Στο Βυθό του Χρόνου. Ο Αντρέας Δημακούδης του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη.

Είναι πολύ δύσκολο, λέω, να καταλάβεις έναν ήρωα, εννοώ έναν επινοημένο ήρωα, δηλαδή έναν άνθρωπο με κάποια χαρακτηριστικά που σου δίνει ο συγγραφέας, σκόρπια μέσα στην αφήγηση, για να τον συνθέσεις μόνος σου ή αδρομερώς μόνο, οπότε εσύ ο αναγνώστης φορτώνεσαι με τη δουλειά που απέφυγε να κάνει ο συγγραφέας. Έχει λοιπόν μερικές αντικειμενικές δυσκολίες μια ''ανάγνωση'' ενός μυθιστορηματικού ήρωα. Μερικές από αυτές μπορεί να είναι θελκτικές, διασκεδαστικές ή δυσανάγνωστες, θλιβερές ή συγκινητικές, συγκλονιστικές ακόμα, τρομακτικές, άλλες κουραστικές, ανιαρές, αδιάφορες.  

Το διάβασμα πρέπει να είναι απόλαυση για να μη θυμίζει τους καταναγκασμούς του σχολείου που απομάκρυναν τους περισσότερους από το διάβασμα.  Επομένως κι η αναγνώριση του ήρωα που μπορεί να έρθει πολύ νωρίς ή πολύ αργά πρέπει νά 'χει ένα τόνο έκπληξης, μια στιγμή ικανοποίησης για σένα αναγνώστη, mon semblable mon frère που τα κατάφερες να κατανοήσεις τις πράξεις του ήρωα, να τον συμπαθήσεις ή να τον απορρίψεις, να σου καρφωθεί στο μυαλό, να σου γίνει οικείος  ή αποκρουστικός.

Μια ευτυχή συνάντηση ενός ήρωα ίσως η ευτυχέστερη της λογοτεχνίας είναι η αναγνώριση του Οδυσσέα όταν φτάνει στην Ιθάκη από το σκύλο του.

Δεν ξέρω τι είναι πιο δύσκολο, να γνωρίσεις έναν φανταστικό ήρωα ή έναν ''πραγματικό άνθρωπο''; Μπορώ μόνο να υποθέσω ότι ένας άνθρωπος είναι πολύ περισσότερο πολύπλοκος και γι' αυτό δύσκολα ανιχνεύσιμος από τις κεραίες ενός άλλου ανθρώπου, ακόμα και συγγραφέα. Ο συγγραφέας βέβαια έχει γνωρίσει και επιλέξει τον ήρωά του από έναν ή περισσότερους ''πραγματικούς ανθρώπους'' κάνοντας με τη φαντασία του που συνήθως έχει πραγματική βάση ένα επινόημα που φαντάζει πραγματικό. Στην περίπτωση που θα εξετάσουμε ένα τέτοιο επινόημα αν και είναι αδόκιμο να χαρακτηρίζεις έναν άνθρωπο, έστω και φανταστικό, με τη λέξη επινόημα, ο ήρωας είναι επινόηση του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη [1908-1993], αυτού του σπουδαίου συγγραφέα, και μας έρχεται από το 1935. Ο ήρωας και ο τίτλος της νουβέλας συμπίπτουν. Έχουν το όνομα του ήρωα, Αντρέας Δημακούδης. Ο συγγραφέας και ο Δημακούδης, δηλαδή αφηγητής και μυθιστορηματικό πρόσωπο συμπίπτουν. Ο Πεντζίκης σπούδασε φαρμακευτική στο Στρασβούργο και υποδυόταν για χρόνια το φαρμακοποιό αφού ο πατέρας του του είχε αφήσει ένα φαρμακείο. Παρότι η φαρμακευτική είναι επιστήμη, ο Πεντζίκης δεν αισθανόταν καθόλου επιστήμων. Θέλω να πω, δεν αισθανόταν και δεν σκεφτόταν τουλάχιστον από ένα σημείο και μετά με τον ορθό λόγο. Όταν μάλιστα ανακάλυψε τον Χριστιανισμό, και αφού παντρεύτηκε και άρχισε να συνέρχεται από τη σύγχυση στην οποία βρισκόταν τότε, έγινε εντελώς ανορθολογιστής, όπως πρέπει να είναι ένας λογοτέχνης δηλαδή, και ας μην είναι χριστιανός. Και ο Πεντζίκης δεν ήταν απλώς στρατευμένος στην χριστιανική παράδοση, ήταν βυζαντινός-κατά το ελληνικός του Καβάφη.

