Στο Βυθό του Χρόνου Η Δις Τζούλια του Αύγουστου Στρίντμπεργκ Το ξεγυμνωμένο ερωτικό παιχνίδι

Φρέκεν Τζουλί

Έρχεται έρημος με φωτιά ο Ιούλιος

να κάψει τις μοναχικές ψυχές μέσα στην πόλη

όλοι οι δολοφόνοι φύγαν για τις εξοχές

έμειναν τα ποδήλατα οι ψύλλοι και οι σκύλοι

έμεινε η νονά μου

έμειναν τα ψωριάρικα ρολόγια τα βρόμικα ποτήρια

τα τέρατα

εγώ με το αόρατο δροσερό ραβδί μου

ο Αύγουστος Στρίντμπεργκ με το τριαντάφυλλο

Μίλτος Σαχτούρης

 

«Για τον Στρίντμπεργκ, ισχυρίζεται ο Αρτύρ Αντάμοφ, κάθε σκέψη δεν είναι παρά μια διαδοχή από προλήψεις, τα αντικείμενα φορτίζονται με σημασίες, μιλούν, προειδοποιούν, δείχνουν το δρόμο. Στη ζωή, αυτή η στάση μεταμορφώνεται σε μαρτύριο. Στο θέατρο μας δίνει το μουρμουρητό των τηλεγραφικών γραμμών», το κουδούνι κολλημένο στο τοίχο που ο Ζαν, ο υπηρέτης, στο έργο «Δεσποινίς Τζούλια» δεν μπορεί όχι μόνο να αγνοήσει, αλλά είναι εκείνο ακριβώς που επαναφέρει τα αντικείμενα σε τάξη αλλά και τον ίδιο στην θέση του. Οι μπότες του κόμη σύμβολο κυριαρχίας  του αφεντικού,  που πρέπει πάντα να τις γυαλίζει βρίσκονται εκεί για να του θυμίζουν ότι μολονότι απουσιάζει ο αφέντης, είναι πάντα ο κυρίαρχος του παιχνιδιού. Η λιβρέα που φοράει είναι το σύμβολο της υποταγής. Άλλωστε, ποτέ δεν κοιτά το αφεντικό στα μάτια, αλλά και την κόρη του, την δεσποινίδα Τζούλια, μια όμορφη εικοσιπεντάχρονη που λιμπίζεται από τότε που ήταν κι οι δυο τους μικροί. Αν και ο ίδιος δεν είναι πια ένας νεαρός αλλά ένας τριαντάρης. Αλλά πώς μπορεί να ενηλικιωθεί ένας υπηρέτης όταν το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να υπηρετεί την τάξη και το ρόλο του.

«Τα πρόσωπα, ισχυρίζεται πάλι ο Αντάμοφ - αυτά που κατέχουν τα αντικείμενα  - τρομάζουν τον Στρίντμπεργκ και μας τα παρουσιάζει γιατί τα φοβάται, μας τα παρουσιάζει όπως τα βλέπει ο ίδιος». Όπως πάντα τον έκαναν να υποφέρει, πρώτα για την καταγωγή του - μια πρώιμη αυτοβιογραφία του έχει τον εύγλωττο τίτλο «Ο γιος της δούλας». Ήταν όντως ο γιος μιας υπηρέτριας και του αφεντικού της, όπως κι η Τζούλια -  το βασικό πρόσωπο του έργου - δεν έχει ξεκάθαρα αριστοκρατική καταγωγή. Άρα του μοιάζει υποθέτουμε.

Από την άλλη, το φύλο της, φέρνει συγγραφέα αντιμέτωπο με κείνη, όπως ήρθε αντιμέτωπος με όλες τις γυναίκες της ζωής του. Βάζει τη Τζούλια να λέει, πως είναι ένα διχασμένο πρόσωπο, μισή γυναίκα, μισή άντρας. Η αλήθεια είναι ότι δεν είναι αυτό που είναι, ούτε αυτό που φαίνεται, είναι μισή ο πατέρας της και μισή η μητέρα της. Άνθρωποι που της σκιάζουν τη ζωή. Η μητέρα της την δίδαξε να μισεί όλο το αντρικό γένος χωρίς εξαίρεση, αλλά την έχει χάσει προ πολλού. Ο πατέρας της, απ' την άλλη, προσπάθησε να τη διδάξει να είναι δυνατή, ανυποχώρητη και να υπακούει τους άντρες, όπως απαιτούσαν τότε από τις γυναίκες, μέχρι όμως τη στιγμή που συναντά την αναπάντεχη ερωτική εξομολόγηση του καιροσκόπου υπηρέτη της δεν τα έχει καταφέρει να κυριαρχήσει ούτε στον αρραβωνιαστικό της, που την παρατά σύξυλη όταν διαπιστώνει πως θέλει να τον εξουσιάσει.

