Οι μαργαρίτες, ο ήλιος, η σελήνη, η Γλαύκη, ο ένας κι ο άλλος

Ο ένας θαύμαζε το θαύμα που έτεινε να γίνει καθημερινό γεγονός. Λάτρευε αυτό το μυστηριακό τοπίο ανάμεσα Σταύρωσης και Ανάστασης. Ένα μεγάλο διάστημα που το θαύμα το έκανε με το δικό του συμβολικό τρόπο τόσο όσο να πιείς ένα ποτήρι αγιασμένο νερό.

Αυτά με τον ένα. Ο άλλος παρατηρούσε την πορεία του ήλιου στο στερέωμα. Χάζευε όσο κι αν του έπαιρνε αυτό το χάζεμα. Χάζευε τις μαργαρίτες αλλά βαριόταν να τις κόψει και να τις μαδήσει όπως έκανε όταν ήταν παιδί και ήθελε να βεβαιωθεί πως η Γλαύκη τον αγαπούσε. Παιδεύοντας το ίδιο ρήμα πότε με το δεν και πότε χωρίς αυτό γύριζε την πολύφυλλη μαργαρίτα τραβώντας ένα ένα τα φυλλαράκια της ώσπου η μαργαρίτα έχανε και το τελευταίο. Για κοίτα ένα κοτσάνι μόνο του και χωρίς αγάπη έλεγε μυστικά στον εαυτό του αφού είχε βγει πως η Γλαύκη τον αγαπούσε.

Πώς τύχαινε όμως η Γλαύκη να τον αγαπά όσο και οι μαργαρίτες;

Μήπως αυτή η μανία του μαδήματος τον μπέρδευε κι έκανε λάθη στο δε και το μ’ αγαπά αλλά τελικά έβγαζε το σωστό αποτέλεσμα. Ή αυτό που επιθυμούσε.

Ο ήλιος χωρίς καμιά εναλλακτική δυνατότητα δεν άφηνε τίποτα κρυφό- όπου και να ‘κρυβε την επιθυμία του να συνεχίσει να τον αγαπά η Γλαύκη- αν όχι για πάντα τουλάχιστον για έξι μήνες ακόμη. Κι ύστερα όταν ερχόταν το φθινόπωρο ας τελείωνε αυτό το κουραστικό το ψυχοφθόρο μάδημα αφού θα ‘ βγαζε πια το δεν κι αυτός δεν θα το ξανάκανε.

 

Ο πρώτος, λοιπόν, θαύμαζε τη μυστηριακή επενέργεια του θαύματος της Ανάστασης, γιατί ο θάνατος δεν είναι θαύμα αλλά η αδήριτη πραγματικότητα.

 Ο  άλλος βαυκαλιζόταν με το θαύμα του έρωτα επιμένοντας να μαδά μαργαρίτες.

 Η τρίτη, η Γλαύκη δεν έπαιρνε μέρος  στις αγωνίες του έρωτα. Αυτή είχε μανία με τον ουρανό και το γλαυκό φως του. Αν κι ο ήλιος διέλυε και το γλαυκό φως κι όλα τ’ άλλα. Διέλυε κάθε επιθυμία για οτιδήποτε, εκτός από την καθημερινή τάξη του νυχτώνει ξημερώνει.

Πολύ κυνικός αυτός ο ήλιος αλλά καυτός παρ’ όλ’ αυτά, όχι σαν την ψυχρή, ψύχραιμη, μεταλλική σελήνη. Αδιευκρίνιστη κρυμμένη στο σκοτεινό κοίλωμα που συχνάζουν οι νυχτερίδες. Τις έβλεπε αν έμενε ξύπνια  να πεινούν καμιά φορά τη νύχτα κι άκουγε τ’ ακτινωτά φτερά τους να σχίζουν το φεγγάρι στα τρία.

Χίλιες φορές ο ήλιος καυτός, φωτεινός, αδιάκριτος σου ‘φερνε δάκρυα αν τολμούσες να τον κοιτάξεις στο κωμικό, στρογγυλό του σχήμα. Ναι, χίλιες φορές ο ήλιος που λύνει τα μάγια κι αποκαλύπτει τα θαύματα και δε σ’ αφήνει παρά όταν πια χάσεις την αίσθηση του χρόνου και του νοήματος- άχρηστα και τα δύο