Ελεγεία για ένα καμένο δάσος

Ανάμεσα στη σύλληψη

Και στη δημιουργία

 

''Ανάμεσα στη συγκίνηση

Και στην ανταπόκριση

Η Σκιά πέφτει

Είναι η ζωή μακριά πολύ

 

Ανάμεσα στον πόθο

Και στο σπασμό

Ανάμεσα στη δύναμη

Και στην ύπαρξη

Ανάμεσα στην ουσία

Και στην κάθοδο''.

 

Η Σκιά πέφτει'' Τ.Σ.Ελιοτ, Οι Κούφιοι Άνθρωποι μτφρ. Γιώργος Σεφέρης

 

Εκεί οδηγούνται όλα στη Κάθοδο. Αυτό είναι το τελευταίο σκαλοπάτι. Τα προηγούμενα είναι ζωή, σύλληψη, δημιουργία. Για να γίνει αυτό πρέπει τα πράγματα να γεννηθούν, να υπάρξουν, να μεγαλώσουν, να μακροημερεύσουν,  να προσφέρουν απόλαυση, ομορφιά, καρπούς, να γίνουν δέντρα, να φυσήξει ανάμεσα στα φύλλα τους ο άνεμος, να γίνουν κίτρινα τα φύλλα και να πέσουν στο χώμα. Να γίνουν λίπασμα. Να φυσήξει ο αέρας ανάμεσα στις φυλλωσιές. Να τα φωτίσει το φεγγάρι. Να τα δροσίσουν οι στάλες της βροχής. Ν’ ακουστεί το περπάτημα του διαβάτη καθώς θρυμματίζει τα κίτρινα μωβ και κόκκινα πεσμένα φύλλα. Να γεμίσουν τα κλαδιά τους πουλιά καθισμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Να δεις τις εποχές να διαβαίνουν, να διαδέχεται το Καλοκαίρι το Φθινόπωρο. Να έρχεται ο Χειμώνας. Να γεμίζουν χιόνι τα γυμνά κλαδιά. Η Άνοιξη να λιώνει το χιόνι. Οι υλοτόμοι να κόβουν κλαδιά ξερά απ' αυτά που όλα τα δέντρα αποβάλλουν.   Ξεντύνονται απ' αυτά. Ένας Ισπανός συγγραφέας, ο Αλεσάντρο Κασόνα, λέει πως τα δέντρα πεθαίνουν όρθια. Η Κυριακή λέει, πως τα δέντρα δεν μπορούν να τρέξουν, γι' αυτό καίγονται.

''Το πρωί στο γκρίζο χάραμα τα έλατα κατουράνε'',  λέει ο Μπρεχτ. ''Και τα ζωύφιά τους, τα πουλιά να κράζουν αρχινάνε ένα ένα''.

