμά της. Το χαμόγελο που ζωγράφισα στα χείλη της. Τα μαλλιά της κουρεμένα κοντά. Το καπέλο της φορτωμένο με τα φρούτα του δάσους σε μικρογραφία. Αλλά η κυρία αυτή είναι αληθινή. Και τη γνωρίζω. Και ας έπεσα τυχαία επάνω της. Ή μήπως εκείνη έπεσε τυχαία επάνω μου; Τι ξέρει ο σκύλος για μας; Και γιατί περιμένει να περάσω; Γιατί φοβάται; Τη χαιρετάω. Με αντιχαιρετάει και μου ζωγραφίζει ένα χαμόγελο. Χαμογελάει και εκείνη. Φαίνονται τα λευκά της δόντια. Σκηνικό δεν υπάρχει. Μόνο μια γωνία. Αυτή που περιμένει ο σκύλος. Μισός μέσα μισός έξω. Ο έξω σκύλος μου χαμογελάει. Ο μέσα είναι αόρατος. Όπως η πίσω πλευρά της σελήνης. Όπως τα αστέρια που χάνονται όταν βγαίνει το φεγγάρι ολόλαμπρο. Είμαι σίγουρος πως γνωριζόμαστε, της λέω. Και εγώ, απαντάει, αλλά μου διαφεύγει τώρα που σας έχω συναντήσει. Μιλάει στον πληθυντικό. Και εγώ σκέφτομαι να της πως ότι για λόγους οικονομίας συλλαβών είναι καλύτερα να μιλάμε στον ενικό. Έπειτα έχουμε και οι δυο την αίσθηση ότι είδαμε ''το δάσκαλο με την εφημερίδα''.

Περιμένουμε το πλοίο. Η γωνία έχει εξαφανιστεί από το προσκήνιο. Υπολογίζω πως θα καθίσουμε πλάι πλάι στην κουπαστή, αρκεί να μη χαθούμε μέσα σε τόσο πλήθος. Το πλήθος μπαίνει ανάμεσά μας αλλά εγώ ακολουθώ με το βλέμμα μου το λουλουδάτο φόρεμα που έχει βάση ένα βαθύ γαλάζιο χρώμα και πολλά κίτρινα λουλούδια ατάκτως ερρειμμένα στους γοφούς της.  Φτάνουμε στο πρώτο κατάστρωμα. Κοιτάζει πίσω της. Με ψάχνει. Πάντα την αναγνώριζα  απ' τα ρούχα που φορούσε. Το μήκος των μαλλιών της. Τους βραχίονες της. Τους αγκώνες της. Κάθομαι δίπλα της χωρίς δισταγμό. Αρχίζουμε να κουβεντιάζουμε. Περί ανέμων. Παίρνει τον σκυλάκο στην αγκαλιά της. Την ρωτάει πως τον λένε. Άρη μου λέει. Γιατί; ρωτάω. Α, έτσι, χωρίς λόγο, λέει εκείνη. Υποθέτω ότι έχουμε τον ίδιο προορισμό. Γιατί; Έτσι τυχαία όπως, τυχαία συναντηθήκαμε. Όχι για πρώτη φορά. Χωρίς να έχουμε γνωριστεί καλύτερα. Χωρίς να έχουμε κοιταχθεί. Μου επιτρέπετε; της λέω; Και της βγάζω το καπέλο προσεχτικά. Όλα τα πολύχρωμα μικροσκοπικά φρούτα του δάσους σκορπίζονται με θόρυβο στο πράσινο δάπεδο του καταστρώματος. Το πλοίο έχει ξεκινήσει.

Τώρα βρίσκομαι στο λιμάνι. Έχω βάλει το χέρι αντήλιο. Φοβάμαι μη την ξαναπατήσω και δε τη δω όπως την προηγούμενη φορά στη συνάντηση στη γωνία με το σκύλο. Την περιμένω. Το πλοίο έρχεται. Οι ναύκληροι δένουν τους κάβους. Την βλέπω να κατεβαίνει ασκεπής την σκάλα. Στα χέρια της ο μικρός της σκύλος, ο Άρης. Σηκώνει το χέρι και το κουνάει δεξιά αριστερά. Με χαιρετάει. Διακρίνω το χαμόγελό της. Χαμογελάω και εγώ.