Ο Νίκος Χατζηκυριάκος- Γκίκας με τον Δημήτρη Πικιώνη βγάζουν τον Οκτώβρη του 1935  ένα περιοδικό με τίτλο: ''Το τρίτο μάτι' . Εκεί υπάρχει απόσπασμα, για πρώτη φορά μεταφρασμένο στα ελληνικά, από τον  Πεντζίκη, του Εντουάρ Ντιζαρντέν από το βιβλίο του ''Έδρεψε δάφνες'' [''Οι δάφνες κόπηκαν''] που  θεωρείται ότι εγκαινιάζει τον εσωτερικό μονόλογο. Μετέφρασε ακόμα το μονόλογο της Μόλλυ Μπλουμ από τον ''Οδυσσέα'' του Τζόυς, ο οποίος χρησιμοποίησε τον εσωτερικό μονόλογο μετά την ανάγνωση του βιβλίου του Ντυζαρντέν. Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος ισχυρίζεται- και έχει δίκιο - πως σε αυτό το βιβλίο, αν και έκανε μεγάλο ντόρο στις δύο λογοτεχνικές πρωτεύουσες της χώρας, γιατί θεωρήθηκε ως το πρώτο βιβλίο εσωτερικού μονολόγου, δεν χρησιμοποιεί τον εσωτερικό μονόλογο ο συγγραφέας, αλλά μια απλή ρεαλιστική αφήγηση, σχεδόν αφελή και σε ορισμένα σημεία παιδιάστικη. Εσωτερικό μονόλογο πρωτόγραψε στο ''Ο πεθαμένος και η Ανάσταση", όπου ο ανώνυμος ήρωας αυτοκτονεί αλλά ανασταίνεται.

        Είναι δύσκολο για έναν συγγραφέα να φτιάξει το δικό του σύμπαν. Πολλοί δεν τα καταφέρνουν. Οι περισσότεροι. Παραπαίουν από βιβλίο σε βιβλίο, αν κατορθώσουν να γράψουν περισσότερα από ένα και μιλάμε για τους πεζογράφους, γιατί από σαχλά ποιήματα, τάχα εύκολα γραμμένα, έχουμε ένα ολόκληρο ποτάμι που παρασέρνει γράμματα και λέξεις που σβήνουν όταν χύνονται στο μεγάλο ωκεανό της παγκόσμιας λογοτεχνίας που δεν χωράει παρά μόνο τη λογοτεχνία και τίποτα άλλο. Και, ως γνωστόν, όταν όλα είναι λογοτεχνία τίποτα δεν είναι λογοτεχνία.

Ο Αντρέας Δημακούδης λοιπόν, που έχει κάνει τις ίδιες σπουδές με τον Πεντζίκη, είναι ερωτευμένος με μία γυναίκα. Ο Δημακούδης είναι πολύ νέος. Τι να την κάνει λοιπόν τη γνώση; Πόσο μπορεί να χρειαστεί σ' έναν φαρμακοποιό πέρα από τα λατινικά, τις συνταγές, τις παρενέργειες και τα συναφή με τα φάρμακα; Άρα, για να συνεχίσει να ζει και να αναπνέει του χρειάζεται, του είναι απαραίτητο, το έχει ανάγκη, να ερωτευτεί. Μία γυναίκα. Το ποια δεν έχει σημασία. Σημασία όμως έχει αυτή η γυναίκα να ανταποκριθεί στον έρωτά του και η κυρία Σαίγκερ, αυτή είναι η γυναίκα που ερωτεύτηκε, δεν ανταποκρίνεται στον έρωτά του. Τον απορρίπτει. Και φυσικά ο Αντρέας αισθάνεται όπως όλοι οι απορριμμένοι.

