η πανοπλία του ποιητή

«Τα ποιήματα συμβαίνουν» λέει ο ποιητής

Ο Σάββας Μιχαήλ δε συνηθίζει να γράφει επιστολές, αλλά έκανε μια εξαίρεση μόλις διάβασε το ποίημα «επέκεινα» του Βύρωνα Λεοντάρη, αυτό το φονικό ποίημα, όπως λέει. Την έγραψε τον 15 Αυγούστου του 2002 αμέσως μετά τη δημοσίευση του στο περιοδικό ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ (τ. 56/ 2002).

Τώρα πλησιάζει ο Δεκαπενταύγουστος με το ρεμβασμό του, ή χωρίς αυτόν. Αλλά ο Βύρων Λεοντάρης κανόνισε να φύγει πριν τον συναντήσει.

Τα ποιήματα συμβαίνουν, δεν ξέρω αν συμβαίνει το ίδιο με τον θάνατο. Αυτός μάλλον έρχεται και παίρνει τον καθένα και όλους μας χτυπώντας με ακρίβεια με το αδέκαστο σφυρί του.

Αλλά ο ποιητής πεθαίνοντας αφήνει πίσω του την πανοπλία του. Κληρονομιά δική μας. Εγκαταλείπει πίσω του το ποίημα.

Ο ποιητής χάθηκε. Η πανοπλία του δώρο ατίμητο περιμένει ν’ ακούσουμε το θόρυβο που κάνει, καθώς ο ποιητής την απεκδύεται. Και την αποθέτει δακρύζοντας.

«Α, δάκρυα, που είστε δάκρυα μου…/ Διαπεράστε τα έγκατα πετρώματα, αναβλύστε/ σαρώστε, αυτά τα μυγοχέσματα απ’ τα μάτια μου/ και κάντε μου ξανά το κλάμα κλάμα».

Τώρα που τον πήρε μακριά η λύπη, που τον έπνιγε όσο ζούσε, ακούστε τον:

 

Δεν έχεις το δικαίωμα, φώναζα, το κρίμα το δικό μου

να σηκώνεις

Κι εσύ ανένδοτα σιωπούσες.

Γιατί δικαιοσύνη δεν υπάρχει στην αγάπη

– ποιος αδικεί ποιος αδικείται

τι μας βαραίνει πιο πολύ

το κρίμα ή η αθωότητα;

 

Η αγάπη δε μας δίνεται, μας παίρνει

κι όσοι αγαπούν αλύπητα αγαπούν

ρημάζουν και ρημάζονται

 

Κι όλα τα πήρες πάνω σου

το φταίξιμο την ενοχή και την ποινή μου

Δικαιοσύνη δεν υπάρχει στην αγάπη.

 

Εντάξει, εσύ αναστήθηκες.

Εγώ όμως με σχεδία το σταυρό μου

θαλασσοδέρνομαι σε μαύρους ουρανούς

*

Μέλλον, πως γίνεται να είσαι μέλλον;

Αφού δεν είσαι θα, ποτέ δε θα ’σαι

πάντοτε ήσουν πριν ποτέ μετά

κι αντίδρομα, όπως πορεύομαι, έρχεσαι

κατέναντι μου κι από μέσα μου περνάς

χρόνος ανάστροφος

Πώς γίνεται να έρχεσαι από εκεί που εγώ πάω

και να υπάρχεις;

 

Πενθώ τις μέρες που έρχονται

δεν είναι μέρες, οι ψυχές τους είναι όταν με

συναντούν κι αντιπερνούν

και πίσω μου στου βίου μου τον απόηχο χάνονται.

 

Δε σ’ έχω και δε μ’ έχεις μέλλον,

δεν είσαι θα ποτέ δε θα ’σαι

το θα σου είναι το παρόν

το θα σου είναι το παρελθόν

πώς γίνεται να υπάρχεις μέλλον;

 

Φάσμα παρείσακτης νεκρότητας

μη μου χαλάς το θάνατο

Υ.Γ.

Δύο οι εναπομείναντες των «Σημειώσεων», ο Γεράσιμος Λικιαρδόπουλος και ο προσφιλής μου Στέφανος Ροζάνης. Η παρέα του περιοδικού ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ απορφανίστηκε. Γι αυτό «τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν, θέλουν μα δε βολεί να λησμονήσουν». Γιατί δεν υπάρχει γομολάστιχα που να σβήνει τη μνήμη σ’ αυτούς τους τρικυμισμένους καιρούς.

Info:

Εκδόσεις Νεφέλη 2003.

Η επιστολή του Σ. Μιχαήλ στο Homo Poeticus, Άγρα 2006

Ο Βύρων Λεοντάρης γεννήθηκε το 1932 στη Νιγρίτα Σερρών. Πέθανε πριν λίγες μέρες. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και άσκησε τη δικηγορία. Ήταν μέλος της ομάδας που εκδίδει το περιοδικό ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. Συνεργάστηκε στην Επιθεώρηση Τέχνης και στο περιοδικό Κριτική. Μεταφράστηκε στα γαλλικά, αγγλικά και τουρκικά. Ανάμεσα στα έργα του:

  • «Ορθοστασία» (1957)
  • «Ομίχλη του Μεσημεριού» (1959)
  • «Ψυχοστασία», εκδόσεις Ύψιλον Αθήνα 1983 (συγκεντρωτική έκδοση 1949 – 1976)
  • «Κείμενα για την ποίηση», Νεφέλη, Αθήνα 2001 (όπου περιέχεται το εξαιρετικό του δοκίμιο για τον Καρυωτάκη)