Στο ''Περιμένοντας τον Γκοντό'' εκτός από τον Εστραγκόν και τον Βλαδίμηρο υπάρχει στην σκηνή ένα δέντρο με ένα μόνο φύλλο. Έτσι τελειώνει η πρώτη πράξη. Στη δεύτερη πράξη το δέντρο είναι γυμνό. Όλα ετοιμάζονται για την προϊούσα κάθοδο. Όταν η φωτιά κάψει τα δέντρα και ο καπνός γεμίσει τον αιθέρα όλα θα φτωχύνουν. Κάποιοι κορμοί θα πέσουν κάτω όπως οι νεκροί, θα ξαπλώσουν στη φρυγμένη Γη. Αυτοί οι κορμοί πρέπει να μείνουν εκεί, άταφοι, άκλαυτοι. Ποιος θα κλάψει για ένα δέντρο νεκρό; Μόνο όποιος κήδεται μιας ζωής, αυτός μόνο, αναλαμβάνει να κηδεύσει ένα σώμα, το σώμα όμως ενός δέντρου καμένου πρέπει να μείνει εκεί που έπεσε για να θυμίζει την καταστροφή, την έλλειψη, την απουσία, το Κακό, τη φωτιά που έσβησε, τον καπνό που έπνιξε τα ρουθούνια των ανθρώπων, που στέρησε την ανάσα τους. Ο δρυοκολάπτης γαντζωμένος επάνω σε μια κολώνα της ΔΕΗ χτυπάει με το ράμφος του το τσιμέντο ή το ξύλο, ενός πυλώνα γιατί δεν υπάρχει κανένα δέντρο να τρυπήσει, να στάξει ρετσίνι από το πεύκο, να παίξει το αγόρι με τα κουκουνάρια, να κρεμαστεί ο ποιητής που απελπίστηκε. Ο Νερβάλ βρήκε πρόσφορο ένα φανοστάτη. Απ' αυτόν κρεμάστηκε, γιατί πριν την Κάθοδο, στον Άδη, αναζητούσε λίγο φως. Όταν η φωτιά σβήσει η μέρα θα εξαφανιστεί διά παντός. Το δάσος θα σκοτεινιάσει, θα μαυρίσει, θα γίνει άνθρακας. Δε θα έχει πια ούτε ζωή ούτε σπασμό ούτε πόθος. Το δάσος επιθυμεί τον αέρα, τον ήλιο, την ημέρα, το σκοτάδι, τη σελήνη, το γκιώνη και ας είναι δυσοίωνο πουλί, την κουκουβάγια τη σοφή. Το κοράκι του Πόε έχει δραπετεύσει από κάποιο πίνακα του Βαν Γκογκ με κίτρινους στροβίλους, πράσινα δέντρα, το γαλανό του ουρανού, το πράσινο του Λόρκα.

 

''Πράσινος άνεμος. Πράσινα κλαδιά.

Τ' άρμενο μες στη θάλασσα

τ' άλογο απάνω στο βουνό.

Με τη σκιά στη μέση της

κοιμάται στο ακροκάγκελο,

πράσινη σάρκα, πράσινα μαλλιά,

και μάτια παγωμένο ασήμι.

Πράσινο που μ' αρέσεις πράσινο.

Κάτω από τη γύφτισα σελήνη

τα πράγματα όλα την κοιτάνε

και δε μπορεί να τα κοιτάξει''

