Τα χαμένα


Μονολογεί απελπισμένη : τα έχασα, γιατί άραγε δεν έρχονται πια, τι έγινε κι έχω να τα δω τόσον καιρό- κι αν τη ρωτήσεις ‘ποια’  σε κοιτάζει απορημένη σα να λέει, μα είναι δυνατόν να μην καταλαβαίνεις…

Κάθε μέρα ολημέρα το ίδιο ό,τι και να κάνει είναι κολλημένη σε μικρές λέξεις ερωτηματικές που τις απευθύνει σε όποιον βρεθεί δίπλα της και περισσότερο στον εαυτό της.

Επειδή ταράζεται με την αδικαιολόγητη απορία των άλλων, έπαψαν να της ζητάνε εξηγήσεις οπότε το ερώτημα την απορροφά τόσο που μοιάζει να συρρικνώνεται σωματικά.

Το βράδυ που ζήτησε  άλλα τρία μαξιλάρια για το κρεβάτι της ενώ ήταν σίγουρο ότι πάντα κοιμόταν με δύο, έγινε η αφορμή για να την κατασκοπεύσουν.

Τα έβαλε γύρω της δυο από τη μια πλευρά και δυο από την άλλη και στο ένα ακούμπησε το κεφάλι της - άγνωστο αν κοιμόταν ή απλώς είχε κλειστά τα μάτια όλη τη νύχτα.

 

Τα χέρια της πάλευαν πάνω στα τρία μαξιλάρια κι έψαχναν

Βουνό κι ανέβαιναν με κόπο αλλά χωρίς να κάνουν πίσω λαχανιάζοντας με αγωνία ως την κορφή όπου παραιτούνταν  απογοητευμένα-οι ορεσίβιοι κοίταζαν άπραγοι

Θάλασσα και κολυμπούσαν δυνατά κοπιάζοντας με επιμονή ως την απέναντι ακτή όπου χωρίς το αντικείμενο του πόθου έμεναν αδειανά- τα ψάρια κοίταζαν φοβισμένα

Δάσος πυκνό και εκείνα γυμνά χωρίς δισταγμό με βεβαιότητα παραμέριζαν κλαριά, φυλλώματα , κορμούς, θάμνους χωρίς αποτέλεσμα – τα ερπετά κοίταζαν με υποψία

 

Tότε χαλαρωμένα αλλά με την απελπισία ζωγραφισμένη στις φλέβες τους, στο δέρμα, στα νύχια  έπιασαν το τέταρτο μαξιλάρι και το έφεραν στο πρόσωπό της -που αν το έβλεπαν τώρα οι κατάσκοποι θα έλεγαν ότι  είχε χαθεί δεν ήταν εκείνη πια αφού είχε χάσει τα όνειρά της.