 

‘’Ήταν σκοτάδι.  Νύχτα από εκείνες που βραδιάζουν νωρίς τον χειμώνα. Γενάρης Δεν έκανε πολύ κρύο. Περισσότερη ήταν η υγρασία. Απλωμένη γυάλιζε πάνω στο μουσαμά του διαβάτη που περνούσε τον κύκλο του φαναριού με το αεριόφως. Άστραφτε σαν κομμάτι γυαλί στο χνούδι του σκούρου πανωφοριού. Λέκιαζε τις επιφάνειες από τους τοίχους του σπιτιών. Γλιστρούσε σε γραμμές πολυδαίδαλες στα τζάμια από τις βιτρίνες. Έβρεχε’’.

 

        Ο Δημακούδης είναι ένας ανώριμος, ακαταστάλαχτος νέος, ο οποίος υποφέρει ίσως από υπαρξιακό αδιέξοδο. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που θέλει να δει το πρόσωπό του στον καθρέφτη της δεσποινίδας Ρενέ Σαίγκερ. Μαθαίνουμε ότι αυτή διασκεδάζει με τις ανοησίες και τα παιδιαρίσματα του Αντρέα, αλλά δε βρίσκει σ' αυτόν τον άντρα κάτι που θα την κέρδιζε. Ίσως ούτε κι αυτός, όντας καθόλου σίγουρος για τον εαυτό του, δεν είναι σίγουρος και για τα αισθήματά του και βλέπει τον έρωτα προς τη Σαίγκερ περισσότερο σαν μια διέξοδο στην οντολογική του πομφόλυγα. Ο Δημακούδης είναι καρυωτακικός ήρωας. Συνδυάζει τη τραγικότητα της ελεγείας με τη γελοιότητα της σάτιρας. Έτσι στις 130 περίπου σελίδες αυτού του βιβλίου, όσο δηλαδή διαρκεί αυτό το ερωτικό κυνηγητό του Αντρέα προς τη Ρενέ διαπιστώνουμε πως η εμμονή του Δημακούδη  θυμίζει τον ήρωα του Γιένσεν που είχει προκαλέσει το ενδιαφέρον του Φρόυντ, ο οποίος έγραψε για την επιμονή του ήρωα ν' ακολουθεί  τη Γκραντίβα, τη μούσα του, το πεπρωμένο του. Όμως ο ήρωας του Γιένσεν  κυνηγάει ένα φάντασμα. Αντίθετα ο Αντρέας κυνηγάει μια γυναίκα με σάρκα και οστά, όπως αυτός.

''Αισθανόταν τη ψυχή του αδειανή μέχρι τον πυθμένα. Εξαντλημένος και γεμάτος ντροπή έκρυψε το πρόσωπό του θέλοντας να δει να αναπηδά μέσα του καινούργια ελπίδα''.

''Ο Αντρέας Δημακούδης ξαπλωμένος ακόμα στο κρεβάτι. Με μισοσφάλιχτα μάτια νιώθει με ευχαρίστηση το ξύπνημα, σάμπως σκίρτημα μέσα του από πολλές φωνές δυνατές σαν ήμερα πρόσωπα γελούμενων παιδιών, που ατακτούν αφημένα σε πρόσχαρη εξοχή. Μέσα του η σκέψη προσπαθούσε να αποδώσει σε στέρεο σχήμα τον ήχο της χαράς που ένιωθε''.

Και πιο κάτω:

''Ήταν πρώτα το λύγισμα του κορμιού με το ανάλαφρο τρέξιμο και το κεφάλι να κοιτά πίσω λοξά. Έπειτα τα πόδια, τα καφέ παπούτσια που πατούσαν εναλλάξ τους κύβους του γρανίτη στο δρόμο. Την είχε ανταμώσει ξανά εκτός από το πρωί και το απόγεμα. Ενώ περίμενε από μιαν ώρα στη γωνία, της είπε πως ήταν δήθεν τυχαία η συνάντηση. Εκείνη κατάλαβε και γέλασε.''

Ο Δημακούδης αφού συνοδεύει τη Ρενέ στο δωμάτιό της επιμένει να μπει κι αυτός μαζί της μέσα. Εκείνη αρνείται. Του λέει πως είναι κουρασμένοι και οι δυο τους και πως θα ήταν καλύτερα να πάνε να πλαγιάσουν. Εκείνος θυμώνει και της λέει δυσάρεστα πράγματα. Αργότερα στο δωμάτιό του διαπιστώνει πως την αγαπά.

