Η Φονική Σκάλα

Μια μπλε φιγούρα σε ροζ φόντο κρεμασμένη στον τοίχο απέναντι απ' την κουνιστή πολυθρόνα. Όταν καθόταν σ' αυτήν αισθανόταν σαν τον γεννήτορά του. Αυτός την είχε αγοράσει, αυτός καθόταν σ' αυτήν. Κανονικά θα 'πρεπε να την τοποθετήσει στον σκουπιδοντενεκέ αλλά ήταν σίγουρος πως κάποιος θα την έπαιρνε σπίτι του. Κι αυτό ήταν κάτι που δεν επιτρεπόταν να το κάνει. Θα μόλυνε την ωραιότερη, την πιο όμορφη, την πιο κίτρινη ανάμνηση που είχε ποτέ. Αυτός καθόταν σ' αυτήν και κείνη καθόταν πάνω του, όχι πλάι του, πάνω του. Όσο κάθονταν εκεί ήταν αγκαλιασμένοι με τους πιο περίεργους τρόπους, τα πιο περίεργα συμπλέγματα. Τι άλλο μπορεί να είναι δύο εραστές. Δυο εραστές πάντα συμπλεκόμενοι. Δεν είναι ποτέ ένας και ένας. Ένας και ένας άλλος ή άλλη. Γι' αυτό ήταν αναγκασμένος να κρατήσει αυτή την πολυθρόνα απέναντι από τη γαλάζια φιγούρα σε ρόζ φόντο. Ήταν το δώρο της. Την είχε αγοράσει από την γκαλερί Σινιάκ, όταν είχε πάει στο Παρίσι. Ύστερα στο Άμσερνταμ, στη Νέα Υόρκη, στην Πράγα, στην ροζ πολιτεία που έμοιαζε με ζαχαρωτό, περίεργα γλυκό.

Είχε μια συνήθεια. Στην αρχή του είχε φανεί λίγο αηδιαστική. Μια καραμέλα ροζ που έλιωνε δύσκολα στο στόμα. Την έβαζε στο δικό της και μετά σούφρωνε τα χείλη, παραμέριζε τα δόντια και την πέρναγε στο δικό του στόμα. Ύστερα έκανε αυτός το πέρασμα της καραμέλας. Και αυτό συνεχιζόταν ώσπου η καραμέλα έλιωνε. Μόνο που εξαφανιζόταν πάντα στο δικό της στόμα. Και μετά άρχιζαν τα φιλιά. Ατέλειωτα φιλιά και γέλια. Του άρεσε να την γαργαλάει. Όταν άρχιζε να περνάει το δείκτη του κατά μήκος της γυμνής της πατούσας εκείνη παρίστανε την αδιάφορη. Μέσα της όμως δαγκωνόταν ώσπου το πόδι της με μια κίνηση που δεν έλεγχε πεταγόταν σαν ηλεκτρικό ρεύμα και τον κλωτσούσε στην κοιλιά. Εκείνος διπλωνόταν στα δύο, τάχα ότι τον είχε χτυπήσει δυνατά και πονούσε, έλυνε το σύμπλεγμα, την έριχνε στο πάτωμα και άρχιζαν να κάνουν τα βαρελάκια. Κατρακυλούσαν στις σκάλες, ένα - ένα τα σκαλοπάτια και οι δυο μαζί, με προσοχή όμως να μην αφεθούν στη σκάλα και η σκάλα εκδικηθεί  την ευθυμία τους, τη χαρά τους, τον έρωτά τους. Πάντα ζηλεύουν οι σκάλες όσους βρίσκονται στο κεφαλόσκαλο. Θέλουνε να τους γκρεμοτσακίσουν. Ποτέ καμία σκάλα δεν πήρε κάποιον απ' το χέρι να τον ανεβάσει με ασφάλεια και με το σωστό ρυθμό στην κορυφή της. Πολλά πράγματα είχαν κατρακυλήσει από την κορυφή ως το τελευταίο σκαλοπάτι και αυτής της σκάλας. Οι σκάλες είναι φονικές. Οι αναμνήσεις θαυμαστές αλλά οι εραστές έχουν πάντα αντίζηλους, αντιπάλους, φθονερούς, ζηλιάρηδες. Ποτέ δεν έχουν υποστηρικτές.

Η Κοραλία κάποια στιγμή εξαφανίστηκε από την ζωή του μαζί με το σακουλάκι με τις ροζ καραμέλες. Την κατάπιε το έξω μέρος, αυτό που δεν κρατάει κανέναν, που δεν συγκρατεί τις επιθυμίες, που δεν ικανοποιεί τα βίτσια. Όσο για τις αρετές, δεν ενδιέφεραν ποτέ κανέναν από τους εραστές.

Έτσι, ένα πρωί, ο Ροδρήγος αποφάσισε να σκοτώσει την ανάμνηση της Κοραλίας. Πήρε την πολυθρόνα, αφού πρώτα έβαλε επάνω της τον μπλε πίνακα με το ροζ φόντο, που του θύμιζε έντονα τις ροζ καραμέλες που τις αλληλοπιπιλούσανε και προσπάθησε να κατέβει με προσοχή τη σκάλα. Και τότε ο Ροδρήγος, στραβοπάτησε και γκρεμοτσακίστηκε.