Περίπατοι

Κ. Ας κάνουμε ένα περίπατο.

Μ. Που;

Κ. Πουθενά συγκεκριμένα. Να σουλατσάρουμε.

Μ. Α! πολύ μ' αρέσει να περπατώ με παρέα μες στη νύχτα. Ωραία.

Κ. Και μένα. Γιατί μας αρέσει η νύχτα. Μ' αυτό το σκοτεινό φως της.

Μ. Εγώ λατρεύω τα φώτα τα χαμηλά που κάνουν σκιές στα δέντρα, που κρύβουν τα πράγματα και τους ανθρώπους . Είναι σαν κρυφτό ξέρεις...

Κ. Όταν λέω τη λέξη περίπατος μου έρχεται στο μυαλό η εικόνα δύο ανθρώπων, ενός άντρα και μιας γυναίκας που βλέπουμε τις πλάτες τους και ο άντρας έχει περάσει το χέρι του πάνω από τον ώμο της γυναίκας. Τα κεφάλια τους είναι πολύ κοντά και τα πόδια τους έχουν μια ικανή απόστασημεταξύ τους που δηλώνει κίνηση. Το μαύρο το φωτίζει ένα ολοστρόγγυλο φεγγάρι. Νομίζω ότι περιέγραψα ένα πίνακα του Νουσμπάουμ.

Μ. Εμένα μου έρχεται όχι μία αλλά πολλές εικόνες, όλες από την παιδική ηλικία και εικόνες από τότε που ήμουν για πρώτη φορά ερωτευμένη. Μου φαίνεται ο κάθε περίπατος σαν κάτι νέο ή σαν έναν έρωτα καινούργιο και ξαφνικό. Χτυπάει η καρδιά μου όταν περπατώ σε δρόμους με δέντρα, ανθρώπους και χαμηλά φώτα.

Κ. Με ποιον περπατάς τώρα; Έχεις κάποιον δίπλα σου;

Μ. Με σένα.

Κ. Μα εγώ δεν είμαι εκεί. Σκέψου όμως πως είμαι. Γιατί αν δεν το σκεφτείς αυτό δεν θα περπατήσουμε ποτέ μαζί.

Μ. Έχεις δίκιο. Έτσι περπατούν οι άνθρωποι μαζί πραγματικά.

Κ. Απουσία και παρουσία. Δύο όψεις μιας ερωτικής συνεύρεσης και επειδή όλα είναι δρόμος είναι και αυτή ένας δρόμος που δεν είναι όμως χαραγμένος και δεν υπάρχει σε κανένα χάρτη.

Μ. Μα η απουσία είναι που μου δυναμώνει τη χαρά, το πόνο, τη νοσταλγία να κάνω ένα περίπατο όπως και να είναι με την παρουσία ή την απουσία σου.

Κ. Άκουσα που είπες νοσταλγία και σκέφτηκα πως νοσταλγείς κάτι που έχεις χάσει. Μόνο που επιθυμείς να επιστρέψεις σ' αυτό που έχασες. Τότε όμως ο νόστος θα χαθεί. Εξάλλου ποτέ δεν επιστρέφεις σ' αυτό που έχασες. Εκτός αν είσαι ο Οδυσσέας...

Μ. Μα ο περίπατος κάνει κάτι μαγικό. Φέρνει εμπρός μου, δίπλα μου, μέσα μου, όλα όσα αγαπώ. Και αγαπώ πολλά που δεν έχασα . Είναι ένας τρόπος που μου θυμίζει ότι δεν πεθαίνουν αυτά που αγαπάμε.

Κ. Ναι είναι. Γιατί αυτά είναι η περιουσία μας. Είναι ο τόπος των ανθισμένων τόπων των παιδικών μας χρόνων. Και όσο και αν έχουμε χάσει την παιδικότητά μας η ενηλικίωση δεν έρχεται.  

Μ.  Γι' αυτό λατρεύω τους περιπάτους δε μ' αφήνουν να φύγω απ' την παιδικότητά μου. Κρέμεται κυριολεκτικά πάνω μου. Τη στιγμή που θα δω το καρότσι με το φρεσκοκομμένο καλαμπόκι, εσένα να γελάς και να κάνεις αστεία, τους ανθρώπους σαν γιορτή γύρω μας, νιώθω τόση ευτυχία. Ευτυχία, θα 'λεγε κανείς, με το τίποτα. 

Κ. Άκου, νιώθω σαν να έχουμε περπατήσει οι δυο μας, ο ένας πλάι στον άλλον σε τόπους που δεν έχουμε βρεθεί ποτέ.

Μ. Μα είναι μαγικό! Τα πράγματα, οι τόποι και οι άνθρωποι που αγαπούμε το κάνουν αυτό.

Κ. Ε, λοιπόν, θυμάμαι, τον πατέρα όρθιο με παλτό και ρεπούμπλικα πλάι σ' ένα αλογάκι του καρουσέλ και εγώ καβάλα σ' αυτό. Θυμάμαι μόνο εκείνον. Σαν να βλέπω ένα όνειρο που δεν είμαι μέσα.

Μ. Εγώ τι να πρωτοθυμηθώ. Όλη η αληθινή χαρά περνάει όταν κάνουμε μαζί περίπατο μπροστά απ' τα μάτια μου. Τι θάλασσα έχουν δει τα μάτια μου, θα 'λεγες ότι έχουν πλημμυρίσει. Φώτα μπλέ, κίτρινα, κόκκινα, γέφυρα, βάρκες, τρένα στο χαμηλόφωτο σταθμό, σαν ομίχλη γλυκιά, ευκάλυπτοι, μυρωδιές ανακατεμένες, άνθρωποι  που τιτιβίζουν σαν σπουργίτια μες στη νύχτα, πολύχρωμα αυτοκινητάκια να στριφογυρίζουν απ' τη χαρά τους, μυρωδιές, παντού μυρωδιές, φαγητά, λουλούδια μια νύχτα όλη άρωμα.

Κ. Σκέφτομαι έναν άντρα και μια γυναίκα καθισμένους στην αμμουδιά, μπροστά στη θάλασσα, νύχτα αφέγγαρη. Φοβούνται να φύγουν γιατί κάτι τους λέει ότι αν το κάνουν αυτό δεν θα ξανασυναντηθούν. Είναι σαν μερικούς που φοβούνται να κοιμηθούν τη νύχτα γιατί φοβούνται πως δεν θα ξυπνήσουν ζωντανοί.

Μ. Ναι ένας πόνος γλυκός και οξύς συνάμα είναι πάντα μαζί μου και μένα στους περιπάτους. Δε θα ήθελα να τελειώσει ποτέ ό,τι έζησα, αλλά χαίρομαι που δε πεθαίνει ότι θυμάμαι. 

Κ. Έξω από το παράθυρό μου, υπάρχει μια κουτσουπιά. Άλλα καλοκαίρια με τόση ζέστη που έχει αυτές τις μέρες, τα τζιτζίκια δεν σ' άφηναν σε ησυχία. Τώρα δεν ακούγεται ούτε ένα.

Μ. Τουλάχιστον έχουμε ακόμα τα δέντρα που πάνω τους είναι καρφωμένες σαν τον Χριστό όλες οι αναμνήσεις και δεν μας αφήνουν να ξεχάσουμε τίποτα, γιατί τα δέντρα πεθαίνουν μετά από εμάς.

(Και ξαφνικά φωτίστηκε ο Γαλαξίας)