'''Όχι, εγώ αγαπώ, αγαπώ πολύ τη Ρενέ’.  Σκέφτηκε πως όλα θα τα επανόρθωνε. Και για να βρει βεβαιότητα πίεσε τον εαυτό του να κάνει κάτι που θα ήταν πολύ σκληρό (αισθάνθηκε την ανάγκη να υπάρξη, να δη ένα ζωηρό χρώμα, ένα κόκκινο). Έκοψε το δάχτυλό του με το ξυράφι και με το αίμα έγραψε πάνω σ' ένα χαρτί (από υπερηφάνεια ήθελε, η ιδέα μοναχιά της, να νικήσει την ευτέλεια του μέσου): 'Σας αγαπώ πολύ, δεσποινίς Ρενέ' ''.

Ο Δημακούδης είναι φανερό ότι βρίσκεται σε δυσαρμονία με τον κόσμο. Είναι δειλός με τους ανθρώπους, ντρέπεται πολύ με τις γυναίκες γι' αυτό και κάθε ‘’όχι’’ τους τον κάνει θηρίο. Είναι όπως κάποιος που ντρέπεται και μιλάει πάρα πολύ σιγά σχεδόν ψιθυρίζει σ' αυτόν που τον ακούει, γιατί φοβάται ότι όλοι έχουν στήσει αυτί και τον ακούνε, ενώ κανείς δεν ενδιαφέρεται για το τι λέει ούτε καν ακούει τον ψίθυρό του και ξαφνικά απομακρύνεται, κι αυτή η απόσταση του δίνει θάρρος και κραυγάζει: ''Θα σε δω αύριο''.

  Ο Αντρέας Δημακούδης βρίσκεται σε μια πόλη του Βορρά. Σπουδάζει εκεί με χρήματα που του στέλνουν οι δικοί του με μεγάλη δυσκολία. Έχει λοιπόν ενοχές όταν χάνει χρόνο από το διάβασμά του κυνηγώντας τον ποδόγυρο της Ρενέ. Έχει όμως ανεπτυγμένο και το αίσθημα της αμαρτίας. Η Σέγκερ δολιχοδρομεί ανάμεσα στους δισταγμούς της απέναντι στην ορμητική φύση του Αντρέα, αλλά τελικά τον απορρίπτει οριστικά. Η απόρριψη αυτή αδειάζει τον Αντρέα από τη συναίσθηση του σκοπού. Τι θα κάνει τώρα; Αυτό το οποίο του έδινε ένα προορισμό και ένα νόημα χάθηκε. Όσα τεχνάσματα κι αν χρησιμοποίησε πήγαν χαμένα. Ό,τι επένδυσε σ' αυτόν τον έρωτα έμεινε αξόδευτο. Ο αναγνώστης πείθεται λιγότερο και από τη Ρενέ για την αλήθεια του πάθους του Αντρέα που μπορεί να είναι υπαρκτό, αλλά δεν μπορεί να εκφραστεί με τον ανάλογο τρόπο. Ο Αντρέας δίνει την εντύπωση ότι παίζει και ότι η ερωτική του επιθυμία δεν είναι τίποτε άλλο από ένα μεταμφιεσμένο πείσμα, μια εμμονή που δεν μπορεί να εγκαταλείψει. Παρουσιάζει κιόλας κάποιες διαταραχές. Φιλάει τα παπούτσια της Ρενέ πράγμα που δείχνει πως ο φετιχισμός έχει ακρωτηριάσει το συναίσθημά του. 

Όταν επιχειρεί να δημιουργήσει μια άλλη σχέση γρήγορα υπαναχωρεί νικημένος από την αηδία και την αυτοπεριφρόνηση. Επιπλέον είναι ιδιαίτερα βίαιος και επιθετικός και απέναντι στο αντικείμενο του πόθου του που τον ενδιαφέρει αλλά και απέναντι στους άλλους που τον αφήνουν παγερά αδιάφορο. Έτσι δέρνει ένα φίλο του μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει το σαδισμό του.