Το έργο διαδραματίζεται στην κουζίνα του αρχοντικού, βαμμένη κόκκινη, τη νύχτα του μεσοκαλόκαιρου, μια νύχτα παγανιστικής γιορτής, χορού, μεθυσιού και άγριου ερωτισμού. Εκείνη τη νύχτα στη κουζίνα, στον χώρο του υπηρέτη δηλαδή, που δεν έχει καμία δουλειά εκεί η Τζούλια ως κυρία, υποκύπτει στη θέληση του υπηρέτη που είναι και η δική της θέληση, αφού εκείνος είναι το αρσενικό που μπορεί να την υποτάξει, άσχετα αν εκείνη πρέπει να υπηρετήσει την κοινωνική της θέση. Οι δυο τους πίνουν, γελούν, χορεύουν και ερωτοτροπούν κάνοντας σχέδια για ένα μέλλον που θα περιλαμβάνει αυτούς τους δύο έξω από το χώρο όπου έχει καθοριστεί γι' αυτούς. Τον Ζαν έξω από τη τάξη του, έξω από το σπίτι του αφεντικού το οποίο για τον Ζαν καταλαμβάνει διαστάσεις θεϊκού συμβόλου και ο ίδιος αισθάνεται ανυπεράσπιστος.

Ο έσχατος, δηλαδή  ο υπηρέτης επιθυμεί να σταθεί ως ίσος στο πλάι της Τζούλιας. Αυτοί οι αταίριαστοι ρόλοι έχουν και κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις. Είναι φανερό ότι την εποχή της συγγραφής του έργου η αριστοκρατική τάξη χάνει τα προνόμιά της, ενώ η τάξη του Ζαν, τον μεταβάλλει από υπηρέτη σε εργαζόμενο.

Οι μεταπτώσεις που συντελούνται ανάμεσα σ' αυτό το σαδομαζοχιστικό παιχνίδι του θηλυκού με το αρσενικό εναλλάσσονται συνεχώς.

«Δεν υπάρχουν πια φραγμοί μεταξύ μας. Λέγε με Ζυλί», λέει στον Ζαν, επιτρέποντας ν' αρχίσει ο ερωτικός τους χορός. 

«Ποια φριχτή δύναμη μ' έσυρε κοντά σας; Ήταν η γοητεία που νιώθει ο αδύνατος για το δυνατό, ή ό,τι νιώθει αυτός που πέφτει για όποιον ανεβαίνει; ή να ήταν έρωτας; Μπορείς εσύ να νιώσεις τι είναι έρωτας;» του πετάει η Τζούλια. Και κείνος της απαντά: «Διάβολε αυτό μας έλλειπε».

Είναι η στιγμή που η Τζούλια είναι έτοιμη να υποκύψει στη γοητεία και τις θελήσεις του υπηρέτη της. Η ίδια στιγμή που εκείνος φαίνεται πως έχει το πάνω χέρι. Γι' αυτό η Τζούλια δε θέλει να το παραδεχτεί και τον προστάζει: «Υπηρέτη! λακέ! σήκω απάνω όταν σου μιλώ!» και κείνος απαντά με αναίδεια: «Πόρνη του υπηρέτη, εσύ σκύλα του λακέ κλείσ' το στόμα και τράβα από δω! Ωραίο και αυτό να με κατηγοράς για χυδαιότητα. Εσύ; Σε όλη μου τη ζωή δεν αντάμωσα κορίτσι που να φερθεί τόσο πρόστυχα όσο εσύ απόψε. Ούτε η πιο κοινή γυναίκα δεν θα ριχνόταν σ' έναν άντρα όπως εσύ. Είδες ποτέ κανένα κορίτσι της σειράς σου να δίνει το σώμα του έτσι; Μόνο τα σκυλιά και οι πόρνες!».

Η Τζούλια συντριμμένη: «Ναι σωστά, χτύπα με, ποδοπάτησέ με, δεν αξίζω τίποτα περισσότερο. Είμαι μια ελεεινή - μα βοήθησέ με! Βοήθα με αν υπάρχει τρόπος».