Πράσινο που μ' αρέσεις πράσινο πότε θα σε ξαναδώ; Πότε θα μασήσω φύλλα δάφνης; Πότε θα στεφανωθώ μ' ένα δάφνινο στεφάνι;. πότε θα καθίσω σ' ένα ξέφωτο να δω τι χρώμα πήραν τα μάτια σου. Πράσινα σαν το χρώμα των φύλλων, σαν την ανάμνηση των πράσινων φύλλων. Άυλα όντα κινούνται τώρα ανάμεσα στους όρθιους και πεσμένους κορμούς. Στα κορμιά των δέντρων χωρίς ρίζες αντί για πόδια, χωρίς πανοκόρμι αντί για κλαδιά, χωρίς φύλλα, χωρίς αέρα, χωρίς μισοΰπνι, χωρίς όνειρα, το δάσος δε κοιμάται γιατί δε ζει. Το δάσος είναι Νεκρό. Τέφρα. Όπως αυτή που αντίκρυσε ο Λωτ και έμεινε στήλη άλατος, γιατί δεν άκουσε τη συμβουλή και ήθελε να αποχαιρετήσει τα Σόδομα και τα Γόμορρα που δεν υπάρχουν πια, παρά μόνο η ανάμνησή τους. Κάποιος είπε πως είχε τραβήξει ένα ενσταντανέ αλλά έλεγε ψέματα. Κανείς δεν μπορεί να τραβήξει ένα ενσταντανέ. Πρέπει να είναι ζωντανός και το μυαλό του να λειτουργεί για να κάνει κάτι τέτοιο. Μια στήλη άλατος θα διαλυθεί και θα πέσει στο χώμα και το χώμα δε θα μπορεί να την καταπιεί γιατί είναι κι αυτό καμένο μαζί με τις ρίζες που φτάνουν βαθιά κάτω απ' τη Γη, εκεί που ο Ήφαιστος ετοιμάζει τη φωτιά του για να σφυρηλατήσει τα δημιουργήματά του. Εκεί που ο Προμηθέας έδωσε πριν εκατομμύρια χρόνια τη φωτιά στους ανθρώπους για να ξεκινήσουν. Χωρίς αυτήν θά ‘μεναν ακίνητοι, χωρίς ζωή, χωρίς πόθους. Ακόμη και ο Επιμηθέας ο αστόχαστος, μπορούσε να βρει τρόπους να βάλει την αστοχασιά του. Ποιος μπορεί να ερωτευτεί ένα καμένο δάσος; Ποιος μπορεί να ερωτευτεί μέσα σ' ένα καμένο δάσος; Ποιος μπορεί να αναπνεύσει μέσα σ' ένα καμένο δάσος; Ποιος μπορεί να ζήσει μέσα σ' ένα καμένο δάσος; Ποιος μπορεί να περπατήσει μέσα σ' ένα καμένο δάσος; Ποιο πουλί μπορεί να κελαηδήσει στα καμένα κλαδιά ενός δέντρου; Ποια ζωή μπορεί να ζήσει μέσα σ' ένα καμένο δάσος. Ποιος μπορεί να αντέξει αυτή την επωδό; Ούτε αυτός που έκαψε το δάσος δε μπορεί. Όποιος έκαψε το δάσος θα πεθάνει. Θα πληρώσει. Είναι δολοφόνος. Πολυδολοφόνος. Οι σκιές κι ύστερα το σκοτάδι, λίγο πριν την Κάθοδο στον Άδη. Και ο Ηράκλειτος μόνος του μετανιωμένος που έλεγε πως αυτός ο κόσμος που υπήρχε από πάντα οφείλει την ύπαρξή του στη φωτιά. Πού νά 'ξερε; Πού να φανταζόταν; Αλλά το είπε. Το έζησε και αυτός και ο Προμηθέας. Πράγματι η φωτιά έδωσε ζωή στον κόσμο αλλά η πυρκαγιά που είναι έργο της φωτιάς αφάνισε τον κόσμο.

Πράσινο που μ' αρέσεις πράσινο

πότε θα σε ξαναδώ; μουρμουρίζει τ' αγόρι,

τα μυρμήγκια του μυαλού του, τα ελάφια της ομορφιάς τους, οι αλεπούδες της πονηριάς τους, οι λύκοι της μοναξιάς τους, οι πεταλούδες της ελευθερίας τους, οι ψυχές νεκρών και ζωντανών που στέκουν στις κορφές, τα κουνάβια, οι πασχαλίτσες, τα φίδια, οι αρουραίοι, οι ασπάλακες, η καιόμενη βάτος, οι αρκούδες, τα ρυάκια και όλα αυτά ώσπου να εμφανιστεί ο μαυροντυμένος αδύνατος σκελετωμένος άνδρας που κρατά στις χούφτες του την τέφρα έχοντας αποτεφρώσει το αφανισμένο δάσος, έναν κόσμο ολόκληρο. Ένα σύμπαν ζωντανό που πέθανε στα χέρια του, όπως «ο κύριο Κουρτς» στη νουβέλα του Τζόζεφ Κόνραντ στην ''Καρδιά του Ερέβους''.

 

ΣΗΜΕΊΩΣΗ:

-από το ποίημα του Μπ. Μπρεχτ, Εγώ, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ σε μετάφραση Πέτρου Μάρκαρη/ Μάριου Πλωρίτη

-από το ποίημα του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, Παραλογή του μισοΰπνου σε μετάφραση, Νίκου Γκάτσου