''Τάχα ο άνθρωπος είναι, μπορεί να είναι πιο σίγουρος πιο ασφαλισμένος από ένα έντομο; Ποιος ξέρει; Πάντως, όταν διανοείται ο άνθρωπος, γίνεται φιλήσυχος, ό,τι λογής πρόσωπο κι αν έχει. Όλα τα πρόσωπα βλέπουν. Ακόμα κι όταν κλείνουν τα μάτια τους βλέπουν. Όποιο σχήμα κι αν έχουν τα μάτια, αυτές οι ζυγές λίμνες, οι κλειστές θάλασσες, οι καθρέφτες του εσωτερικού βυθού, του χάους, του απείρου, η ποικίλη σε αποχρώσεις ίριδα, που άλλοτε πάει προς τα πάνω, κρύβεται σχεδόν κάτω από τα βλέφαρα, σκιάζεται από τα χόρτα που είναι στην άκρη της όχθης, άλλοτε κατεβαίνει χαμηλά, διακρίνεται ολόκληρη κυκλική σαν πυρήνας κυττάρου ζωής, πυρήνας με τον πυρηνίσκο και τον πυρήνα του πυρηνίσκου, κολυμπάει φορές δεξιά, φορές αριστερά, πουλί, ένα από τα σημάδια της διακοσμητικής ουράς του παγονιού, από πολλά παγόνια του παραδείσου, με χίλια μάτια στην ουρά, πίνουν από στέρνες αλαβάστρινες, πίνουν την έννοια της γενικής, απόρρητης θέας και δεν χορταίνουν, αχόρταστο πράγμα ο κόσμος και το μάτι που τον βλέπει κόσμημα'' γράφει ο Πεντζίκης στο διήγημα ‘Ιωνάς Νεόπουλος’’ που όμως ταιριάζει τόσο του Δημακούδη. 

        Τελικά ο Δημακούδης έχει πιο περίπλοκη ψυχοσύνθεση απ' ότι φαίνεται σε πρώτη ματιά και στη περίπτωσή του ο συγγραφέας δεν αφήνει κανένα χαρακτηριστικό και κανένα επεισόδιο που συμβαίνει στον ήρωά του κρυφό από τον αναγνώστη. Έτσι επισωρεύει ένα προφίλ με τόσα πολλά στοιχεία που εμποδίζουν τον αναγνώστη να βγάλει ένα τελικό συμπέρασμα. Διευκολύνοντάς τον, ο συγγραφέας βάζει τον Δημακούδη να πνίγεται.

‘’Απ΄ εκεί πάνω αντίκρυσε ολόκληρη την πολιτεία. Καταλάβαινε τη σειρά και την τάξη από τα αισθήματα των ανθρώπων. Αυτό που είχε ζητήσει ο ίδιος τό ‘νοιωθε μέσα στον πυρήνα  της ίδιας του της δομής. Είχε τη συναίσθηση του εξευτελισμού και της απώλειας της ατομικότητάς του. Ολόκληρος δεν ανάπνεε παρά μόνον αγάπη. Ο Θάνατος μπορούσε νά ρθει να τον βρει. Τον αποζήταγε.  Καταλάβαινε το νόημά του. Τη γενικότερη αρμονία που γύρευε να ενταχθεί. Γεμάτος από χαρά ο Αντρέας Δημακούδης, πρώτη φορά χωρίς κανένα φόβο, πνίγηκε στο ρεύμα του μεγάλου ποταμού’’.

   Η τραγικότητα του ήρωα σβήνει τα ρομαντικά στοιχεία και κάνει το μυθιστόρημα μια υστερικά υπαρξιακή ιστορία. Ο Δημακούδης διέπεται από ένα οντολογικό χάος το οποίο δεν μπορεί να βάλει σε τάξη. Το ίδιο χάος είχε και ο συγγραφέας του όταν έγραφε τη νουβέλα αυτή, αλλά αυτός είχε το χρόνο και το θάρρος να το διευθετήσει περνώντας σ' αυτό που είχε ανάγκη, στην χριστιανική οντολογία. Ο Δημακούδης είναι άνθρωπος της απώλειας, ένας αυτόχειρας αντίθετα ο Πεντζίκης είναι ένας σωσμένος.

 

-Ν. Γ. Πεντζίκη, Αντρέας Δημακούδης, και άλλες μαρτυρίες χαμού και δεύτερης πανοπλίας, εκδόσεις ΑΣΕ,[ Αγροτικές Συνεταιριστικές Εκδόσεις], Ιούλιος 1977

-Mario Vitti, Η γενιά του τριάντα, Ιδεολογία και μορφή,εκδόσεις Ερμής,1979