Αφυδάτωση

Η μέρα τέλειωσε όταν έκλεισε την πόρτα κατά πρόσωπο της νύχτας. Όλες οι πόρτες κλείνουν νύχτα. Δίπλωσε το χαρτί με σχεδόν τρεμάμενα χέρια στην αρχή στα δύο, ύστερα στα τέσσερα και έπειτα στα οκτώ. Κι έτσι που ήταν τώρα ένα μικρό τετράγωνο χαρτάκι μικρότερο από ένα γραμματόσημο, δεν ήξερε τι να το κάνει. Το αντιμετώπιζε όμως με σεβασμό σαν να επρόκειτο για τη διαθήκη του. Γιατί τελευταία δεν ένιωθε καθόλου καλά. Μέρες ολόκληρες, μέρες στα δέντρα. Είχε, θαρρείς, παραισθήσεις εκτός απ' τους πονοκεφάλους, εκτός από τον πόνο στα μάτια. Μόνο την καρδιά του ένιωθε σφριγηλή σαν εφήβου και το γέλιο δεν τον είχε εγκαταλείψει. Ένιωθε όμως το τέλος να πλησιάζει και δεν ήθελε να αφήσει τίποτα πίσω του, ούτε την απουσία του, ούτε την ανάμνηση του, ούτε το θάνατό του, ούτε τη ζωή του. Ανασκάλεψε ότι χαρτί πρόδιδε οποιαδήποτε βιογραφική πληροφορία. Αλλά πώς μπορεί κανείς να εξαφανιστεί; όταν υπήρξε ζωντανό πρόσωπο και μάλιστα δημιουργικό. Μόνο τα φαντάσματα εξαφανίζονται όταν εμφανιστούν. Η σύγχυση τον είχε καταλάβει και η κατάληψη αυτή ήταν διαρκής. Πιο αυστηρή, περισσότερο ολοκληρωτική. Το ‘νιωθε πως κανείς δεν θα μπορούσε να τη σπάσει, κανείς δε θα μπορούσε να του πάρει τίποτα γιατί τα πολύτιμα πράγματα που κατείχε δεν ενδιέφεραν πια κανέναν και αυτός ήταν μόνος, έρημος, μελαγχολικός...

Έβρεχε ασταμάτητα επί επτά μέρες. Ένιωθε την υγρασία να τον περονιάζει. Τον πείραζε πάντα η υγρασία. Μια φορά μάλιστα έπεσε κάτω, απότομα και όταν τον γύρισαν ανάποδα, έβγαζε νερό από παντού. Από τη μύτη, τα μάτια, το στόμα, τα αυτιά, τα μαλλιά, τα πόδια, τη μέση, τον αφαλό. Θεώρησαν πως σε μια προηγούμενη ζωή ήταν ψάρι, αλλά αυτός είχε την βεβαιότητα πως ήταν δέντρο ή πρίγκιπας ή άνθρωπος. Ίσως να μην ήταν και τίποτα απ' όλα αυτά και αυτό που είχε ζήσει να μην ήταν τίποτα άλλο εκτός από μια φάρσα. Μια φάρσα που παίζεται με καταπληκτικά αργούς ρυθμούς και κάποια στιγμή προς το τέλος παίρνει φωτιά σαν να έβαλε στη πρίζα το φορτιστή ενός κινητού. Όλα κάποια στιγμή αποκτούν ταχύτητα όταν πλησιάζει το τέλος. Ένας χωρισμός, ένας έρωτας ενός έργου, ενός ανθρώπου. Τώρα ένιωθε πως ήταν σ' ένα τρένο που είχε ξεκινήσει προ πολλού και είχε αναπτύξει τη μέγιστη ταχύτητα που μπορούσε να αναπτύξει. Το καταλάβαινε πως η φάρσα αν ήταν φάρσα ή η ζωή, αν ήταν ζωή αυτό που έζησε, τελείωνε εξαιτίας αυτής της επιτάχυνσης. Το λέει και ο Σαίξπηρ πως « η αγάπη δυναμώνει/ για ν’ αγαπήσει πιο πολύ πριν μείνει μόνη». Τώρα που έβλεπε το φως να τρέχει τις ρόδες να τρέχουν και τις ράγες να μένουν σταθερές, ήξερε πως το τρένο δεν θα εκτροχιαζόταν μέχρι να φτάσει στο τέρμα του ταξιδιού.

Το μόνο που τον απασχολούσε τώρα, ήταν τι να κάνει με αυτό το οκτώ φορές διπλωμένο χαρτάκι. Σκέφτηκε να το καταπιεί κι ύστερα σκέφτηκε πως κανείς δεν θα το σήκωνε από το πάτωμα, αν βρισκόταν εκεί πεταμένο, εκτός αν κάποιος περίεργος ήθελε να χώσει τη μύτη του σε ιδιωτικές υποθέσεις. Στον κόσμο αυτόν που εγκατέλειπε δεν υπήρχε πια ιδιωτικότητα. Όλα ήταν δημόσια ακόμα και οι ψυχές. Μόνο αυτές που αναπαύονταν κάτω από το χώμα γλίτωναν τη δημοσιότητα. Και όσοι την επιθυμούσαν και την είχαν αποκτήσει και αυτοί που δεν την επιθυμούσαν αλλά και αυτοί την είχαν αποκτήσει, το είχαν μετανιώσει πικρά.

Πήρε το χαρτάκι το βάλε πάνω στη γλώσσα, τη σήκωσε σαν να επρόκειτο για τη γλώσσα ενός χαμαιλέοντα, ενός σιχαμερού ερπετού, γέμισε σάλιο το στόμα του, πάντα ήταν υγρός αυτός, η υγρασία ήταν που τον προστάτευε από κάθε ξένη επιβουλή και το κατάπιε, έτσι σαλιωμένο σαν από  ανθρώπινο ιδρώτα. Στον ιδρώτα του αυτόν που ποτέ δεν μπόρεσε να ανακτήσει. Γι' αυτό πέθανε από δημιουργική αφυδάτωση.