Φύλλα πράσινα και χρυσά

Πόσο θλιμμένη.

Η κόμη της ανεμίζουσα περνά κάτω από τις καρυδιές.

Πατά πάνω σε ασημένια και χρυσά χόρτα και αφήνει τη φωτιά πίσω της. Τη φωτιά που αυτή έβαλε και ο άνεμος την πύρωσε και ο φίλος που πήγε να τη σβήσει κάηκε.

Το θάνατό μου περιμένω.

Από παιδί.

Ποτέ μου δεν πήγα διακοπές.

Ποτέ δεν έκανα κουπί σε βάρκα.

Κανέναν δεν απάντησα στην αέναη πορεία μου στο εφτάκλωνο μονοπάτι.

Τώρα την ονειρεύεται. Να περπατάει χαρούμενη πάνω σε χρυσά και ασημένια χόρτα.

Τώρα που το φεγγάρι θρυμματίζεται σε πολλές μικρές φωνές. Σε πολλές μικρές χαμένες ιστορίες. Ιστορίες που δεν ειπώθηκαν και κείνη θλιμμένη έρχεται κατά πάνω μου κρατώντας μαχαίρι. Προχωρά πάνω σε χρυσά και ασημένια φύλλα. Την βλέπω να ανεβαίνει στο βράχο. Τότε που έπεφτε η βροχή σαν παραλοϊσμένη σε δημοτικό τραγούδι από τη συλλογή του Νικολάου Πολίτη ή μήπως από ποίημα του Σαχτούρη;

Το αίμα μου και το δικό σου και των όμαιμων αδελφών. Το αίμα μας ενώθηκε εκείνο το κραυγαλέο σύντομο ηλιοβασίλεμα σαν το σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας. Άναρχη ζωή, άναρθρη η λέξη, άγευστη βραδιά. Ούτε ζεστή ούτε κρύα ούτε χλιαρή. Κολυμπάς ανάμεσα σε φύκια. Πιο κάτω τα βρύα έχουν τυλιχθεί στο λαιμό της γοργόνας που έβαλες να κολυμπήσει πριν ακριβώς δέκα χρόνια σαν σήμερα. Ποιος είπε ότι οι γοργόνες κολυμπούν; Αφού δεν ξέρουν κολύμπι, αφού δεν έχουν πόδια.

Θυμάσαι. Βλέπεις. Ενστερνίζεσαι, Προτιμάς. Το μαχαίρι σου σκίζει την καρδιά μου. Την κρατάει στη μύτη του σαν ένα κομμάτι κρέας κατακόκκινο που στάζει αίμα. Περπατάς πάνω σε πράσινα φύλλα. Τα βατράχια κοάζουν στους βάλτους. Τίποτα δεν ησυχάζει γύρω μας όπως εκείνη τη νύχτα στο Μισισιπή, χλιαρή, ανυπόφορα μαγική. Ίσως είμαστε μαγεμένοι. Ίσως κουρνιάζουμε στην ποδιά της μάνας φοβισμένοι. Λερός, λεκιασμένος ο κόσμος που μας περιμένει, αλλά η αυλαία δεν έχει πέσει ακόμα.