 Εδώ, δεν πρόκειται για ένα ερωτικό δραματάκι σαν αυτά που παίζονταν την εποχή της συγγραφής του έργου, το 1888, αλλά για έναν απογυμνωμένο μέχρι το κόκαλο διάλογο, για μια συμπεριφορά που εκφεύγει από τα όρια των δύο ρόλων, όχι μόνο από τις κοινωνικές συμβάσεις και το σαβουάρ βίβρ, αλλά και το ερωτικό παιχνίδι όπως εξελίσσεται σε μια έστω τόσο αταίριαστη γνωριμία, που δεν μπορεί φυσικά να εξελιχθεί σε ουσιαστική σχέση αφού όλα συνηγορούν για το αντίθετο. Είναι και οι δύο ερωτικοί παραβάτες, αποστάτες της τάξης τους και του φύλου τους. Και θα ‘ρθει η ώρα αυτό να το πληρώσουν ακριβά.

Οι διαθέσεις και η συμπεριφορά τους ανεβοκατεβαίνει σαν ασανσέρ που το συρματόσχοινό του είναι έτοιμο ανά πάσα στιγμή να κοπεί και εκείνοι να βρεθούν στο υπόγειο του πάθους τους που τους τυραννά.

Τζούλια: «Μιλάς σαν να στέκεσαι πολύ ψηλότερά μου».

Ζαν: ''Φυσικά! Εγώ θα μπορούσα να σας κάνω κάποτε κοντέσα, ενώ εσείς δεν θα με κάνετε ποτέ Κόμη». Εκείνη τον αποκαλεί κλέφτη, εκείνος χυδαίο γύναιο.

Τζούλια: «Σας μισώ! θα σας σκότωνα χωρίς κανένα δισταγμό σαν ένα ζώο».

Ζαν: «Στο άψε σβήσε ε; Έτσι όπως σκοτώνουν έναν λυσσασμένο σκύλο;». Και λίγο μετά η Τζούλια λέει «Θα φύγουμε μακριά»- για να συμπληρώσει ο Ζαν, «για να βασανίζει ο ένας τον άλλον σε όλη του τη ζωή».

Η σύγκρουσή τους πέρα από τις αντιφάσεις είναι ανελέητη και δεν χρειάζεται να είναι κανείς προφήτης για το ποια θα είναι η συνέχεια. Όλα τα ζευγάρια όπως κι αν ξεκινήσουν με λυσσασμένο πάθος ή με ρομαντισμό καταλήγουν να τρων τις σάρκες τους και να διαιωνίζουν τον πόλεμο των φύλων.

Παρόλα αυτά- ή μάλλον θέλοντας να αγνοούν όλα αυτά -μέσα σ' αυτήν τη διαβολική νύχτα και λίγο πριν το ξημέρωμα η Τζούλια κρατώντας ένα κλουβί με το πολυαγαπημένο της σπίνο και μια μικρή βαλίτσα και λίγα χρήματα που έχει κλέψει απ' τον πατέρα της, ετοιμάζεται να βαδίσει προς την έξοδο μαζί με τον Ζαν. Το αμείλικτο όμως χτύπημα του κουδουνιού με το οποίο ο κύριος  ζητά ό,τι κάθε πρωί, βάζει τελεία και παύλα σ' αυτή την κρυφή αναχώρηση. Έχουν κι οι δύο εκτεθεί, αλλά εκείνη είναι που σηκώνει το βάρος αυτής της άθλιας και ανέφικτης σχέσης και αυτή είναι που θα πληρώσει το τίμημα μ' ένα αντικείμενο που ο υπηρέτης το ακονίζει εδώ και ώρα. Ένα ξυράφι για ξύρισμα, η λύση, που γκρεμίζει όλο το ουτοπικό οικοδόμημα που μ' ένα λυσσασμένο πόθο έχτισε ο καθένας τους για τον εαυτό του, αλλά όχι και για τους δυο.

Γιατί εντέλει, αν ο Ζαν και Δις Ζυλί έφευγαν ή έμεναν μαζί διατηρώντας ένα μυστικό δεσμό, αυτό θα ήταν η διασάλευση της τάξης του κόσμου τους, η κατάληξη των αξιών τους, της ηθικής, της ταξικότητας - αν μάλιστα επιτυγχανόταν ειρήνη ανάμεσα στα δύο φύλα, τότε θα είχαμε την αναίτια διακοπή του Τρωικού Πολέμου χωρίς μάλιστα την επιστροφή της Ελένης.

 

Σημείωση: η μετάφραση, ελαφρώς τροποποιημένη, είναι του Πέλου Κατσέλη από τις εκδόσεις Δωδώνη.